Βάλε φαντασία 2 : Τον... κλάψ...

By ellaria_black

8.4K 710 2K

Όλα ξεκίνησαν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2020. Δύο γυναίκες ενώθηκαν μέσα από τις δυσκολίες της ζωής. Η μία έχ... More

Ενημέρωση...
1.
2.
3.
4.
5.
6.
7.
8.
Cast
9.
10.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
Έκτακτη ενημέρωση!!!!
19.
20.
21.
22.
23.
24.
26.
27.
28.
29.
30.
31.
32.
33.

25.

258 18 38
By ellaria_black

Ένα έργο διακρίνεται για την ιδιομορφία του. Ξεχωρίζει δηλαδή στο μέτρο που ο δημιουργός του αρνείται να μιμηθεί μια μορφή ή να συμβιβαστεί με την ομοιομορφία.

Τέοντορ Αντόρνο, 1903 - 1969, Γερμανός φιλόσοφος

------------------------------------------------------------------------

🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞🔞

Ο Ακριβός έμεινε να κοιτά την οθόνη με χαμόγελο. Kαταλάβαινε τον Ερωτόκριτο που δεν ήθελε να του πάρει ολόκληρο το ποσό, μα αυτή ήταν η μόνη λύση για να ξεμπερδέψει εύκολα από αυτήν την ιστορία, αφού το παιχνίδι των διεφθαρμένων αστυνομικών δε θα είχε τέλος. Είχε απογοητευτεί από την τροπή που πήρε η κατάσταση σ' αυτό το θέμα, όμως, δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από το να τους κάνει τα κέφια για να μη βρεθεί πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Εκεί που ήταν χαμένος στις σκέψεις του, άκουσε ένα σύρσιμο, σαν βήματα στην αμμουδιά, τα λιγοστά πετραδάκια της έκανα θόρυβο, και σηκώθηκε ψάχνοντας με το βλέμμα του για τον απρόσκλητο επισκέπτη. 

Προς έκπληξή του είδε τον μόνο άνθρωπο που δεν περίμενε να δει. ''Τι κάνεις εσύ εδώ;'' ρώτησε τον άντρα απέναντί του.

''Μου έλειψες'', άρχισε να σφυρίζει κοιτώντας ολόγυρα, με τα χέρια στις τσέπες. ''Είχα πολλά χρόνια να έρθω εδώ και είπα να θυμηθούμε τα παλιά. Είσαι για μια βόλτα;'' του έδειξε τη μηχανή που είχε σταθμεύσει στο σκοτεινό δρομάκι πίσω τους.

Τα μαύρα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και ένα τσουλουφάκι έπεφτε στο μέτωπό του, χαρίζοντάς του μια παραπάνω γοητεία. Οι γωνίες του μαλάκωσαν, το μαύρο βλέμμα του γλύκανε και πονήρεψε ταυτόχρονα. Η καρδία του Ακριβού χτύπησε σαν τρελή, αλλά ήθελε να κάνει πίσω, να τρέξει στο σπίτι του και να μην του δώσει σημασία. ''Εμένα καθόλου. Όχι, δεν είμαι για βόλτα, ήπια κρασί'', είπε αδιάφορα και τράβηξε μια τζούρα από το ηλεκτρονικό του τσιγάρο.

''Όμορφα! Θες να αράξουμε εδώ;'' Άλλη μία ερώτηση βγήκε από τα χείλη του Δάντη που ευθύς κάθισε στην αμμουδιά, λερώνοντας το λευκό παντελόνι του. Έκανε μεγάλη υπομονή για να μην εισβάλλει στη ζωή του, μα εντέλει λύγισε. Όσο λάτρευε την Αγνή του και το μωρό τους, άλλο τόσο το ένα κομμάτι του εαυτού του αιμορραγούσε, αποκομμένο από την αληθινή του φύση. ''Μου έλειψες, και δε ζητάω πολλά, λίγο χρόνο ζητώ κι αυτό μετά από τρεισήμισι μήνες.'' 

