Τι θέλει ένας άντρας;

Start from the beginning
                                    

Πρέπει να έχει περάσει ένα λεπτό.

Πέρασαν σίγουρα δύο λεπτά.

Πρέπει να πέρασαν πέντε λεπτά κι εμείς καθόμαστε στις ίδιες θέσεις. Απλα με κοιτά. Τα μάτια του ορθανοιχτα. Τόση ώρα μια φορά τα ανοιγοκλεισε.
Η ανάσα μου πια αργή μα η καρδιά μου τώρα άρχισε να χτυπά γρήγορα.
Εκείνος μόλις που καταφέρνει πια να κλείσει την πόρτα πίσω του και κάνει ένα βήμα κοντά μου.

- Τι προσπαθεις να κάνεις Νεφέλη;
Ρωτά και δεν πλησιάζει άλλο.

- Προσπαθώ να καταλάβω.. τι θέλει ένας άντρας.
Απαντώ.
Κλείνω τα πόδια μου και σηκώνομαι.
Γυρνώ πλάτη σε εκείνον και προκλητικά σκύβω για να πιάσω τα τακούνια μου.

- Θα μπορούσες να με πας στο σχολείο;
Τον ρωτώ, πάω να γυρίσω και βλέπω την πόρτα να κλείνει. Δυνατά την κοπανησε και ο δυνατός ήχος με έκανε να αναπηδήσω στη θέση μου.

- Υποθέτω θα πάω με τα όμορφα ποδαράκια μου.

Παίρνω το κινητό και απαντώ στο Μάνο.
" Μπορείς να με περιμένεις αν θες. Το αν θα έρθω εγώ.. ας είναι έκπληξη "

Αμέσως έρχεται η απάντηση του.
" Όμορφη έκπληξη; "
Ρώτησε και απάντηση δεν πήρε.
Θα έπρεπε να περιμένει.
Ότι και να γίνει δεν θα του δώσω τον έλεγχο.
Μπορώ όμως πάντα να τον αφήσω να νομίζει πως τον έχει.

..

Με το που πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα κατάλαβα πως κάτι είχε αλλάξει στον αέρα.
Τα κουτσομπολια άνθιζαν στο ιδιωτικό για τις χθεσινοβραδινες μου φωτογραφίες με τον μεγάλο επαγγελματικό αντίπαλο του συζύγου μου.
Το όνομα του Σωτήρη όλο και πιο τρανταχτά ακούγονταν στους διαδρόμους.
Αγόρια με κοίταζαν πονηρά και απο την άλλη τα γυναικεία βλέμματα διχάζονταν. Οι γυναίκες σαν περίεργα όντα χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Εκείνες που γεμάτες αγνό ενδιαφέρον και περιέργεια ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες κι εκείνες που γεμάτες αθώα αδιαφορία με κρυφοκοίταζαν με αποδοκιμασία.

Αρχίζουν να μου λείπουν οι μέρες που σαν φάντασμα κυκλοφορούσα στο δημόσιο.
Με τα φαρδιά ρούχα και άλλοτε τα φλοράλ σεμνά φορέματα με τον καλοτσακισμένο γιακά της κοπέλας που ήμουν τοτε.

Απορώ πότε ο ρόλος που υποδυομουν προσέγγιζε πιο πολύ τον πραγματικό μου εαυτό.

Έβαλα τα χέρια μου στα αυτιά μου, γύρισα την πλάτη στο πλήθος που μου απηύθυνε ερωτήσεις, κατηγορίες, ψέματα, υποψίες.
Απλά περίμενα παθητικά.
Ώσπου κι αυτό πέρασε.

Βγήκα από τη μεγάλη πόρτα του σχολείου πρώτη από όλους.
Στον δρόμο χαζεψα ένα από τα περιοδικά. Το πρόσωπο μου στο εξωφυλλο.
Μεταβιας με αναγνώρισα.

Τα πόδια μου με οδήγησαν έξω από το ξενοδοχείο του Μάνου.
Άνοιξα τα μηνύματα και ξαναδιάβασα τη συζήτηση μας.
Είχα αργήσει ήδη ένα μισάωρο.

Τα λόγια του Σωτήρη πέρασαν από το μυαλό μου.. 'Μεινε μακριά από τον Γεωργίου.'

Πληκτρολόγησα την καθυστερημένη απάντηση μου στον Μάνο και κάλεσα ταξί.
" Εκπληξη... "

Έφτασα σπίτι και μπήκα στο δωμάτιο μας. Ξάπλωσα στο ακόμα ανάστατο κρεβάτι του Σωτήρη.
Λόγος; Επειδή ήταν πιο κοντά. Επειδή θα τον εκνεύριζε. Επειδή το ήθελα.
Μια παύση, ένα διάλειμμα πριν όλα αρχίσουν γρήγορα να ξετυλίγονται.
Κοιμήθηκα εκεί.. ώσπου μια φωνή που δεν περίμενα να ακούσω γλυκά με καλούσε να ξυπνήσω.
Γιατί όμως να ξυπνήσω; Γιατί; όταν ξέρω πως αφού βγω από τα όνειρα με περιμένει ο εφιάλτης..;

Το ματ των ανόητωνWhere stories live. Discover now