My Heaven

By -YoursKat

696K 59.5K 33.3K

×Όπου ο Βασιλιάς της αδιαφορίας αποφασίζει να ενδιαφερθεί για τη Βασίλισσα της αμηχανίας.× ×theme songs: look... More

Λεπτομέρειες Ιστορίας.
My Heaven
1.01
1.02
1.03
1.04
1.05
1.06
1.07
1.08
1.09
1.10
1.11
1.12
1.13
1.14
1.15
1.16
1.17
1.18
1.19
1.20
1.21
1.22
1.23
1.24
1.26
1.27
1.28
1.29
1.30
1.31
1.32
1.33
1.34
1.35
1.36
2.01
2.02
2.03
2.04
2.05
2.06
2.07
2.08
2.09
2.10
2.11
2.12

1.25

11.3K 1.2K 416
By -YoursKat

(τραγούδι: Red Hot Chili Peppers - Scar Tissue)

(Μην ξεχνάμε πόσο αρέσουν στον Ορφέα οι Red Hot Chili Peppers, κρίμα είναι) 

Για όσους το διαβάζετε ξανά και έχετε κάνει παράληψη τα προηγούμενα κεφάλαια όπου εξηγώ δύο τρία πράγματα, θα έχω αυτό το κείμενο πάνω από κάθε κεφάλαιο μέχρι να ανεβάσω ξανά ολόκληρη την ιστορία. Ναι βρίσκεσαι στο σωστό μέρος (λογικά, ελπίζω). Θέλω επίσης να τονίσω ότι ο λόγος που άλλαξα τα ονόματα είναι καθαρά προσωπικός, δεν έχει να κάνει με τίποτε άλλο. Συγγνώμη αν αυτό προκαλεί μπέρδεμα. Επίσης τα νέα ονόματα κρύβουν και πολύ ωραίες σημασίες για όποιον θέλει να τις ψάξει. Όπου βλέπεις:

Ίρις = Άντα
Ορφέας = Πέτρος
Μίλτος = Μίλτος (σταθερή αξία)
Πάρης = Κυριάκος
Ιωάννα = Άννα
Ερμιόνη = Έφη

Να σημειωθεί ότι έχουν συστηθεί χαρακτήρες και για τον απλό λόγο ότι είναι καινούριοι δεν αναφέρονται στο παραπάνω μήνυμα. Ευχαριστώ τους παλιούς αναγνώστες που επέστρεψαν κι ελπίζω να σας αρέσει και να μην σας έχω μπερδέψει πολύ. Καλή ανάγνωση!

Ελπίζω να σας αρέσει το κεφάλαιο!

*πάμε πάλι δυναμικά*

ΟΡΦΕΑΣ

«Ήρθα», είπε η Μάνια βγάζοντάς με απ' τις σκέψεις μου.

Δικιά της ιδέα ήταν να κάτσουμε λίγο στην παραλία να χαλαρώσουμε, αυτό όμως που δε μου άρεσε ιδιαίτερα ήταν ότι πήγε να πάρει κι άλλο αλκοόλ. Δεν πρόκειται να κρίνω τις επιλογές κανενός, το πρόβλημα είναι καθαρά δικό μου που δεν μου αρέσει να είμαι μόνος μου με ανθρώπους σε τέτοια κατάσταση.

Μιλούσαμε γι' αρκετή ώρα για το πως είναι τα πράγματα από τότε που έφυγε στο νέο της σπίτι. Για το πως πάει το φροντιστήριο και η προετοιμασία για τις πανελλαδικές. Για το αν άλλαξε κάτι στις δικές μου συνθήκες. Καμία αλλαγή όσον αφορά εμένα. Μόνο μια κοπέλα να μου κάνει το κεφάλι πουτάνα.

Και μετά πέταξε μια πολύ ωραία βόμβα: «Μου έλειψες πολύ ρε Ορφέα».

Δεν της απάντησα γι' αρκετή ώρα. Γενικά δεν ήμουν και η καλύτερη παρέα αυτή τη στιγμή και η αλήθεια είναι πως η σχέση μου με τη Μάνια είναι λίγο περίεργη το τελευταίο χρονικό διάστημα. Τη γνώρισα πολύ μικρός όμως αρχίσαμε να κάνουμε παρέα χρόνια αργότερα επειδή είχαμε κοινούς γνωστούς. 

Και πριν φύγει για Κρήτη πέρυσι είχαμε πει κάποια πράγματα που τώρα αρχίζω να τα μετανιώνω πολύ. Προφανώς και μου άρεσε η Μάνια όταν τη γνώρισα, όμως είμαι πολύ ξεκάθαρος στο γεγονός ότι έχω τα δικά μου ψυχολογικά να λύσω και μέχρι τότε δε θα κάνω σχέση. Δεν θα κλειστώ σε μοναστήρι, όμως δε θέλω να ρισκάρω να γίνω ο πατέρας μου.

Το πρόβλημα είναι πως η Μάνια το έβλεπε διαφορετικά και δε την αδικώ, απλώς της εξήγησα ότι δεν υπάρχει λόγος να συμβιβάζεται μαζί μου αφού κάλλιστα μπορεί να βρει κάτι καλύτερο και κάτι πιο υγιές.

Όταν είχαμε προσπαθήσει να δούμε το μεταξύ μας σ' ερωτικό επίπεδο νομίζω μπέρδεψα το φιλικό με όλο το υπόλοιπο κομμάτι. Νοιαζόμουν τόσο πολύ για τη Μάνια και το θεώρησα επόμενο να γίνει κάτι μεταξύ μας γιατί δεν είχα κάποιον άλλον άνθρωπο που να μ' ενδιαφέρει τόσο.

Επίσης με είχε βοηθήσει σε πολλές άσχημες καταστάσεις. Μετά απ' τον αδελφό μου και τον Μίλτο, ήταν ο άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για 'μένα και οι δικές μου αλήθειες δε λέγονται εύκολα. Τώρα καταλαβαίνω ότι τα είχα συνδυάσει λάθος στο κεφάλι μου.

Στο μεταξύ αποφάσισα να εξουθενώνω τον εαυτό μου αφενός για να μην είμαι σπίτι και αφετέρου για να κοιμάμαι τα βράδια. Όταν είμαι κουρασμένος απλώς πέφτω στο μαξιλάρι και τέλος. Αντιθέτως, όταν δεν νιώθω πεθαμένος στο τέλος της μέρας μου είναι δύσκολο να κλείσω το σύστημα στο κεφάλι μου. Όλο αυτό σε συνδυασμό με την υπνική παράλυση δεν με βοηθάει και ιδιαίτερα.

Ο μόνος τρόπος να περάσω στην Καλών Τεχνών είναι αυτός. Να δουλεύω για να πληρώνω όσες ώρες μπορώ από ιδιαίτερα σε σχέδιο που είναι πιο ακριβά κι αυτό αριστερό μου νεφρό, να κάνω μποξ για να ηρεμώ και να κερδίζω χρήματα από διαγωνισμούς και στο μεταξύ να προσπαθώ να πάρω τουλάχιστον έναν μέτριο βαθμό στο απολυτήριο. Μερικοί καθηγητές είναι λογικοί άνθρωποι και δεν περιμένουν τρελά πράγματα.

Με λίγα λόγια απλώς κουράζομαι τόσο πολύ σωματικά που δεν έχω χρόνο να κουραστώ ψυχικά.

Κοίταξα το ρολόι μου και κατάλαβα ότι είχαμε ήδη αργήσει πολύ και της είπα: «Έλα, πρέπει να φύγουμε».

«Δεν θέλω να πάω σπίτι. Θα με σκοτώσει η μάνα μου αν με δει έτσι», μου είπε και την κράτησα απ' τα μπράτσα για να μη σκοτωθεί στα βότσαλα. 

«Και τί να σε κάνω τώρα, μου λες;»

Εκείνη χαμογέλασε και δε μου άρεσε η τροπή που έπαιρνε η συζήτηση. «Πάμε σπίτι σου; Όπως παλιά;»

Νομίζω μάγκωσα λίγο όμως μετά της είπα: «Ξέρεις την κατάσταση με τον πατέρα μου—»  

Πήγε να με φιλήσει και έστριψα το κεφάλι μου για να πάει στο μάγουλο. «Δε μου απαντούσες στα μηνύματα όπως παλιά και δε ξέρω τι έχω κάνει».

«Τίποτα δεν έχεις κάνει απλώς με τη δουλειά και το διάβασμα δεν έχω πολύ χρόνο», της είπα με όση περισσότερη ειλικρίνεια μπορούσα.

«Δεν αναρωτήθηκες ποτέ αν—» 

«Όχι», τη διέκοψα αμέσως. Θα δω αν ο πατέρας μου είναι σπίτι. Αν δεν είναι θα τη βάλω στο δωμάτιό μου να ξαπλώσει κι εγώ θα πάω στον καναπέ.

«Εγώ το σκέφτομαι συχνά», μου είπε καθώς ερχόταν πιο κοντά μου. Ποτέ δεν ήταν έτσι η Μάνια, ακόμα κι όταν έπινε δεν ήταν έτσι. Εκείνη έκλεισε στα χέρια της τον λαιμό μου. 

Της τα έβγαλα επί τόπου. «Σε παρακαλώ, μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση», της είπα προσπαθώντας να βρω τα κλειδιά της μηχανής αλλά δεν ήταν στην τσέπη μου. 

Να μου έπεσαν πουθενά;

«Δηλαδή αν—»

«Αλήθεια, δεν το έχω σε τίποτα να πάρω τους δικούς σου τηλέφωνο. Το έκανα με τον Νικόλα, θα το κάνω και μ' εσένα», της είπα για να σταματήσει να φέρεται περίεργα. «Τους είπες που είσαι ή θα πεθάνουν οι άνθρωποι απ' την αγωνία τους;»

«Τους είπα είμαι μαζί σου», μουρμούρισε κοιτώντας τα βότσαλα.

«Ωραία», είπα αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε σχεδόν πάνω μου. «Όχι τόσο ωραία τελικά. Άκου, θέλω να πάω να κοιμηθώ, έλα».

Τα κλειδιά ήταν στο μπουφάν και όχι στο παντελόνι μου. Δεν είμαι καλά μάλλον, ο εγκέφαλος αποφάσισε να πάρει άδεια και να λειτουργώ στον αυτόματο πιλότο.

«Σε είδα πως την κοιτούσες όταν ήσασταν έξω. Και την είδα πως σε κοιτούσε όταν χόρευες το ζεϊμπέκικο», είπε χαμηλόφωνα.

Νομίζω δεν είχα απαντήσει πιο γρήγορα στη ζωή μου: «Πώς με κοίταζε δηλαδή;»

Με χτύπησε στη στέρνο κι εγώ πνίγηκα. «Να αυτό λέω!» Δεν ήταν κανείς εδώ, ευτυχώς γιατί θα είχαμε σηκώσει όλη την παραλία.

«Απλά σε βλέπω τελείως φιλικά. Δηλαδή πιο φιλικά κι απ' τον αδελφό μου», της είπα μετά από λίγο λες και εξηγούσα σε πεντάχρονο ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης.

«Πότε συνέβη αυτό;»

«Από τότε που αποφασίσαμε να μείνουμε φίλοι. Το θέμα μεταξύ μας έχει λήξει και δεν έχω σκοπό να το ανοίξω ξανά», της εξήγησα βάζοντας τα χέρια μου στους ώμους της για να την απομακρύνω από πάνω μου. Κυριολεκτικά δεν παίρνει από λόγια και δε ξέρω τι μπορώ να κάνω για να συνέλθει. Αν ήταν ο Νικόλας μπορεί να τον έριχνα στη θάλασσα. «Πάμε να φύγουμε, να δεις που θα κοιμηθείς και θα νιώσεις καλύτερα».

🎨

«Μην κάνεις θόρυβο. Κοιμήσου εντάξει;» ψιθύρισα καθώς τη σκέπασα.

Μόνο τα παπούτσια της έβγαλα για να μην κοιμηθεί μ' αυτά και απλώς έστρωσα ένα σεντόνι πάνω απ' τα σκεπάσματα για να το βάλω για πλύσιμο κατευθείαν.

«Θα μου φέρεις λίγο νερό;» μουρμούρισε έχοντας απλωθεί σαν αστερίας στο κρεβάτι μου.

«Γαμώ την τύχη μου», είπα μέσα απ' τα δόντια μου. «Μην κουνηθείς», της είπα ενώ παράλληλα κατευθυνόμουν προς την κουζίνα.

«Γύρισες βλέπω», άκουσα τη φωνή του μου αλλά αποφάσισα να τον αγνοήσω. Έστω για λίγο. Δε μπορούσε ν' αρθρώσει καλά καλά οπότε δεν ζούσα κάτι καινούριο. Μόλις είχε έρθει απ' το στέκι του, το οποίο το έχει κάνει χρυσό με τα ποσά που ξοδεύει κάθε βράδυ.

Ήρθε πίσω μου και κοπάνησε μία κορνιζαρισμένη φωτογραφία πάνω στον νεροχύτη. Ήταν της μητέρας μου με τον Ανδρέα. «Κοίτα πόσο όμορφη ήταν», ξεκίνησε όπως κάθε φορά. Άρχισε να κλαίει αλλά, το κλάμα του πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε θυμό όταν μ' αντικρίζει. 

«Γιατί της μοιάζεις; Δεν αξίζεις να της μοιάζεις. Εκείνη ήταν... Ένας άγγελος ήταν. Εσύ της ρούφηξες την ψυχή».

Δεν έχει βαρεθεί δεκαοχτώ χρόνια να κάνει τα ίδια και τα ίδια; Πραγματικά θέλω να τον ρωτήσω αυτό.

Όταν ήταν στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της πήγαν με τον πατέρα μου μία εκδρομή. Ο Ανδρέας είχε μείνει με τη θεία μας γιατί είχε σχολείο. Ένας μεθυσμένος οδηγός πήγαινε κόντρα στο ρεύμα κι όταν τρακάρανε η μητέρα μου δε φορούσε ζώνη. 

Στο νοσοκομείο πριν μπουν στο χειρουργείο ρώτησαν εκείνη και τον πατέρα μου για το ποιον θα πρέπει να διαλέξουν αν τεθεί ζήτημα επιλογής. Ο πατέρας μου προφανώς δε θα έβαζε ένα αγέννητο μωρό πάνω απ' τη γυναίκα της ζωής του. Τελικά, δυστυχώς για όλους μας, η μάνα μου δεν τα κατάφερε, αλλά, ενώ στην αρχή δεν ανέπνεα οι νοσοκόμες είπαν ότι ήταν θαύμα ότι επέζησα. 

Ακόμα κι αν υπάρχει Θεός που με κράτησε ζωντανό, δε βλέπω το νόημα μέχρι τώρα. Δε ξέρω, μπορεί να φταίει ότι έχω σταματήσει να ελπίζω σε πολλά πράγματα.

«Δεν ξέρεις πως είναι να χάσεις κάποιον που αγαπάς τόσο πολύ. Το μόνο που μου άφησε είναι πόνο, θλίψη κι άχρηστα παιδιά».

«Πήγαινε να ξεκουραστείς. Σε παρακαλώ», του είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα. Ήρθε ακριβώς δίπλα μου και μου έσφιγγε τόσο πολύ τα μπράτσα που ήξερα ότι αύριο θα είχα μελανιές. 

Ένας άλλος λόγος που κάνω μποξ: εύκολη δικαιολογία για τα χτυπήματα που μου αφήνει ο πατέρας μου.

«Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω. Είναι στα όνειρά μου το καταλαβαίνεις; Νομίζω πως την έχω αγκαλιά κι ανοίγω τα μάτια μου κι εκείνη εξαφανίζεται. Πόσα χρόνια έχουν περάσει κι εσύ δεν έχεις μάθει τίποτα», συνέχισε γελώντας. Άφησε τα χέρια μου κι εγώ κατέληξα να πίσω μία γουλιά απ' το νερό που κρατούσα για τη Μάνια.

«Πήγαινε να ξαπλώσεις», του είπα ήρεμα. Θέλω να κάνω εμετό μόνο και μόνο που μυρίζω το αλκοόλ πάνω του.

«Εσύ φταις. Κι εγώ που δε σε άφησα στον δρόμο. Εύχομαι ν' αγαπήσεις κάποιον τόσο πολύ αλλά να μη σ' αγαπήσει αυτή. Δεν αξίζεις την αγάπη κανενός», ψιθύριζε σχεδόν παρανοϊκά. «Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ήθελα και δεύτερο παιδί. Το ένα δεν μου έφτανε, ήθελα και δεύτερο, ο μαλάκας».

Προσπάθησα να πάω στο δωμάτιό μου αλλά μπήκε μπροστά μου συνεχίζοντας: «Μου πήρες αυτό που αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο. Γιατί; Είσαι εσύ πιο ιδιαίτερος από εκείνη; Δεν είσαι παιδί εσύ. Βάσανο είσαι γιατί κάθε μέρα μου τη θυμίζεις μ' αυτά τα μάτια και τα μαλλιά και ότι ζωγραφίζεις. Κάθε μέρα μου τη θυμίζεις...»

«Σε παρακαλώ, ας τ' αφήσουμε εδώ».

«Όχι πες μου σε παρακαλώ! Γιατί; Και μην πεις ότι εσύ πονάς! Δεν τη γνώρισες ποτέ! Δεν έχεις το δικαίωμα να πονάς. Αμφιβάλλω αν στεναχωριέσαι καθόλου που δεν είναι εδώ», συνέχισε αρπάζοντας ένα απ' τα μπουκάλια που είχε στο ράφι στο διάδρομο. «Γεννημένος δολοφόνος είσαι».

«Σταμάτα επιτέλους», είπα έντονα αλλά χαμηλόφωνα.

«Θα μπορούσα να το σπάσω πάνω σου», είπε δείχνοντας το μπουκάλι. «Αλλά δε θέλω να ηρεμήσεις τόσο εύκολα. Δε θέλω να τη δεις πριν από 'μένα».

Μόλις τον άκουσα ν' απομακρύνεται, πήγα ξανά στον νεροχύτη κι άρχισα να ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου. Φτηνά τη γλίτωσα σήμερα. Έτσι όπως κρατούσα το ποτήρι μου γλίστρησε απ' τα χέρια κι έσπασε.

Γέμισα ένα άλλο για να πάω στη Μάνια και πήγα στο δωμάτιό μου όπου και την είχα αφήσει και ακούμπησα το ποτήρι στο κομοδίνο. Απ' ότι φαίνεται την είχε πάρει ήδη ο ύπνος.

Πήρα απ' το ντουλάπι μου ένα κουβερλί και κάτι σεντόνια για να τα κάνω μαξιλάρι γιατί δε θα πάω στο δωμάτιο του πατέρα μου απλώς για σκεπάσματα.

Το έφτιαξα όσο πιο καλά μπορούσα και ήταν σχετικά άνετος για καναπές αλλά και πάλι δε μπορούσα να κοιμηθώ. Είναι λες και το μυαλό μου έχει σκόρους, πάντα κάτι τρώει το μέσα μου και δε ξέρω πως να το σταματήσω.

🎨

Άκουγα και το κουδούνι και κάποιον να βαράει την πόρτα λες και θέλει να την σπάσει.

Ποιος στο διάολο είναι την κοινωνία μου μέσα;

Με τον φόβο μην ξυπνήσει ο πατέρας μου και δει το χάλι που έκανα χτες στον νεροχύτη, πετάχτηκα και έτρεξα προς την πόρτα, στο μεταξύ χτύπησα και το πόδι μου στη γωνία απ' το τραπέζι του σαλονιού. 

Ανοίγω την πόρτα με μισάνοιχτα μάτια και βαριεστημένη κορμοστασιά. Ο Ήλιος σχεδόν με τύφλωσε και ήθελα να πάω ξανά να κοιμηθώ. Θέλω το κρεβάτι μου αλλά αυτό είναι κατειλημμένο οπότε για τώρα θέλω τον καναπέ μου. Ακόμα δεν ξύπνησα και κυριότερο, δεν ήπια καφέ, κι άρχισαν τα παρατράγουδα.

«Πώς είσαι έτσι ρε;» άκουσα την επικριτική φωνή του Μίλτου που μάλλον θ' αναφέρετε στο γεγονός ότι δεν φορούσα και πολλά ρούχα. 

Εγώ μπήκα στο δωμάτιο για να πάρω πιτζάμες αφού έφτιαξα το κρεβάτι μου και η Μάνια είχε αποφασίσει να... Βολευτεί τέλος πάντων χωρίς πολλά ρούχα οπότε μία που άνοιξα την πόρτα και μία που την έκλεισα. Δεν με νοιάζει όμως, θέλω να κοιμηθώ οπότε αν δεν γουστάρει, έχει την άδεια για να φύγει.

«Τί; Θέλεις να βάλω κουστούμι και γραβάτα για τη χάρη σου;» του είπα τρίβοντας τα μάτια μου.

«Κανένα παντελόνι θα ήταν μια χαρά. Έχουμε και κοπέλες».

Τί κοπέλες; Ποιες κοπέλες;

Ανοίγοντας αμέσως τα μάτια μου, πανικός με κατέβαλε όταν είδα την Ίρις και την Ερμιόνη. 

Γίναμε. Τώρα μάλιστα.

Άφησα την πόρτα ανοιχτή όσο πήγαινα προς τον καναπέ για να βρω τα χτεσινά μου ρούχα. Περιττό να πω ότι μέσα σε μισό λεπτό ήμουν πλήρως ντυμένος αλλά ακόμα νύσταζα τόσο που δε νομίζω ότι ήμουν παρόν στη συζήτηση.

«Κοιμόσουν;» με ρώτησε ο φίλος μου κι εγώ σήκωσα το φρύδι μου.

«Όχι, το έπαιζα νεκρός για να μου φέρετε λουλούδια. Τί ρωτάς ρε μαλάκα;» του είπα κάνοντας μασάζ στο μέτωπό μου μπας και ηρεμήσω. «Κάν' τε ησυχία, κοιμάται ο πατέρας μου».

Μετά μου ήρθαν στο μυαλό όλα όσα έγιναν εχθές με τη Μάνια. Για να είμαι ειλικρινής μετά απ' όσα έγιναν, δεν θέλω καθόλου να τη δω. Δεν έχω όρεξη να κάνω σοβαρές συζητήσεις όταν στο σαλόνι μου γίνεται πάρτι για το οποίο κανένας δεν μ' ενημέρωσε, στο άλλο δωμάτιο είναι ο πατέρας μου ο οποίος δεν είναι και πολύ ευδιάθετος και στο μεταξύ εγώ δεν έχω πιει καν καφέ.

Ζω ένα δράμα, με όλη την έννοια της φράσης.

«Θέλετε καφέ;» τους ρώτησα την ίδια στιγμή που άκουσα τη φωνή της Μάνιας: «Ωπ, δεν ήξερα ότι είχαμε παρέα!»

 Όλα τα κεφάλια – μαζί και το δικό μου γύρισαν να την κοιτάξουν.

Αυτό μάλιστα.

Τώρα που γίναμε όλοι μία ωραία παρέα μπορεί να συνεχιστεί πολύ καλά η μέρα μας.

Δεν αντέχω άλλο. Όλοι μου δημιουργούν πονοκέφαλο. Θα πάω να ζήσω σ' ένα βουνό μακριά απ' όλους. Η βουκολική ζωή μια χαρά μου ακούγεται τώρα. 

Ευτυχώς είχε βάλει τα χθεσινά της ρούχα. Πάλι καλά.

«Τώρα θα έφερνα καφέ αλλά δεν ήξερα πως θα ερχόντουσαν και τα παιδιά να έφτιαχνα κι άλλους», είπε αφήνοντας ένα ποτήρι μπροστά μου αλλά εγώ το έδωσα στον Μίλτο γιατί η Μάνια δεν φτιάχνει και τον καλύτερο καφέ.

Και μ' αυτό εννοώ ότι προτιμώ να βάλω χώμα σε εσπρεσιέρα και να το πιω.

«Δεν πειράζει», τη σταμάτησε η Ερμιόνη σηκώνοντας το χέρι της σαν τροχονόμος. «Αν πίναμε καφέ τώρα πολύ φοβάμαι ότι θα τον ξερνούσαμε πάνω σου», είπε γελώντας. «Πλάκα κάνω μωρέ!»

Ξέρω την Ερμιόνη. Δεν έκανε πλάκα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί αντιπαθούσε τόσο τη Μάνια.

Η Μάνια κάθισε ακριβώς δίπλα μου αλλά εγώ έκανα μία θέση πιο πέρα. Ξαφνικά όλοι κοντά μου θέλουν να είναι. Μία ο Νικόλας, μία η Μάνια. Δε ξέρω τι κάνω λάθος.

«Μάζεψα κάτι γυαλιά στον νεροχύτη», είπε η Μάνια κι εγώ απλώς κούνησα το κεφάλι μου. Θέλω να φύγουν όλοι απ' το σαλόνι μου και θέλω καφέ.

«Δεν έπρεπε αλλά ευχαριστώ», απάντησα χωρίς καν ν' ανοίξω τα μάτια μου κανονικά.

Η Ίρις με κοιτούσε ανήσυχη, λες και προσπαθούσε να δει αν είμαι καλά. Πολλές φορές με διαβάζει χωρίς να το ξέρει και το κάνει και πολύ εύκολα. Άκρως εκνευριστικό όταν έχεις ξοδέψει χρόνια χτίζοντας τοίχους και μετά έρχεται ένας και μπαίνει απ' την πόρτα λες και δε τους βλέπει.

«Το κεφάλι μου πονάει τόσο πολύ», γκρίνιαξε η Μάνια.

«Εγώ στο είπα να μην πίνεις τόσο», της είπα φτιάχνοντας τα σεντόνια για να βολευτώ.

«Τί είναι αυτά;» ρώτησε ο Μίλτος αναφερόμενος στο μαξιλάρι και την κουβέρτα πάνω στον καναπέ. Ήθελε να ψαρέψει για τα χθεσινά η μουσίτσα.

«Κάποια», είπα κοιτώντας τη Μάνια η οποία έκανε πως δεν ακούει, «Έκανε κατάληψη στο κρεβάτι μου οπότε ήρθα εδώ».

«Δεν σου απαγόρευσα ποτέ να κοιμηθείς μαζί μου», απάντησε εκείνη γελώντας.

Το άφησα ασχολίαστο για το δικό της το καλό.

Λίγο μετά με ρώτησε ο Μίλτος: «Και γιατί δε το σήκωνες το τηλέφωνο ρε;»

Κοίταξα τη συσκευή που ήταν πάνω στο τραπέζι και είδα ότι είχε τελειώσει η μπαταρία.

«Γιατί έκανα άγριο και παθιασμένο σεξ», του είπα απόλυτα σοβαρά. Όλοι, ακόμα κι η Μάνια, με κοιτούσαν σαν χάνοι. Η Ίρις μπορεί να πάθαινε το λεγόμενο 'σφάλμα 404'. «Στον ύπνο μου, γιατί στον ξύπνιο μου δε θέλω να το συζητήσω», συμπλήρωσα και ακούστηκε ένα ομαδικό 'ΑΑΑ'. 

«Εμείς ανησυχήσαμε και περάσαμε να δούμε αν όλα είναι καλά», είπε η Ερμιόνη, η οποία πολύ χαρούμενη φάνηκε. 

Γενικά όλοι χαίρονται εκτός από μένα.

🎨

Ήπιαμε έναν γρήγορο καφέ γιατί είχα το άγχος ότι θα ξυπνούσε ο πατέρας μου και πήγαινα τα ποτήρια στην κουζίνα. Η Ίρις έφερνε τα υπόλοιπα. 

«Η Ρένια;» τη ρώτησα παίρνοντας τα ποτήρια απ' τα χέρια της. 

«Έχουν πάει με τους γονείς της σε μία δουλειά στη Θεσσαλονίκη και θα γυρίσει αύριο. Φεύγει σε λίγες μέρες μωρέ και θα μου λείψει πολύ», μου είπε στηρίζοντας τη μέση της δίπλα μου.

«Θέλεις να πάμε για Μποξ αφού η Ρένια δεν είναι 'δώ;»

«Ναι, γιατί όχι. Απλώς πρέπει ν' αλλάξω γιατί αυτό το τζιν δε θα με βολέψει και πολύ», έγειρα το κεφάλι μου για να το δω καλύτερα και το μετάνιωσα πολύ.

Δηλαδή έχει τόσο ωραία πόδια για ποιον λόγο; 

«Γιατί δε δανείζεσαι κάτι απ' τον Ορφέα;» ρώτησε ο Μίλτος όταν μπήκε στην κουζίνα.

Λες και δε ξέρει το κόλλημά μου. Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ρίζα, απλώς μ' ενοχλεί τα ρούχα μου να μυρίζουν άρωμα άλλου.

Ο Πάρης είχε ένα κόλλημα κι έπαιρνε ρούχα από μένα όταν κάναμε παρέα. Νομίζω πέρσι μου είχε κάνει δώρο η μάνα του μία μπλούζα για τη γιορτή μου χωρίς κάποιον λόγο αλλά στον Πάρη άρεσε τόσο πολύ που το πήρε πίσω. 

Προφανώς τον άφησα γιατί ήμουν εντελώς μαλάκας αλλά ευτυχώς τώρα το μυαλό μου έχει μπει στη θέση του.

«Ε... Δεν είναι καλή ιδέα», του είπε προσεκτικά. Κάτι κρύβουν αυτοί οι δύο.

Και μετά μου ήρθε. Μάλλον του είπε για το παντελόνι που της είχα δώσει. 

Υπέροχα.

«Έλα τώρα σιγά!» είπε ο αδελφικός μου φίλος που σε λίγο θα τον αποκληρώσω και θα τεμαχίσω.

«Τι σιγά; Θέλεις μήπως να ντυθούμε όλοι με τα ρούχα μου τύπου ομάδα μπάσκετ; Να το ξέρω να φτιάξω μέρτς», του απάντησα όντας πολύ εκνευρισμένος.

