Κεφάλαιο 42

3 3 0
                                    

Το επόμενο πρωί σηκώθηκε από έναν εκκωφαντικό θόρυβο λες και κάτι είχε σπάσει, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε άμεσος από το παράθυρο, έξω γινόταν ο κακός χαμός, και να ήθελε δηλαδή να φύγει σήμερα δεν θα μπορούσε με αυτό τον σκατόκαιρο. Έτσι και μη μπορώντας να κοιμηθεί άλλο σηκώθηκε από το κρεβάτι και κατέβηκε κάτω.
Δεν ήξερε όλο το υπόλοιπο σπίτι έτσι πήγε στο μόνο μέρος που ήξερε και αυτό δεν ήταν άλλο από το καθιστικό. Αν και ιδανικά θα ήθελε να πάει στην κουζίνα να φτιάξει τίποτα να φάει αλλά εντάξει ήταν και εκεί.
Όμως στο καθιστικό είδε κάτι που θα μπορούσε να πη ότι τον εξέπληξε. «καλημέρα η βασίλισσα θα χάρη παρά πολύ όταν μάθει ότι είσαι εδώ» είπε μόλις είδε την Τιτάνια που προσπαθούσε να ανάψει το τζάκι.
«Τη θες εσύ εδώ, πως με βρήκες;» ρώτησε έντρομη κρατόντας την μασιά στο χέρι έτοιμη να του επιτεθεί.
«Ηρέμησε δεν ήρθα για εσένα η Αχρά με έστειλε για κάτι δούλες και με έπιασε η κακοκαιρία και ο Τζες είχε την ευγενή καλοσύνη να με φιλοξενήσει μέχρι να κοπάσει» της εξήγησε καθώς καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα από το πλέον αναμένω τζάκι. «Παντός πολύ καλό παιδάκι του έδωσα και ένα φίλτρο για το πόδι του γιατί μάλλον τα δικά σου δεν κάνουν δουλειά» τώρα την χτύπησε εκεί που πονούσε και απλός περίμενε την αντιδράσει της.
«Πως τολμάς, ο Τζες δεν έχει ανάγκη τίποτα από εσένα έχει εμένα, και μια χαρά τον βοηθάνε τα φίλτρα μου» τώρα ειδικά του είχε βρει και το φρούτο των αγγέλων που καταπραΰνε τον πόνο κατά πολύ είχε σκοπό να το βελτιώσει και άλλο.
«Το θέμα είναι να μην χρησιμοποιείς εθιστικά μέσα, γιατί μετά χριαζεσε κάθε φορά και μεγαλύτερη ποσότητα» ήξερε τα φίλτρα της, τόσα χρόνια τα είχε μάθει και ήταν βέβαιος πως αν κοιτούσε της αληφές και τα περισσότερα φίλτρα θα έβρισκε πολλά τέτοια. Ενώ τα δικά του δεν εμπεριέχουν τίποτα που να μπορεί να προκαλεί εξαρτήσει.
«Ο καθένας χρησιμοποιεί ότι νομίζει. Και ποτέ θα φύγεις;» αυτό ήταν που την έκαιγε περισσότερο από όλα.
«Όταν τελειώσει η κακοκαιρία. Τόσο πολύ διάζεσε να γυρίσεις πίσω;»
Αυτό ήταν τώρα είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια της, αν έλεγε που ήταν δεν θα έβρισκε μόνο αυτή τον μπελά της αλλά και ο Τζες και για αυτήν δεν την ένοιαζε τόσο αλλά για τον μικρό την ένοιαζε δεν έφταιγε σε τίποτα δεν του άξιζε άλλη τιμωρία.
Θα έκανε ότι χρειαζόταν προκειμένου να μην γίνει ποτέ κάτι τέτοιο.
«Σέ παρακαλώ μην με δώσεις και θα κάνω ότι θέλεις» του είπε και έπεσε μπροστά στα πόδια τού.
«Τώρα δεν θέλω τίποτα από εσένα, όταν σου είχα πη να φύγουμε μαζί αρνήθηκες και τελικά έφυγες μόνη σου θεωρείς λοιπόν ότι μετά από αυτό θα θέλω κάτι από εσένα;» της απάντησε χαμογελώντας της εριστικά.
Πλέον του είχε φύγει κάθε συναίσθημα που είχε για την Τιτάνια, όχι από την μέρα που έφυγε αλλά από την μέρα που του αρνήθηκε να φύγουν μαζί ενώ του έλεγε πως θα έκανε τα πάντα για αυτόν εντέλει έγινε το αντίθετο για ακόμα μια φορά και τώρα είχε πέσει στην ανάγκη του. Μεγάλη ειρωνία.
«Τη θέλεις τότε για να μην με δώσεις» η απελπισία της ακουγόταν σε κάθε λέξη του έβγαλε από το στόμα της.
«Τίποτα, και δεν το κάνω για εσένα αλλά για τον μικρό, είναι κλήμα να βρεθεί μπλεγμένος χωρίς να φταίει. Όμως εσύ δεν θα πης ότι γνωριζόμαστε και κύριος δεν θα πετάς μπιχτές για να με διώξει, συνεννοηθήκαμε;» την κοίταξε στα μάτια απότομα και η Τιτάνια κούνησε το κεφάλι της δίνοντας την συναίνεση της.
Είχε να χάσει πολλά περισσότερα αν  μιλούσε απο τη αν κράτησε το στόμα της κλειστό.
Η Τιτάνια σηκώθηκε από το πάτωμα και πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο του ήταν σίγουρα η κουζίνα αφού γύρισε με ένα δίσκο γεμάτο πράματα. Φυσικά δεν μπήκε καν στον κόπο να ρωτήσω εάν ήταν για αυτόν γιατί προφανώς δεν ήταν για αυτόν και πήρε ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη που ήταν ακριβός δίπλα του για αν διαβάσει κάτι μπας και περάσει η ώρα.
«Θέλεις τσάι;» τον ρώτησε η Τιτάνια.
«Αν είναι να με δηλητηρίασης με αυτό ευχαριστώ πολύ δεν θα πάρω» της απάντησε έχοντας τα μάτια του καρφωμένα στο βιβλίο.
«Για τον Τζες το έκανε από το ίδιο θα πιούμε όλοι» του είπε καθώς γέμιζε της κούπες με αχνηστό τσάι.
Δεν πρόλαβε να της απάντησε και άκουσε τον Τζες να κατέβει τις σκάλες. «Καλημέρα σας, γνωριστήκατε;» τους ρώτησε αγνοώντας πλήρως την έως τότε γνωριμία τους.
«Ναι γνωριστήκαμε. Πώς είναι το πόδι σου σήμερα;» τον ρώτησε ο Βαν, δεν του είχε φύγει ακόμα από το μυαλό πως θα καταφέρει να βελτιώσει την κατάσταση του και να μην χρειάζεται παυσίπονα για να μπορεί να κάνει τα βασικά πράγματα της καθημερινότητας τού.
Ήξερε πως όλο και κάτι θα ανακάλυπτε και θα ήταν και ένας καλός τρόπος να εξοικειωθεί για αυτό το ψέμα που του είπε.
«Πολύ καλύτερα σήμερα σηκώθηκα με μεγάλη ευκολία από το κρεβάτι» του απάντησε και έκατσε στο καναπέ.
«Χαίρομαι που το ακούω» του απάντησε και άφησε το βιβλίο πάνω στο τραπέζι, τώρα δεν χρειαζόταν κάτι για να αδιάφορη είχε παρέα.
«Χαλασμό κάνει και σήμερα θέλω να δω ποτέ θα κοπάσει» είπε η Τιτάνια κοιτάζοντας από το παράθυρο.
«Συνήθως περνάει μια εβδομάδα, πάντα τέτοια εποχή είναι έτσι εδώ» είπε ο Τζες που τα τελευταία δύο χρόνια ζούσε εδώ και είχε μάθει τον καιρό της περιοχής από έξω.
Η Τιτάνια κοίταξε τον Βαν που φαινόταν ικανοποιημένος που θα τους φορτωθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, και αυτός δεν θα καρφωνόταν, όμως στην Τιτάνια ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσει το επίπεδο της όταν βρισκόταν αυτός κοντά της.
Είχε το χάρισμα να ελκύει τους πάντες και τα πάντα και η Τιτάνια είχε υποκύψει πολλές φορές σε αυτή την έλξη το θέμα ήταν να μην γίνει πάλι ειδικά τώρα που είχε στο μυαλό της κάποιον άλλον, βέβαια ήταν απίθανο να συμβεί κάτι μετάξι τους αλλά και πάλι αυτό δεν ήταν δικαιολογία για αυτήν τουλάχιστον.

🌟🌟🌟

Dark CityDonde viven las historias. Descúbrelo ahora