Κεφάλαιο 7

73 7 34
                                    

Η μέρα των ενδέκατων γενεθλίων της Μαργαρίτας ευτυχώς ξημέρωσε ηλιόλουστη, μ’ όλη τη βροχή να έχει στραγγίσει. Ήταν Σάββατο, και κάτω από τον καταγάλανο ουρανό, ο λόφος ήταν γεμάτος παιδιά που είχαν βγει ανυπόμονα να παίξουν και να χαρούν όσο περισσότερο μπορούσαν την πρώτη τους ελεύθερη απ’ το σχολείο μέρα της εβδομάδας. Μερικά αγόρια έπαιζαν - τι άλλο; - ποδόσφαιρο, με τα δέντρα για τέρματα, άλλες παρέες έπαιζαν κρυφτό και κυνηγητό και ξεσήκωναν τον κόσμο με τα γέλια τους. Η άνοιξη είχε μπει και άνθιζε σιγά σιγά και μέσα τους, μέσα στις καρδιές τους που άφηναν πίσω τους τον χειμώνα κι ετοιμάζονταν να περιμένουν το καλοκαίρι.

Η κυρία Αμαλία και ο άντρας της είχαν βγάλει βόλτα τον Έκτορα στον λόφο, κι εκείνος αμέσως βρέθηκε να παίζει με τέσσερα κορίτσια που του πετούσαν το μπαλάκι του για να το ξαναφέρει και του ζητούσαν να τους δώσει το χέρι. Λίγο αργότερα, καθώς χάζευε από το παράθυρο, η Μαργαρίτα είδε τα ίδια τέσσερα κορίτσια να έχουν μαζευτεί γύρω από τα λουλούδια της και να τα κοιτάζουν με θαυμασμό.
«Είναι πάρα πολύ όμορφα!» είπε η μία ενθουσιασμένη, και η διπλανή της συμφώνησε χαμογελαστή.
Καθισμένη στο έδαφος, η Δανάη, ένα από εκείνα τα κορίτσια που δεν ήθελαν να καθίσουν μαζί της την πρώτη μέρα στο σχολείο, είχε κόψει μερικές βιολέτες και μαργαρίτες και κάμποση πορτοκαλιά καλέντουλα και προσπαθούσε να τις πλέξει στεφάνι.
«Μη!» της φώναξε η τέταρτη μικρή κοπέλα, μία με μακριές κατάξανθες πλεξούδες και φακίδες. «Δεν κάνει να τα κόβεις! Έτσι θα πεθάνουν!»
Η Δανάη στράβωσε τη μούρη της και της απάντησε:
«Είσαι μικρή και λες χαζομάρες!»
Το ξανθό κοριτσάκι πείσμωσε.
«Όχι, η κυρία μας το είπε στο σχολείο!» έκανε πειραγμένο. «Πες της, Θάλεια» γύρισε σε μια από τις άλλες δύο, που ήταν μάλλον αδερφή της, «τα λουλούδια δεν πεθαίνουν αν τα κόψεις από τη γη;»

Η Θάλεια κοίταξε αδιάφορα μια την αδερφή της και μια τη Δανάη και είπε τελικά, εξίσου αδιάφορα:
«Καλά σου λέει ότι λες χαζομάρες. Αν τα βάλεις στο νερό, ζουν όπως ακριβώς ζούνε και μέσα στη γη!»

Η Μαργαρίτα, που είχε παρακολουθήσει τη συζήτησή τους, θα ήθελε πολύ να βγει έξω και να πει σ’ εκείνη την κοπέλα ότι η μικρή της αδερφή είχε δίκιο και ότι τα λουλούδια ήταν γραφτό να ζουν και να μεγαλώνουν μέσα στη γη, μα ο φόβος κι η ντροπή της την κρατούσαν πίσω. Μπορεί να ήταν ευτυχισμένη που είχε βρει έναν φίλο στον Θησέα και να αναπολούσε διαρκώς τα όσα έκαναν μαζί, αλλά για τα υπόλοιπα παιδιά εξακολουθούσε να μην έχει ελπίδες, ειδικά μετά το περιστατικό με τον γιο του διευθυντή τον Ροδόλφο.
«Λουλουδάκι, είσαι έτοιμη; Έλα!» άκουσε ξαφνικά τη φωνή της μαμάς από το διπλανό δωμάτιο και βιάστηκε να τραβήξει τις κουρτίνες και να τρέξει προς τα κει.

ΜαργαρίταTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang