8.

188 20 71
                                    

Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.

Νίκος Καζαντάκης, 1883 - 1957, Έλληνας συγγραφέας

---------------------------------------------------------------------------

🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞


Το αεροπλάνο πετούσε κατά μήκος της θάλασσας. Τα γαλανόλευκα νερά που έβλεπε στο βάθος τη μάγευαν. Δεκαεφτά ώρες ταξίδι και σε λιγότερο από δέκα λεπτά θα έφταναν στον προορισμό τους. Η Χριστίνα δίπλα της είχε βάλει τον αυχένα της στο μαξιλάρι ύπνου και της κρατούσε το χέρι καθώς κοιμόταν. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δεν είδε τα πανέμορφα πράσινα μάτια της πέρα από τις πρώτες δύο ώρες μετά την απογείωσή τους από το Ελευθέριος Βενιζέλος.

Άκουσε την αεροσυνοδό να τους αναγγέλλει να δέσουν τις ζώνες τους γιατί σε λίγο θα  προσγειωνόντουσαν στο αεροδρόμιο του Άγιου Δομίνικου στην Καραϊβική° ένα ταξίδι που ποτέ δε θα διένυε αν οι αλλαγές δεν κεραυνοβολούσαν τη ζωή της. Έριξε άλλη μια ματιά στο παράθυρο δίπλα της και είδε τη θάλασσα, σαν ένα κομμάτι γυαλί, να αντανακλά τα λιγοστά σύννεφα. Ήταν σαν να έβλεπε όνειρο, όχι όμως σαν αυτό που είδε το βράδυ... σε αυτό έκανε έρωτα στην καλύτερή της φίλη και... ίσως ήταν ομορφότερο από αυτό έβλεπε με τα μάτια ανοιχτά.  

"Συγχώρα με, Κύριε", έκανε τον σταυρό της και κοίταξε τη Χριστίνα. Κοιμόταν τόσο γλυκά με το στοματάκι της ελαφρώς ανοιχτό, τα μαλλάκια της τα ανακατεμένα και το κορμί της που... "Θου Κύριε... " ψέλλισε. Μα τι είχε πάθει; Ένιωθε σαν να είχε μεταμορφωθεί σε ένα άτομο που ποτέ της δε γνώριζε. Ήθελε να γευτεί τα χείλη και το κορμί της σαν κολασμένη. Ένωσε με δύναμη τα μπούτια της, σταυροκοπήθηκε για ακόμα μια φορά και χάιδεψε τα κόκκινα μαλλιά της, "Τινά μου ξυπνά, φτάσαμε φιλενάδα!" της είπε γεμάτη ενθουσιασμό.

''Κι εγώ φτάνω...'' σιγοψιθύρισε με λάγνα φωνή μισανοίγοντας τα μάτια, ''Δώσε μου ένα λεπτάκι!'' συνέχισε σχεδόν παρακλητικά και ένας έντονος αναστεναγμός βγήκε από τα σωθικά της, ένας αναστεναγμός που έκανε την ίδια να δαγκώσει δυνατά το κάτω χείλος της και τους επιβάτες δίπλα τους να στρέψουν εκστασιασμένοι τα βλέμματά τους πάνω τους.

Η Τασία γέλασε, της έδεσε τη ζώνη και έπιασε τα μάγουλά της στρέφοντας το πρόσωπο της στο δικό της. "Άνοιξε τα μάτια σου", της είπε το ίδιο αισθησιακά κοιτώντας τα κόκκινα χείλη της σαν δυο ώριμες φράουλες, έτοιμη να τις δαγκώσει με δύναμη.

Βάλε φαντασία 2 : Τον... κλάψαμε τον μακαρίτηUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum