Φαντάσματα

Start from the beginning
                                    

Την διαβάζω πια καλά μα ποτέ τέλεια. Ο τόνος της τρεμοπαιζε. Το ίδιο και το μάτι της. Δεν μπορώ να καταλαβω. Ποτέ δεν θα μπορέσω. Ποιος είναι ο καλύτερος ηθοποιός. Αν αυτό είναι διαγωνισμός νομίζω εγώ θα παραιτηθώ οικειοθελώς.. ο αυτοσχεδιασμός, το ψέμα με κούρασε, με μπουκωσε, με πνίγει.

Είδε πως δεν προχωράω και με έσπρωξε.
- Πάμε κάτω αγάπη μου να σε δει και ο πατέρας σου.
Το χαμόγελο της ευγενικό.

- Ναι μαμά. Πάμε.
Συναίνεσα για άλλη μια φορά και την ακολούθησα.

Φαγητά, καφέδες και χαμόγελα στο σαλόνι. Μαζεμένοι όλοι κοιτάνε που πλησιάζω, όσο οι δύο μεγαλύτεροι άντρες συζητάνε και ο Σωτήρης αμήχανα τους σιγοντάρει. "Χαιρέτα τον πατέρα σου παιδί μου" ακούω τη μη.. τη μάνα του Σωτήρη.

Εκείνος σηκώνεται. Τα χέρια του σαν αρπακτικό διάπλατα ανοίγουν και με τυλιγουν μέσα τους.

- Τι κάνεις κόρη μου;

τον ακούω και βγαίνω από τα χέρια του γρήγορα.

- Καλά είμαι. Θα μείνετε για φαγητό;

Ρωτω και ο πατερας του Σωτηρη με σταματά απότομα, λεγοντας πως είναι ντροπή και μόνο που ρωτάω. Φυσικα και θα κάτσουν εδω. Θα μοιραστούμε το ίδιο τραπέζι, θα ανταλλάξουμε κουβέντες και νέα σαν να γνωριζόμαστε από πάντα, λες και όλοι μας, όπως και ο γάμος μου με τον Σωτήρη, είναι φυσιολογικά.

Ετσι και έγινε κι εγώ υπάκουα καθόμουν στη γωνία μου. Δεν παρακολουθουσα τη συζητηση. Έρεε και διχως την ευγενή συμμετοχή μου. Ημουν καλα στον κοσμο μου ή εστω ετσι προσποιούμουν, ώσπου ο Σωτήρης ψιθυρίζοντας στο αυτί μου, επανέφερε τις αισθήσεις μου.

- Τι έχεις;

- Καλά είμαι.
Απαντώ δίχως να κουνηθώ απο τη θέση μου.

Βλεπω την πεθερά και την μάνα μου να μας κοιτάνε με μάτια που πετάν καρδούλες. Στον κόσμο τους.

Τον νιώθω τον Σωτήρη να με κοιτά επίμονα. Δεν καταλαβαίνει. Κανείς δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Το χέρι του παει να πιάσει το δικο μου κάτω απο το τραπέζι μα το μαζεύω.

Τον βλέπω να εκνευρίζεται. Σαν να θύμωσε που νοιάστηκε έστω και για ένα δεύτερο. Σπρώχνει ελαφρά το πιάτο του, παίρνει το βλέμμα του από εμένα και σβήνει καθε έκφραση από το πρόσωπό του.

- Με συγχωρείτε.

λεει και δεν προλαβαίνει να σηκωθεί όπως μπλέκω το χερι μου σφιχτά στο δικό του. Εμεινε στη θέση του κοκκαλωμένος.

Το ματ των ανόητωνWhere stories live. Discover now