"Λίγο χρόνο γιατί, Δάντη; Να πας στη γυναίκα και στο παιδί σου και άσε με κι εμένα να συνεχίσω", απάντησε ο Ακριβός που άρχισε να βαδίζει στο σπίτι του. 

Ο Ερωτόκριτος το είχε γράψει καθαρά στο γράμμα του, δεν ήθελε να συναντηθούν οι δρόμοι τους για να μην υποπτευθεί τίποτα η γυναίκα του. Όσο κι αν προσπαθούσε να το διαχειριστεί με ηρεμία δεν τα κατάφερνε, σε αντίθεση μ' εκείνον που έτρεξε ξωπίσω του, τον τράβηξε από τον ώμο και ένωσε τα χείλη τους σ' ένα παθιασμένο φιλί.

''Σ' αγαπώ!'' ψέλλισε πάνω στο στόμα του με το κορμί του να καίγεται από την καλοκαιρινή ζέστη και την επαφή τους που τον στοίχειωνε νύχτα μέρα, αδημονώντας να λυτρωθεί από τον έρωτά τους.

"Τι να το κάνω που μ' αγαπάς Δάντη, μασούρι για τον κώλο μου που γάμησες;" του είπε με θυμό και προσπάθησε να ξεφύγει από την αγκαλιά του, "Τράβα στη ζωή σου."

''Γιατί το λες έτσι; Δε σου άρεσε ή μήπως ήταν η πρώτη φορά;... Χαλάρωσε, σαν γκόμενα κάνεις!'' γέλασε δυναμώνοντας τις λαβές του.

"Ήταν η πρώτη φορά και δε θα μου πεις εσύ πως κάνω σαν γκόμενα..." είπε με νεύρο ο Ακριβός που άνοιξε τα χέρια του που τον φυλάκιζαν και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα κόκκινα μαλλιά του, λαχανιασμένος. "Φύγε ρε παιδί μου, εγώ δε σ' αγαπώ και σε λίγο θα έρθει η κοπέλα μου." Δεν ήξερε γιατί έπρεπε να του δίνει αναφορά, όμως ένιωθε ακόμη πληγωμένος.

''Δεν είχα ιδέα!'' αναφώνησε πλησιάζοντας τον ξανά, ''Ποια κοπέλα; Είναι καλή;'' τον ρώτησε, αν και δεν ήθελε απάντηση. Έτσι όπως τα είχε κάνει, το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει να κρυφτεί.

"Πολύ", είπε ο Ακριβός αισθανόμενος και πάλι απειλή από τον άντρα που αγαπούσε. Τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί μεταξύ τους πέρα από να τον διώξει με τις κλωτσιές; Δεν ήθελε να χαλάσει τη σχέση του με την Ελένη που μπορεί να μην είχε ολοκληρωθεί, όμως ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον σεβόταν και η μόνη αγκαλιά που άνοιξε γι' αυτόν χωρίς περιορισμό και υποκρισία. "Φύγε, σε παρακαλώ", επανέλαβε.

''Εντάξει, αφού το θες, θα φύγω. Καλά να περνάτε'', δήλωσε περπατώντας προς τη μηχανή του.

Τόσους μήνες πάλευε άδικα, εντέλει, να αποδεχτεί ότι η Αγνή θα ήταν για πάντα η αγαπημένη του φίλη και μητέρα του παιδιού του μα η καρδιά του άνηκε στον παλιό του συμμαθητή. Δεν είχε αποφασίσει ποιον από τους δύο θα επέλεγε, όντας μαρμαρωμένος σε αυτό το σταυροδρόμι της ζωής, ξαγρυπνώντας από ανυπομονησία να νιώσει τα φιλιά και τα χάδια του, αλλά είχε τουλάχιστον συμφιλιωθεί με το κομμάτι του εαυτού του που για χρόνια έθαβε, και τον επισκέφτηκε έχοντας το θάρρος να αφεθεί στον έρωτά του και να τα ζήσει όλα στο έπακρον δίχως κανέναν ενδοιασμό.