Πήγα προς το σαλόνι και όλοι με ακολούθησαν. «Ερμιόνη και Μίλτο χάρηκα που τα είπαμε», τους είπα παίρνοντας τα μπουφάν και τις τσάντες τους απ' τον καναπέ. «Μάνια για τον Θεό, σ' έχουν πάρει οι δικοί σου τόσες φορές. Πάρε το μπουφάν σου και καλό δρόμο. Γενικά όλοι σας διαλυθείτε ησύχως παρακαλώ».

Όλοι με κοιτούσαν ακίνητοι για λίγο αλλά μετά άρχιζα ν' αδειάζει το σπίτι επιτέλους. «Έλα πάνω μαζί μου», είπα και η Ίρις κοιτούσες γύρω της λες και μιλούσα σε κάποιον άλλον. 

Θα το αφήσω ασχολίαστο και αυτό.

«Δεν είναι ανάγκη να—»

«Δε θα χάσουμε χρόνο τώρα, έχει πάει δύο το μεσημέρι και ο πατέρας μου θα ξυπνήσει σε λίγο άρα ντυνόμαστε και φεύγουμε», της είπα ανοίγοντας τη ντουλάπα μου.

Άφησα μία φόρμα για μένα πάνω στο κρεβάτι και βρήκα την πρώτη φόρμα με κορδόνια για να μπορεί να τη δέσει κάπως χωρίς να της πέφτει. Γύρισα να δω τι μπλούζα φορούσε. Ναι με το ζιβάγκο θα σκάσει άρα της άφησα την πρώτη μπλούζα που βρήκα.

Της έκανα νόημα για ν' αλλάξει. «Εδώ;»

«Εσύ αν θέλεις πήγαινε στο μπαλκόνι», της είπα βγάζοντας τη μπλούζα μου και την ίδια στιγμή γύρισε την πλάτη της.

«Γύρνα τουλάχιστον», είπε.

Πάλι καλά που κάποιος απ' τους δυο μας είναι λογικός. Είχα τελειώσει ήδη όταν το είπε αυτό οπότε πήγα στο μπάνιο χωρίς να πω τίποτα.

🎨

Η τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί εγώ και η Ίρις ήταν η μέρα που είχαμε πάει για Μποξ. Έληξε η δωρεάν δοκιμή της και δεν είχα άλλες δικαιολογίες πια για να περνάω χρόνο μαζί της.

Ο Πάρης κι εκείνη τις τελευταίες μέρες καθόντουσαν όλη την ώρα μαζί και τα νεύρα μου δεν είχαν γίνει κρόσσια, αλλά φιδές. Και το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι προφανώς και μιλάγαμε στο σχολείο και μου είπε ότι εχθές θα έβγαιναν.

Κι εγώ από χθες κάθομαι σ' αναμμένα κάρβουνα.

Όχι μόνο αυτό, μου έστελνε και φωτογραφίες για να τη βοηθήσω να βρει τι να βάλει. Περιττό να πω ότι αν ερχόταν έτσι ντυμένη σε ραντεβού μαζί μου δε θα βγαίναμε απ' το σπίτι της. Εδώ πρέπει να τονίσω πόσο περιττές είναι τέτοιες σκέψεις.

Καθόμασταν λοιπόν εγώ, ο Νικόλας και η Ερμιόνη γύρω απ' το κορίτσι του Μάη περιμένοντας να μάθουμε τα νέα με αγωνία. Σήμερα ήταν απ' τις πιο καλές μέρες γι' αρχές Φλεβάρη και ο ήλιος έμπαινε στα μάτια μου, κάτι που μου έσπαγε τα νεύρα για κάποιο λόγο. Δεν είχα κοιμηθεί και προφανώς ξύπνησα εκνευρισμένος λόγω αυτού.

«Λοιπόν;» τη ρώτησε ο Μίλτος γεμάτος αγωνία.

«Τί έγινε χτες;» ρώτησε η Ερμιόνη έχοντας μία περίεργη γκριμάτσα. Η έκφρασή της έλεγε: 'να του δώσουμε τα υπογλώσσια τώρα ή μετά', ενώ η δικιά μου έκφραση έλεγε ξεκάθαρα: 'δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή'.

«Α... Αυτό. Ναι. Ε, περάσαμε καλά. Κι όταν με γύρισε στο σπίτι με φίλησε», είπε πιάνοντας τα μαλλιά της.

Στην αρχή νόμιζα ότι μιλάει άλλη γλώσσα, όμως όταν κατάλαβα τι είπε, μου κάθισε το κρουασάν που έτρωγα στον λαιμό. Άρχισα να βήχω αρκετά οπότε μου έδωσε ο Μίλτος το μπουκάλι με το νερό του.

«Χριστός», είπε η Ερμιόνη χτυπώντας μου την πλάτη.

Τη φίλησε; Πού τη φίλησε; 

Στο μάγουλο; Στο χέρι;

«Και;» συνέχισε η Ερμιόνη κάνοντας κινήσεις σαν τροχονόμος γιατί με το τσιγκέλι της τα 'βγαζε.

Ωραία, ωραία. Πρέπει να σκεφτώ τα θετικά της υπόθεσης.

«Τι και;» ρώτησε εκείνη λες και δεν ήταν κάτι εντελώς σοκαριστικό.

