Κεφάλαιο 4

75 9 119
                                    

Η Μαργαρίτα είχε, όπως ήδη είπαμε, μετακομίσει τρεις φορές μέσα στα δέκα χρόνια της ζωής της. Όμως, το ότι η μετακόμιση ήταν κάτι που της συνέβαινε συχνά δε σημαίνει πως ήταν και κάτι το εύκολο. Όχι, κάθε άλλο. Κάθε μετακόμιση έφερνε μαζί της πολλούς μπελάδες και κυρίως πολλά καινούργια. Καινούργιο σπίτι. Καινούργια πόλη. Αυτά τα είχε ήδη γνωρίσει. Τώρα έμενε αυτό που την έκανε να αγωνιά περισσότερο απ’ όλα. Το καινούργιο σχολείο.

Η μέρα που είχαν φτάσει με τη μαμά στην πόλη ήταν Σάββατο, έτσι η περιπέτεια του σχολείου είχε πάρει αναβολή μιας μέρας. Ανακουφιστικό αυτό. Η Κυριακή πέρασε πολύ ήσυχα, με τη Μαργαρίτα να βοηθά τη μητέρα της στη φασίνα, τόσο πρόθυμα που η Ίριδα άρχισε να τη ρωτάει πειραχτικά μήπως ήταν άρρωστη, και να περνά όλες τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας έξω στον ξεραμένο λόφο. Κρυμμένη σε μια γωνιά, χάζευε το χορτάρι που είχε φυτρώσει κάτω από τις παλάμες των χεριών της και προσπαθούσε να μην τη δουν μερικά παιδιά της πόλης που έπαιζαν ποδόσφαιρο λίγο παρακάτω. Εκτός από τις δυνάμεις της, είχε ακόμα ένα μυστικό: ήταν πολύ ντροπαλή.

Για καλή της τύχη, σχεδόν τα κατάφερε να μην την προσέξει κανένα από τα παιδιά• όλα αγόρια κοντά στην ηλικία της. Σχεδόν γιατί όταν την φώναξε η Ίριδα στο σπίτι για το βραδινό κι εκείνη σηκώθηκε κι έβαλε την τρεχάλα κατά κει, η μπάλα του ποδοσφαίρου που ’χε κλοτσήσει ένα παιδί τράκαρε στον αστράγαλό της.
Η Μαργαρίτα σταμάτησε σαστισμένη. Σήκωσε τα πράσινα μάτια της προς την κατεύθυνση των παιδιών κι αντίκρισε το αγόρι που ευθυνόταν για τη φάλτσα αυτή κλοτσιά να τρέχει προς το μέρος της. Είχε κατάμαυρα μαλλιά και μάτια γκριζοπράσινα. Της θύμισε μικρό κοράκι, μια σκέψη που την έκανε να κοκκινίσει.
«Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε χτυπήσω. Δε σε είδα» απολογήθηκε ο μικρός κοιτώντας την επίμονα.
Η Μαργαρίτα κατέβασε τα μάτια της και μαζεύτηκε πίσω από ντροπή.
«Δεν πειράζει» μουρμούρισε σιγανά, κι αμέσως συνέχισε βιαστικά τον δρόμο της για το σπίτι. Χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ούτε κι όταν το αγόρι της φώναξε από μακριά: «Πώς σε λένε;». Ούτε κι όταν, βλέποντας ότι δεν του απαντούσε, προτίμησε να πει: «Γεια, ελπίζω να τα ξαναπούμε!»

Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, η Μαργαρίτα σκέφτηκε ότι οπωσδήποτε θα τα έλεγαν ξανά. Η πόλη ήταν πολύ μικρή, ζήτημα να είχε πέντε-έξι σχολεία, και φυσικά τα παιδιά από την ίδια γειτονιά θα ήταν αναπόφευκτα συμμαθητές. Μάλλον το αγόρι ζούσε στη γειτονιά της. Μάλλον θα πήγαινε μαζί του στο σχολείο. Μάλλον θα το μάθαινε το όνομά της τελικά, ακόμα κι αν δεν του το έλεγε η ίδια.

ΜαργαρίταWhere stories live. Discover now