ξαφνικά και ξανά

49 1 0
                                    

Νομίζω ηταν Σάββατο, ή πρέπει να ήταν Σάββατο γιατί σίγουρα αυτό ακούγεται πιο κλασσικα αφηγηματικό. Δεν είναι το ίδιο με το να ήταν μια καθημερινή ημέρα ρουτίνας. Ακόμα και η τελείως άψυχη λέξη "ρουτίνα" αδικεί την ένταση και τη συναισθηματική πλήξη μια μέσης εβδομαδιαίας ημέρας, όπου η κόπωση τεντώνει σαν σχοινιά τις νευρικές αντοχές και κάθε έννοια ρομαντισμού χάνεται πιο γρήγορα και απο τις οικονομίες που ευελπιστείς να συγκεντρώσεις για ένα ταξίδι στο τέλος του έτους όμως κάθε τόσο κάτι έκτακτο θρυμματίζει τον κουμπαρά και τα όνειρα σου.
Λοιπόν ήταν Σάββατο και αν δεν ήταν εγώ θα το ορίσω.
Σάββατο λοιπόν. Και ήταν βράδυ. Μονή στο τσιμεντένιο κουτί του δεύτερου ορόφου μιας κάποιας από τις μυριάδες σκονισμένες πολυκατοικίες της πρωτεύουσας, σε ένα νεκρικά ήσυχο σοκάκι. Εχω τυπικά μιλήσει με την οικογένειά μου φροντίζοντας να παρουσιάσω την κατάσταση μου - απάντηση στη γνωστή και τελείως επιφανειακή ερώτηση τους "πώς εισαι;" όπως θα τους ικανοποίησε ούτως ώστε να τερματίσει αναίμακτα και σύντομα για ακόμα μια φορά η συνομιλία μας.
Αναίμακτα όσο μπορεσω διότι δεν είναι εύκολο να μη λαβωθεις από τα δεοντολογικά βέλη των γονικών "πρέπει". Αυτά τα ύπουλα πρέπει τα οποία σου παρουσιάζονται ως ανιδιοτελές ενδιαφέρον και ως σπλαχνική μέριμνα • "για το καλό σου λέμε το τάδε , λέμε το δείνα" ακούς από την άλλη γραμμή καθώς παλεύεις να σηκωθείς από τη γροθιά που σου έδωσε μια απροσδόκητη άποψη τους που, ναι , απίστευτο και όμως πρόφτασαν μέσα σε δύο προτάσεις αναπνοής περί άσχετων θεμάτων "τύπου πώς είναι ο καιρός σήμερα;" να παραθέσουν. Μια άποψη γεμάτη μίσος προς αυτό που είσαι, προς αυτό που ευαγγελίζονται πως αγαπούν, τουλάχιστον, έτσι ,με ένα "και να ξέρεις σε αγαπάμε και οι δύο " κλείνουν το τηλέφωνο. Και εσύ μένεις να αναρωτιέσαι φοβισμένη από τις ενοχες "τι εννοούν ως αγάπη", "ποια εκδοχή μου εννοούν στο εσύ ";
Με αυτή τη γνωστή πίκρα της οικογενειακής και φιλικής μοναξιάς κείτομαι εκείνο το Σάββατο στο κρεβάτι. Φαντάζομαι κάποιο τραγούδι γιατί είμαι συναισθηματικα τόσο αδύναμη για να σηκωθω να πάρω από το γραφείο, απέναντι μου το κινητό. Ίσως και να μην αντέχω να δω τις μηδαμινές ειδοποιήσεις από τους ελάχιστους φίλους στην οθόνη αυτού του μαραφετιου που με χαρούμενη φωτεινότητα με περιπαίζει για την ακοινωνητη εσωστρέφεια μου.
Γιατί ξαφνικά νομίζεις πώς η νέα ταυτότητα (που ανακαλύψες μια μέρα όταν η καρδιά σου φτερουγίσε για πρώτη φορά για μια κοπέλα και όχι για κάποιο αγόρι στο αμφιθέατρο. Σε μια ηλικία μετά τα είκοσι σου σου, όπου θεωρούσες τη φάση συντροφικής κλίσης "τελειωμένη") , η νέα αυτή αμφίεση και παρουσίαση του εαυτού σου είναι μια απάτη , μια ανεντιμη πισώπλατη μαχαίρια προς εκείνους τους φίλους που σε θεωρούσαν ως το κορίτσι εκείνου ή του άλλου τύπου και που η έννοια της "τυπισσας "θα τους έκανε σίγουρα να μορφασουν με απέχθεια. Οπότε τους θεωρείς δυστυχώς από δειλία και από μια κάποια δικαιολογημένη έννοια αυτοάμυνας, γιατί τόσο ομοφοβικά περιστατικά εχουν κάνει τα μάτια σου να δακρύσουν, διαγεγραμμενους από τη λίστα φίλων. Μια λίστα που μετά από χρόνια , ίσως από τη νηπιακή σου ηλικία , πλέον με αυτές τις απώλειες είναι τελείως κενή και δύσκολα γεμίζει. Θέλεις πλέον η δεξαμενή να γεμίσει με άτομα πολύχρωμα και όχι με εκείνα του δίχρωμου ρατσισμού προς το δικαίωμα της αγάπης.
"Μπλα, μπλα ", λέω σε όλες αυτές τις σκέψεις. "Η ουσία είναι ότι είμαι μόνη μου!" διακήρυσσω και από την ανοία ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρα μου.
