24.

193 19 47
                                    

Αν φοβάσαι τη μοναξιά, μην παντρεύεσαι...

Άντον Τσέχωφ, 1860 - 1904, Ρώσος συγγραφέας

--------------------------------------------------------------


Οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν τα στόρια του μικρού γραφείου και ο Ερωτόκριτος μισάνοιξε τα βλέφαρα και αντίκρισε την αγαπημένη του να κοιμάται στο γυμνό στήθος του Υάκινθου που ταξίδευε στον κόσμο των ονείρων, γυρισμένος ανάσκελα με τα χέρια ανεβασμένα ψηλά στο στρώμα που η Πανωραία είχε τοποθετήσει στο πάτωμα, ώστε να κοιμούνται οι δυο τους χωρίς να ταλαιπωρούν τον ποιητή από το συνεχές ανεβοκατέβασμα στην κρεβατοκάμαρα - πλέον όμως οι δύο έγιναν και πάλι τρεις και ο Έρωτας κοιμόταν στο σπιτάκι του στην πίσω αυλή, κάνοντάς τον να ξυπνάει κάθε πρωί με την επιθυμία να βγει έξω, να τον αγκαλιάσει και να τον ταΐσει, μα κάθε μέρα, πριν σηκωθεί, τα μπλε του μάτια έκαναν βόλτες στο φωτεινό της πρόσωπο που όλο και γλύκαινε λόγω της εγκυμοσύνης αλλά και σε αυτό που ποιητή που με την αγάπη του και τον πλούσιο συναισθηματικά κόσμο του τον οδηγούσε σκαλί σκαλί στην αποδοχή κάθε του λάθους, φέρνοντάς τον όλο και πιο κοντά στη συγχώρεση του εαυτού του.

Κατεβάζοντας τα πόδια από το στρώμα, τα φώλιασε μες τις παντόφλες του και σηκώθηκε περπατώντας στις μύτες για να μην τους ξυπνήσει, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, φόρεσε τα παπούτσια του που καλύφτηκαν από τη φαρδιά πιτζάμα, και τότε άκουσε τη δόνηση του κινητού του που έτριζε πάνω στο τραπεζάκι και έτρεξε πατώντας την αποδοχή κλήσης:

''Σιγά, ρε μάνα!'' δυσανασχέτησε, ''Στείλε ένα μήνυμα πριν καλέσεις, θα μου τους ξυπνήσεις και είναι οι και οι δυο τους ερείπια, αμάν έκανα να τους κοιμίσω...'' συμπλήρωσε σκεπτόμενος τις αναγούλες της Πανωραίας και το πείσμα του Υάκινθου να περπατήσει.

''Κοιμάστε ακόμη, πουλάκια μου;'' ρώτησε η μητέρα του με ένταση στη φωνή.

''Εγώ όχι, αλλά... δεν κατάλαβα, λογαριασμό θα σου δώσουμε;'' αντιγύρισε ψάχνοντας με το βλέμμα για τα τσιγάρα του, ''Σου εξηγώ πως μου βγάλαν' την ψυχή για να χαλαρώσουν και να κοιμηθούν. Δεν έχουμε να χτυπήσουμε κάρτα, δόξα τω Θεώ Κυριακή είναι σήμερα, κανείς μας δε δουλεύει.''

''Καλά πουλάκι μου, δεν είπα και τίποτα. Απλά, μέρα που είναι, φαντάστηκα πως... θα είχατε ξυπνήσει.''

''Αχ! Δε θα συνεννοηθούμε ούτε σήμερα, γαμώ το σπ...''διαπίστωσε και έκανε μια παύση, βλέποντας την ταμπακιέρα στον πάγκο της κουζίνας, ''Μάνα, σου είπα, είναι Κυριακή, τι δεν καταλαβαίνεις;''

Βάλε φαντασία 2 : Τον... κλάψαμε τον μακαρίτηWhere stories live. Discover now