Κεφάλαιο 1

27 6 2
                                    

Έξω στους σκοτεινούς πληθόστρατους δρόμους είχε μαζέψει νερό από την βροχή που έπεφτε ασταμάτητα της τελευταίας τρείς μέρες στο βασίλειο του Ντόργεν δεν σταματούσε να βρέχει, ήταν μια μόνιμη κατάσταση που ταίριαζε απόλυτα και όλους όσους ζούσαν εκεί.

Οι κάτοικοι αυτής της πόλης είχαν γεράσει προ της ώρας τους, κοιτούσες ένα ανθρώπινο στον δρόμο και δεν ήξερες αν ήταν τριάντα η ογδόντα και οι δύο ήταν ζαρωμένη και δεν έβλεπες τίποτα που να σου έβγαζε καλοσύνη.
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο είχε μεγαλώσει και η Νιάρα με τους γονείς και τα δέκα αδέλφια της ζούσαν σε μια παράγκα δύο δωματίων μη έχοντας ούτε τα απαραίτητα. Ότι βγάζανε τους τα έπρεπε ο πατέρας τους για να πιεί και να πάει να παίξει χαρτιά που ήταν οι δύο αγαπημένες του ασχολίες ενώ η μητέρα της φρόντιζε το σπίτι και να τους στέλνει σε διάφορα μέρη να ζητιανέψουν μπας και βάλουν την μέρα. Και τα έξοδα του πατέρα τους που δεν το είχε σε τίποτα να πουλήσει τα παιδιά του για να πάρει λίγα χρήματα. Το είχε κάνει άλλωστε μερικές φορές και δεν έδειχνε να τον νοιάζει.
Και για τη να τον νοιάξη δηλαδή αφού αυτός δεν έκανε τίποτα γιατί όλα τα είχαν αναλάβει τα παιδιά τού.

Η Νιάρα είχε καθήσει στην κλασική της γωνία και περίμενε μήπως και περάσει κανένας και της δώσει ελαιημοσήνη όμως τίποτα κανένας δεν είχε να της δώσει ούτε μισό ζαλ που ήταν ένα σκέτο τίποτα σαν χρήμα. Δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι της χωρίς να έχει τίποτα στα χέρια της. Την τελευταία φορά πού κάποιο από τα αδέλφια της είχε γυρίσει με άδεια χέρια το πούλησε σε κάτι μάγους για να κάνουν κάτι τελετές και δεν ήθελε να της συμβεί το ίδιο.

Έτσι έκατσε εκεί υπομονετικά και περίμενε μέχρι που βράδιασε. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ούτε που φαινόταν μέσα στην νύχτα μόνο το κατάλευκο δέρμα της και τα γαλάζια της μάτια ξεχώριζαν. Αν και δεν πλενόταν συχνά φρόντιζε να μην λερώνεται. Δεν της άρεσε καθόλου η όψη της όταν ήταν βρόμικη και έτσι έκανε τα πάντα για να διατηρήτε σε ένα καλό επίπεδο.

Τέτοια ώρα μόνο λίστες κυκλοφορούσαν και πόρνες μόνο που αυτή δεν ήταν τίποτα από δύο, ως δεν μπορούσε να πει πίσω, καλύτερα στον δρόμο παρά εκεί μέσα. Έκατσε σε μια γωνιά και έγινε το κεφάλι της, τα πόδια της είχαν μελανίαση από το κρύο ενώ είχε αρχίσει να τρέμει. Μαζεύτηκε όσο μπορούσε για να ζεσταθεί και έκλεισε τα μάτια τής σφιχτά. Ήθελε να την πάρει ο ύπνος, να μην βλέπει και να μην ακούει τίποτα.

Νιάρα

Όταν μετά από ώρες άνοιξε τα μάτια της είχε ξημερώσει, μα τη περίεργο που δεν την ενόχλησε κανείς όλοι την νύχτα αυτό όμως ήταν καλό για δεν χρειάστηκε να δείξει πόσο σκληρή μπορεί να γυνή απέναντι στον κίνδυνο

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Όταν μετά από ώρες άνοιξε τα μάτια της είχε ξημερώσει, μα τη περίεργο που δεν την ενόχλησε κανείς όλοι την νύχτα αυτό όμως ήταν καλό για δεν χρειάστηκε να δείξει πόσο σκληρή μπορεί να γυνή απέναντι στον κίνδυνο.

Σηκώθηκε και άρχισε να περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους ενώ φαινόταν ότι το πηγένε πάλι για βροχή. Και καθώς οι πρώτες ψυχάλες άρχισαν να πέφτουν το βλέμμα της έπεσε πάνω στην τράπεζα και στους ανθρώπους που έβγαιναν από αυτήν, όλοι καλοντυμένη με ακριβά ρούχα που η Νιάρα ούτε στα όνειρα της δεν τα είχε δη. Ενώ και εκεί έξω υπήρχαν πολύ ζητιάνοι, μάλλον δεν υπήρχε χώρος για ακόμα έναν.

Όμως μπορούσε να κάνει κάτι άλλο κάτι που στο παρελθόν είχε αποδειχθεί πολύ καλή. Πήγε και στάθηκε έξω από την πόρτα το σχισμένο καφέ φόρεμα της δεν προδιέθετε τίποτα καλό για αυτούς που έβγαιναν από εκεί μέσα έτσι την προσπερνούσαν αδιάφορα ενώ άλλοι κοιτούσαν με λαγνεία τα υπέροχα της μάτια και τα ροζ σακώδη της χείλη και πήγαινα λίγο ποιο κοντά της.

Σε αυτούς βασιζόταν η Νιάρα και όταν ήταν κοντά προλάβετε να βάλει το χέρι της διακριτικά στης τσέπες των παντελονιών τους και να τους πάρει ότι πολύτιμο είχαν χωρίς να το καταλάβουν και τα κρύβει με μαεστρία στης τσέπες από την φούστα τής.

Αρκέστηκε σε τέσσερα άτομα και τα χρήματα και τα ρολόγια που είχαν πάνω τους με αυτά θα μπορούσε να εξασφαλίσει την διαμονή της κάπου μακριά από την οικογένεια της για αρκετό καιρό σε ένα φθηνό πανδοχείο.
Στο οποίο πήγε άμεσος,ενώ είχε κατά νου να πει να πουλήσει και τα ρολόγια όταν θα ξέμενε.

"Καλημέρα σας ένα δωμάτιο θα ήθελα"είπε πλησιάζοντας στον πάγκο με τα κλειδιά.

Η κυρία του το είχε την κοίταξε με δισπιστεία. "Έχει να πληρώσεις;"
"Μάλιστα"της απάντησε με ευγενική φωνή και της έδωσε ένα ποσό που απώτη υπολόγισε με αυτά που είδε να γραφή η ταμπέλα θα έφταναν για μια εβδομάδα.

"Για μια εβδομάδα το θέλεις το δωμάτιο;"την ρώτησε με ύφος αποδοκιμαστικό.

"Θα δείξη"της απάντησε περνώντας το κλειδί από το γερασμένο χέρι τής.
Δεν πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα και την άκουσε να υποδέχεται έναν πελάτη με περίσσιο ενθουσιασμό που της κίνησε το ενδιαφέρον και γύρισε να κοιτάξει.
Ήταν ένας άνδρας με κουκούλα που φαινόταν να είναι τακτικός πελάτης.
"Τον αγαπη..."

"Τα κλειδιά μου και γρήγορα"της διέκοψε με αγενή τρόπο και άρπαξε τα κλειδιά που τα είχε ακουμπήσει πάνω στο πάσο.
Καλά να πάθει γιατί σε αυτήν του ήταν ευγενική της μίλησε απαίσια, ότι δίνεις περνάεις σε αυτήν την ζωή.

Τα βήματα του ήταν γρήγορο όμως όχι τόσο γρήγορα ώστε να μην διασταυρωθεί το βλέμμα του με της Νιάρα. Και να δη όλο τα πρόσωπο του ήταν σίγουρα κάτω από τριάντα ετών με μεγάλα μάτια στο χρώμα του φουντουκιού ξανθά μαλλιά και ολόισια μύτη και γενιά τριών ημερών.

Την προσπέρασε ενώ η Νιάρα κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της λέγοντας:"δεν πάει καθόλου καλά ο κόσμος"αυτήν της την έκφραση την άκουσε και ο άγνωστος άνδρας που σταμάτησε για καλαμάσματα του δευτερολέπτου και την κοίταξε ξανά πρίν εξαφάνιση στης σκάλες.

🌟🌟🌟

Dark CityWhere stories live. Discover now