Δευτέρα μετά από εκείνο το Σάββατο. Μεσημέρι. Υποχρεώσεις τις ημέρας προχώρησαν. Κάποια ύλη βγήκε με δυσκολία για από το σπίτι διαβάζω δυστυχώς περισσότερο όμως δεν αντέχω την οχλοβοή της φαινομενικής ευτυχίας όλων στο αμφιθέατρο. Κάνω ένα διάλειμμα για να με ανατροφοδότησω με την ανοιξιάτικη αύρα του γειτονικού άλσους.
Τα χαλίκια τρίζουν χαρούμενα σε κάθε μου βήμα. Κάποια κοτσύφια κελαηδούν και βυθίζονται στα χνάρια μου με την ελπίδα μήπως βρουν κάποια ψιχία τροφής. Με την ίδια ελπίδα ζούμε , αλλά διαφορετικά ψιχία ψάχνουμε σε χνάρια και χαλάσματα. Εκείνα τροφής , εγώ κάποιας στοργής.
Περπατώ. Φθάνω σε μια διακλάδωση ενός μονοπατιού, από τα πολλά της δαιδαλώδους σχεδίασης του άλσους. Διαλέγω ανεξήγητα έτσι, σαν από μια επαναστατική οργή προς την τάση μου να βολεύομαι στη συνήθεια, τη διαδρομή εκείνη που ποτέ δεν είχα ακολουθήσει.
Ελαφροπατω κάπως χαρούμενη από αυτή μου τη μικρή νίκη. Καινούριο σκηνικό απλώνεται σε κάθε βήμα μου. Νέα δένδρα, νέες ευωδιές, νέα θροισματα. Η ομορφιά του ρίσκου που ευοδώθηκε. Και στην παρακάτω στροφή, ένα λυγερό κυπαρίσσι. Ευθυτενές και με μια σεμνή υπερηφάνεια. Κάτω από τη σκιά του μια ανθρώπινη γυναικεία μορφή, όμοια του. Η ανθρώπινη κόρη του. Λεπτεπίλεπτα όμορφη. Βλέπω μοναχά την πλάτη της. Τα μαλλιά τθς έχουν το χρώμα από τις ξερες πευκοβελόνες που απλώνονται σα στρώμα σε όλη την επιφάνεια του δάσους ανακατεμένες με χαλίκια. Η κοπέλα εχει πλαγιάσει στον κορμό του και φαίνεται να ατενίζει προς αόριστη κατεύθυνση μπροστά της. Αν και δεν είμαι καλλιτέχνης καμβά ή φακού, εκτιμώ την τέχνη ως ευλογία δοσμένη στον άνθρωπο σε αυτή τη σκοτεινιά της ύπαρξης. Σε αυτή την περίπτωση δε μπορώ να μην πω τη συγκίνηση μου που βλέπω μια τέτοια φυσική και μάλιστα τυχαία σύνθεση. Έχω μένει απολιθωμένη στη θέση μου δίχως να έχω κάποια χωροχρονική αίσθηση. Το ίδιο φαίνεται και εκείνη καθώς βρίσκεται στη δική της περισυλλογή.
Τις παράλληλες σιωπές μας διακόπτει ένα ράπισμα του αέρα που σκορπά από το σακίδιο της κάποια φυλλα με σχέδια της από ο,τι μετά βίας διακρίνω.
Εκείνη ξαφνιασμένη από το βίαιο ξύπνημα της από την ονειροπόληση γυρνά προς το μέρος μου, προς εκει που ο αέρας παρέσυρε τις σημειώσεις. Και περιέργως δεν είναι καθόλου θυμωμένη από αυτη την ενέδρα του αέρα. Γελά . Γελά σαν ο αέρας να είναι ένα παιδί που θέλει να παίξει μαζί της. Ενα γέλιο ανάλαφρα ξέγνοιαστο και τόσο γνώριμα δροσερό. Πραγματικά νιώθω να με τσιμπά μια χορδή ανάμνησης , μια χορδή νοσταλγίας.
Συγκλονισμένη από την αισθητική της εικόνας και από την ένταση των συναισθημάτων, μένω ριζωμένη στη θέση μου. Ξεχνώ πως υπάρχω , πως έχω υλικό σώμα και είμαι ορατή σε άλλους. Προφανώς ξεχνω πως έχω και άκρα. Διότι συλλεγει όλα τις τα διασκορπισμένα φύλλα της και τότε σηκώνεται και το βλέμμα της τυχαια , όπως το δικό μου όταν την πρωτοείδα, στρεφεται στον οπτικό ορίζοντα απέναντι της, όπου βρισκόμαι. Βλέπω για πρώτη φορά το πρόσωπο της και είναι πραγματικά τόσο όμορφο όσο σε προδιαθέτει η πίσω όψη του παραστήματος της. Όμως αυτή η χορδή της οικειότητας αυτή τη φορά δε με τσιμπά αθωα, με διαπερνά σα λόγχη. Η ανάσα μου κόβεται. Μάλλον και η δική της γιατί αποκτά ένα βλέμμα σύγχυσης. Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω τι έχει εντοπισει το μνημονικό μου και εκείνη φεύγει αδιάφορα προς την αντίθετη κατεύθυνση με βήμα ταραγμένο που δείχνει το ψεύτικο της αδιαφορίας της.
Τα χείλια μου σχηματίζουν έναν ψίθυρο δίχως η σκέψη ακόμα να έχει ορίσει ποια είναι η κοπέλα που το μνημονικό μου βρηκε.
"Αλίκη" , ψιθύρισα. Δεν το ακούει. Όχι επειδή το αρθρωνω ισχνά . Αλλά επειδή ήδη χάνεται προς το τέλος του ξεφώτου.

I've Feelings For You/Έχω συναισθήματα για εσένα Where stories live. Discover now