Κεφάλαιο 17

483 40 160
                                    


Και να μαι πάλι. Στην οδό Πριβετ, στο δεύτερο δωμάτιο του Νταντλι, να βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, στην μέση ενός εφιάλτη. Χτυπάω τα πόδια μου στο στρώμα, γυρίζω το κεφάλι μου από εδώ και από εκεί, ενώ ένας κρύος ιδρώτας με λούζει. Οι ανάσες μου έχουν γίνει πιο βαθιές και γρήγορες, σαν να πνιγομαι και να ζητάω οξυγόνο. Δάκρυα εμφανίζονται και πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Αυτός ο εφιάλτης δεν είναι ένα συνηθισμένο παιχνίδι της φαντασίας μου, αυτός ο εφιάλτης είναι αναμνήσεις, πικρές αναμνήσεις από την προηγούμενη χρονιά.

Βλέπω τον Ντράκο Μαλφοι να με αποχαιρετά και να φεύγει τρέχοντας προς το πλήθος. Και ύστερα βρίσκομαι έξω, στο προαύλιο με τα παιδιά που ζητωκραυγαζουν και γελούν. Τα χαμόγελα στα πρόσωπα του Ρον και της Ερμιόνης ήταν πολύτιμα. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε και στο δικό μου χείλος, αλλά εξαφανίστηκε αμέσως. Μεταφέρομαι σε μια άλλη σκηνή. Βρίσκομαι στο υπουργείο μαγείας και τρέχω, εγώ και ο Ρον, η Ερμιόνη, η Λούνα, ο Νέβιλ και η Τζίνι. Τρέχουμε να σωθούμε. Κλείνω τα μάτια μου, θυμάμαι τα λόγια της Ερμιόνης.

"Χάρι όχι, δεν μπορείς να πας, μπορεί να είναι κάποια παγίδα"

"Το ξέρω Ερμιόνη, αλλά… είναι η μόνη οικογένεια που θα έχω ποτέ μου…"

Σκιές παντού μαύρες σκιές πετούν στον ουρανό. Η προφητεία να βρίσκεται στα χέρια μου και εγώ να τρέχω να σωθώ. Τότε ξαφνικά ένα φως ελπίδας, οι μαύρες σκιές άρχισαν να περιπλέκονται με άλλες, πιο φωτεινές, με χρυσή λάμψη. Αχ μακάρι να μην ερχόταν ποτέ αυτό το κύμα βοηθείας. Ήθελα χίλιες φορές να πεθάνω από το να συμβεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ραβδιά, αστραπές, φωνές, ξόρκια, παντού. Οι Θανατοφάγοι, το Τάγμα του Φοίνικα, οι μαθητές του Χόγκουαρτς.

Νιώθω το κορμί μου να τρέμει κάτω από το λεπτό πάπλωμα που με σκεπάζει καθώς μόνο ομιλίες εμφανίζονται στο μυαλό μου.

"Καλό Τζέιμς"

"Και τώρα, θέλω να φύγεις"

"Χάρι πάρε την προφητεία και τον Νέβιλ!"

"Χάρι μάζεψε τους άλλους και φύγετε"

Και τότε συνέβη…

Η καρδιά μου σταματάει, προσπερνάει έναν σφυγμό καθώς ακούω ξανά αυτήν την τελευταία φράση.

"Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα καλύτερο;"

Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, ο λαιμός μου στέγνωσε.

"ΣΕΙΡΙΕ!"

"Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, Χάρι…"

"Βγάλτε τον, σώστε τον, μόλις έπεσε!"

Το ημερολόγιο του Ντράκο ΜαλφοιМесто, где живут истории. Откройте их для себя