''Όχι!'' ψιθύρισε, δε θα τα άφηνε όλα στην τύχη τους, έτσι, σταμάτησε τα βήματά του, επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης. ''Έπαιξα μαζί σου γιατί νόμιζα πως δε θα μου δινόσουν αν σου έλεγα ότι είχα σχέση και γιατί δεν ήξερα πώς θα αισθανθώ, κάνοντας αυτό το βήμα μαζί σου. Όμως, η επαφή μας μου άρεσε πολύ και το μόνο που με φρέναρε από το να σου αποκαλύψω την αλήθεια ήταν αυτή η εγκυμοσύνη. Έκανα πολλές μαλακίες, αλλά σ' αγαπώ και μου λείπεις πολύ. Πήδα με και θα φύγω! Δώσε μου αυτό που για χρόνια αποφεύγω και λαχταρώ όσο τίποτα και δε θα με ξαναδείς. Κράτα ό,τι γουστάρεις από εμένα, ότι είμαι ψεύτης, μαλάκας, κωλόπαιδο, αλλά πρώτα δώσε ένα τέλος σε ό,τι αρχίσαμε, τ' αφήνω όλα πάνω σου'', του είπε και άναψε ένα τσιγάρο, περιμένοντας με αγωνία την απάντησή του.

Ο Ακριβός ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, την καρδιά του να χτυπά δυνατά και τον ανδρισμό του να παίρνει την ανηφόρα. Πώς θα κατάφερνε να τον διώξει και να μην πέσει στην παγίδα που οι αισθήσεις του του έστηναν; Εκτός του ότι δεν ήθελε να αφεθεί τόσο εύκολα στα χέρια και τα χάδια του άντρα που έπαιξε για δεύτερη φορά μαζί του, δεν ήθελε να πληγώσει την Ελένη. Με τον Ερωτόκριτο δεν ήταν το ίδιο, δεν είχαν μοιραστεί τόσο όμορφες στιγμές οι δυο τους, πώς θα της το έκανε αυτό; Από την άλλη όμως, αυτό ποθούσε πάντα, να βυθιστεί μέσα του. "Δεν ξέρω. Δε θέλω να χαλάσω τη σχέση μου."

''Είσαι σίγουρος;'' 

Ο Δάντης τον γράπωσε και πάλι, από τη μέση αυτή τη φορά, σταματώντας σε απόσταση αναπνοής από τα χείλη του, δε θα τα παρατούσε αν δε βεβαιωνόταν ότι του μιλούσε ειλικρινά, αλλά αν όντως αυτή η κοπέλα ήταν πιο σημαντική από 'κείνον, θα εξαφανιζόταν για πάντα, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Παράλληλα, το αυτοκίνητο του υπαστυνόμου σταμάτησε στην πύλη μιας πολυτελούς και μοντέρνας βίλας στην Εκάλη, όπου το πρώτο που τραβούσε την προσοχή ήταν η τεράστια πισίνα και οι ολόλευκοι εξωτερικοί τοίχοι της, με τον σεξολόγο να κοιτά ευθεία μπροστά καθώς ανέβαζε τα γόνατα στο στήθος, αφού η αμηχανία του όλο και γιγάντωνε.

''Δε φαντάζομαι να με περιμένει κι άλλη έκπληξη εκεί μέσα'', του είπε τρίβοντας το πρόσωπό του.

''Σου είπα κύριε Ανέραστε, εκτός από το κορμί σου θέλω και την ιδιότητά σου σαν ψυχολόγος. Φόρεσε τα ρούχα σου, αν και δε θα είναι για πολύ'', απάντησε ο Φαταούλας που συνέχισε να παρατηρεί το σώμα του και ένιωσε και πάλι τον ανδρισμό του να τον πιέζει ασφυκτικά. "Το σπίτι μου είναι. Και σου είπα πως θα σου φερθούμε όμορφα. Για ποιους μας πέρασες; Πάντως το τσιμπούκι σου ήταν βάλσαμο, έχεις βαθύ λαρύγγι!" είπε καθώς πάρκαρε το όχημά του και άνοιξε την πόρτα του. 

