Κεφάλαιο 17

37 5 46
                                    

Το μάθημά τους δεν κράτησε πολλή ώρα ακόμα. Η Μαργαρίτα είχε μάθει πάρα πολλά μέσα σε λίγη ώρα και χρειαζόταν μια στιγμή ηρεμίας. Έτσι, εξερεύνησε λίγο το σπίτι και τον κήπο ενώ η Δάφνη ετοίμαζε το μεσημεριανό φαγητό, και κατέληξε στο θερμοκήπιο στο εσωτερικό του σπιτιού, αφού έστρωσε το τραπέζι για να είναι έτοιμο. Κοιτούσε την αντανάκλασή της στο γυαλί που κάλυπτε τα λουλούδια και όσο κοιτούσε, τόσο πειθόταν πως έβλεπε μια καινούργια, μια διαφορετική Μαργαρίτα, που δεν ήταν και τόσο άσχημη τελικά. Ναι, μπορούσε να συνηθίσει εδώ. Όπως συνήθισε και τόσες άλλες φορές. Η Δάφνη και η μαμά της είχαν δίκιο. Ήταν καιρός πια να μεγαλώσει.

Χάιδεψε απαλά το γυαλί στο σημείο όπου από πίσω κρυβόταν η σκουρόχρωμη ίριδα. Ήλπιζε πως η μητέρα της πράγματι θα τα κατάφερνε να έρθει κι εκείνη στο νησί. Της έλειπε ήδη απίστευτα. Το χέρι της μετακινήθηκε προς την μαργαρίτα και συνεχίζοντας να γλιστράει ανάλαφρα πάνω στο γυαλί σταμάτησε απέναντι στο επιβλητικό κίτρινο τριαντάφυλλο. Το εξέτασε για λίγη ώρα σκεφτική και τελικά γύρισε προς το μέρος της ηλικιωμένης μάγισσας.
«Δάφνη» τη φώναξε, και μόλις εκείνη στράφηκε, περιμένοντας να την ακούσει, συνέχισε: «Είπες πως η μαργαρίτα είμαι εγώ και η ίριδα είναι η μαμά μου, όμως...όμως ποιος είναι αυτό το κίτρινο τριαντάφυλλο που έχει φυτρώσει δίπλα μου; Δεν μπορεί να είσαι εσύ, σωστά;»
Η Δάφνη πλησίασε. Χαμογελώντας με έναν μυστήριο τρόπο, σήκωσε την καλύπτρα των λουλουδιών. Η μυρωδιά τους ξέφυγε αμέσως προς τα έξω και γέμισε το μικρό σπίτι. Το χέρι της μάγισσας χάιδεψε τα πέταλα του τριαντάφυλλου, με προσοχή όμως για να μην την τρυπήσουν τα αγκάθια.
«Αν δεν κάνω λάθος, στην ήπειρο είχες έναν φίλο» απάντησε τελικά στην ερώτηση της μικρής. «Έναν πολύ αγαπημένο φίλο. Κάποιον που από την πρώτη μέρα που γνωριστήκατε σε προστάτευε, όπως ακριβώς κάνουν τα αγκάθια για το όμορφο κίτρινο άνθος αυτού του τριαντάφυλλου. Είναι σαν την ιστορία που σου έλεγε η Ίριδα, το παραμύθι που αφηγείται πως αυτό το λουλούδι απέκτησε αγκάθια. Ο Θησέας...σου είχε υποσχεθεί να γίνει τα αγκάθια σου, και η φιλία σας ήταν τόσο δυνατή, που δέθηκε κι εκείνος με την μαργαρίτα σου και ήρθε στη ζωή σου μέσα από ένα λουλούδι. Ένα τριαντάφυλλο. Αυτό θα συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που είναι σημαντικοί για σένα.»
Η Μαργαρίτα κοίταξε ξανά τον λιλιπούτειο κήπο, πιο προσεκτικά, κι έδειξε με το δάχτυλό της έναν κρίνο, που δεν τον είχε παρατηρήσει πριν.
«Κι αυτός;» ρώτησε.
«Κάποιος με αγνή ψυχή, που ήταν κοντά σου και σε νοιάστηκε τη στιγμή που ένιωσες πιο μόνη από ποτέ» είπε η Δάφνη αινιγματικά.
Η Μαργαρίτα πάλεψε να θυμηθεί, και η πρώτη εικόνα που ήρθε στο μυαλό της ήταν ο εαυτός της μέσα στο κελί της φυλακής στην ήπειρο, λίγο αργότερα από την ανακοίνωση της καταδίκης της. Τότε που περίμενε την μητέρα της, την τελευταία της ελπίδα, όμως εκείνη δεν ήρθε ποτέ.
«Ο πατέρας του Θησέα!» είπε καθώς ένα φως άναψε στο μυαλό της. «Μα ο κρίνος δείχνει αδύναμος, σαν να μαραίνεται σιγά σιγά. Είναι ξανά άρρωστος...Κι εγώ δεν είμαι εκεί να βοηθήσω τον Θησέα...»

ΜαργαρίταOnde as histórias ganham vida. Descobre agora