13.

200 19 52
                                    

Με νόμισες παλίρροια και ήμουν κατακλυσμός.

Βίκτωρ Ουγκώ, 1802 - 1885, Γάλλος συγγραφέας

-----------------------------------------------------------------

Το βασανισμένο από την αφαγιά και τα καπρίτσια κορμί του ίσιωσε πάνω στο ξεσκισμένο στρώμα, τα θολωμένα μάτια του ανέβηκαν στο ξεθωριασμένο ταβάνι, ο πονοκέφαλος γινόταν αφόρητος στο πέρασμα του χρόνου και οι σταγόνες του νερού έπεφταν αργά στο πάτωμα από κάποιο σημείο στο βάθος του εξωτερικού διαδρόμου και τρυπούσαν τα αφτιά του περισσότερο κι από την υγρασία που θαρρείς έσκαβε την επιδερμίδα του, φτάνοντας ως τα κόκαλά του... αλλά δε θα παρέδιδε τόσο εύκολα τα όπλα.

Από λεπτό σε λεπτό, το μεγαλύτερο και πιο πανούργο σχέδιό του θα έμπαινε σε εφαρμογή... Κανείς από όσους τον πρόδωσαν δε θα γλίτωνε από τον θυμό και την απογοήτευση της τραυματισμένης ψυχής του. Οι γδούποι από τις αρβύλες των ''λαδωμένων'' αστυνομικών τον έκαναν να σταθεί στα πόδια του. Διέγραψε δυο τρεις φορές, πάνω κάτω, τη διαδρομή του μακρόστενου δωματίου και κάθισε στο ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του που γκρίζαραν μέσα σε μόλις τρεις μήνες. 

Τα βήματα σταμάτησαν έξω από το κελί του, κι εκείνος συγκέντρωσε τις δυνάμεις και τις σκέψεις του στον επόμενο στόχο. Η πόρτα του κελιού άνοιξε τρίζοντας, και τα όργανα της τάξης τον ενημέρωσαν πως είχε μόνο δέκα λεπτά στη διάθεσή του, κάτι σαν τα δέκα χιλιάρικα που του είχαν απομείνει στην τράπεζα κι αυτό γιατί τα διατήρησε σε έναν κρυφό λογαριασμό ώστε να μην κινήσει υποψίες στην εφορία ότι ήταν βαμμένα μαύρα. Όλα έμοιαζαν να έχουν μικρή διάρκεια, μα ήλπιζε πως μέσα σε αυτά θα πρόσθετε τη γρήγορη αποφυλάκισή του.

Ο μελαχρινός επισκέπτης του προσπέρασε τους ένστολους και μπήκε στο κελί με την περιέργεια να οργιάζει στα μαύρα του μάτια... Ποιος ήταν και τι ήθελε από εκείνον; Τόσα χρόνια είχε καταφέρει να μην περάσει ούτε έξω από τη μεγάλη σιδερένια πύλη της φυλακής και τώρα ήταν πίσω από τα κάγκελα με την πόρτα κλειστή πίσω του και τους ένστολους να του λένε με αυστηρότητα πως έχει δέκα λεπτά.

Τα κοντά, μαύρα μαλλιά του ήταν σγουρά και μερικές πιο μακριές τούφες έπεφταν στο μέτωπό του, ενώ το μπλε κουστούμι με το φλοράλ πουκάμισο του έδιναν το ύφος του Λατίνου Καζανόβα. Λογικό, μιας και ήταν μίσος Έλληνας από τη μάνα του και μίσος Ισπανός από τον πατέρα του.

Βάλε φαντασία 2 : Τον... κλάψαμε τον μακαρίτηDär berättelser lever. Upptäck nu