Ενώ στην αρχή μου φάνηκε... Αναμενόμενο, μετά μου πήρε λίγο χρόνο να το χωνέψω.

«Πώς ήταν; Σου άρεσε; Τώρα είστε μαζί;» 

Απ' την ανάκριση της Ερμιόνης δε γλιτώνει κανένας και τίποτα και γι' αυτό ήμουν πολύ ευγνώμων. Τουλάχιστον δε θα χρειαστεί να ρωτήσω κάτι εγώ και να παρεξηγηθώ γιατί αν ανοίξω το στόμα μου τώρα δε θα πάει καλά η συζήτηση.

«Δε ξέρω», είπε και πετάχτηκα λες και με βάλανε στην πρίζα

«Αν σου άρεσε;» τη ρώτησα αλλά εκείνη γύρισε τα μάτια της.

«Αν είμαστε μαζί», μου είπε κι εγώ κάθισα ξανά στη θέση μου. 

Το μόνο πράγμα που μου έδινε έστω και λίγες ελπίδες ήταν ότι δεν είχε καθόλου ενθουσιασμό όταν μιλούσε για όλα όσα έγιναν. Δεν είχε τον ενθουσιασμό που έβλεπα παλιά όταν μιλούσε για τον Πάρη.

Το κακό είναι ότι δε θα έπρεπε καν να το ψάχνω τόσο πολύ γιατί δε θα έπρεπε να μ' ενδιαφέρει τόσο πολύ. Νομίζω ότι είναι απλά σωματικό. 

Θα μου περάσει σε λίγο, λογικά. Ελπίζω.

Η Ερμιόνη και ο Μίλτος πήγαν να πουν στον Ηλία περαστικά επειδή έσπασε το πόδι του. Εγώ, η Ίρις και η ποντικομαμμή του μιλήσαμε το πρωί ενώ ο Νικόλας πήγε να μιλήσει στην Ιωάννα η οποία για πρώτη φορά στα χρονικά ανταποδίδει το φλερτ του.

Όπως πηγαίναμε προς την τάξη με την Ίριδα, με ρώτησε: «Τί έχεις;»

«Εγώ; Τίποτα, τι να έχω;» της είπα κοιτώντας την ώρα στο κινητό μου. 

«Σίγουρα;»

«Ναι ρε, ίσα - ίσα που είμαι και πολύ χαρούμενος για 'σένα!» 

Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της και μου είπε: «Χαίρομαι που χαίρεσαι».

«Έξοχα», της είπα ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο. 

Εκείνη ήρθε απέναντί μου κι απάντησε: «Καταπληκτικά».

«Εξαίσια», συνέχισα κοιτώντας το ταβάνι.

«Θέλετε να ψάξω στο ίντερνετ για κανένα συνώνυμο;» ρώτησε γελώντας ο Μίλτος όταν άκουσε τη συζήτησή μας.

«Όχι», είπαμε και οι δύο μαζί και δε μιλήσαμε για το υπόλοιπο της ημέρας.

Στο κάτω - κάτω αυτό ήθελε εκείνη. Αυτό ήθελα κι εγώ. Να είναι μαζί και να το ξεγράψω απ' το κεφάλι μου.

Μετά ήρθε ο Πάρης για να της μιλήσει κι εγώ έπρεπε να είμαι μπροστά όσο τη φλέρταρε.

ΓΕΙΑ ΣΑΣ,

ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑ ΣΑΣ.

Πώς είστε;

Πώς σας φάνηκε;

Λοιπόν, αφήστε τις τσουγκράνες, το ξέρω ότι θέλετε να με βρίσετε αλλά τα τρία επόμενα κεφάλαια... Σας υπόσχομαι ότι θα επανορθώσουν και με το παραπάνω *γελάει μ' ενθουσιασμό*

Για να δώσω ένα στοιχείο και στους παλιούς μου φίλους... Θα δούμε τον Βρασίδα in action και όλα όσα γίνονται μετά... 

Αυτά από μένα, σας στέλνω αγκαλιές κι ελπίζω να σας δω στο επόμενο!

KitKat (ή αλλιώς μαμά φράουλα) 🍫

Continue Reading

You'll Also Like

121K 5.4K 35
Η Έυα Παπακωσταντίνου είναι στην 2α λυκείου και δεν μοιάζει καθόλου με τα κορίτσια της ηλικίας της. Ντύνεται συνέχεια με φόρμες, πηγαίνει μποξ, ειναι...
394K 18.9K 70
"Κλείσε τα μάτια σου" μου λέει στο άσχετο και πλέον ήρεμος. Προσπαθώ να χαλαρώσω τις ανάσες μου από την ένταση της στιγμής. "Τι;" τον ρωτάω στην προσ...
261K 13.7K 83
Εκείνο το καλοκαίρι θα άλλαζαν όλα. Εκεινο το καλοκαίρι θα μου μάθαινε πολλά.
1.3M 81.8K 97
"Τώρα γιατί το έκανες αυτό;" "Γιατί μόνο εγώ θα βλέπω τις sexy φώτο σου και το tattoo σου! Και κάποια στιγμή θα πηδιόμαστε όντως όπως έλεγα και στον...