Ένα άγαλμα της Θέας Αφροδίτης δέσποζε επιβλητικά στην είσοδο της βίλας όπως και το μάρμαρο σε όλη την επιφάνεια του δαπέδου, καθώς και μια μαρμάρινη σκάλα με χρυσά κάγκελα, πολυέλαιοι με βαριά κρύσταλλα και ένα μεγάλο καθιστικό με λευκά και χρυσά ανάγλυφα σχέδια στις επιφάνειες των μεταξένιων υφασμάτων του, ενώ στη γωνία είχε ένα μεγάλο μπαρ, στο οποίο και κατευθύνθηκε με το που μπήκαν μέσα. 

"Τι θες να πιείς;" τον ρώτησε.

''Ένα ουίσκι'', είπε αφού κούμπωσε το παντελόνι του συνεχίζοντας και με το πουκάμισό του, ''Το ότι θα ντυνόμουν περπατώντας σε εξωτερικό χώρο, δεν το περίμενα ποτέ'', συνέχισε και κάθισε σε μια πολυθρόνα, προσπαθώντας να χαλαρώσει. 

"Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά, Ερωτόκριτε! Να μιλάμε στον ενικό;" του άφησε στα χέρια ένα ποτήρι με το πιο ακριβό και παλαιωμένο ουίσκι και κάθισε απέναντί του.

''Να μιλάμε.''

Συμφώνησε κατεβάζοντας μονορούφι το ποτό του, και ο Φαταούλας χαμογέλασε. "Με συγχωρείς, έπρεπε να σου δώσω το μπουκάλι", είπε και το έφερε από το μπαρ, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι του. "Ξέρεις Ερωτόκριτε..." συνέχισε ανεβάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο, "Εγώ δεν ήθελα να εκβιάζω τον κόσμο, όμως είχα μεγάλη ανάγκη τα λεφτά και γι' αυτό ακολούθησα τον Ξυπνιοπούλη στις παρανομίες του. Επίσης, δεν ξέρει τίποτα από ό,τι συμβαίνει στη ζωή μου και βασίζομαι στην εχεμύθειά σου, όπως κι εσύ θα πρέπει να εμπιστευτείς τη δική μου."

''Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας... είμαι τάφος σε ό,τι αφορά τη δουλειά μου'', αποκρίθηκε αδειάζοντας το ποτήρι του και έπιασε το μπουκάλι να πνίξει τον καημό του, αν ο έρωτάς του μάθαινε πού ήταν και τι έκανε, σίγουρα θα βρισκόταν μες στον τάφο, πολύ πριν την ώρα του. ''Με έκαψε το ρημάδι... μου δίνεις ένα τσιγάρο;''

"Φυσικά", απάντησε και άνοιξε μια χρυσή θήκη γεμάτη με κάθε λογής πούρων και τσιγάρων, που ήταν στο τραπεζάκι, και του την έτεινε. "Πάρε ό,τι προτιμάς" συνέχισε, "Όπως σου έλεγα πριν, χρειαζόμουν τα χρήματα. Η γυναίκα μου είχε ένα ατύχημα και... έχει κάνει πολλές προσπάθειες να επανέλθει και... χρειάζεται βοήθεια, τη βοήθειά σου", πήρε ένα πούρο και το άναψε.

''Τη βοήθειά μου σαν τι;'' τον ρώτησε και ένωσε τη φλόγα του αναπτήρα με το τσιγάρο, κοιτώντας τον στα μάτια. ''Είμαι ψυχολόγος αλλά εξειδικεύομαι στη σεξολογία. Ίσως να μην μπορώ να τη βοηθήσω, άσε που είμαι σε περίεργη φάση. Εδώ δεν μπορώ να απλώσω ένα χέρι βοηθείας στον εαυτό μου.''

"Εγώ πιστεύω πως μπορείς." 

Tον διαβεβαίωσε τη στιγμή που ένα καροτσάκι σταμάτησε στην είσοδο του καθιστικού, έχοντας για επιβάτη μια ξανθιά, πανέμορφη γυναίκα με γατίσια, πράσινα μάτια, μεγάλα χείλη και πάλλευκη επιδερμίδα. Τα μακριά μαλλιά της αγκάλιαζαν το κορμί της και τα στητά, πλούσια στήθη της αχνοφαίνονταν μέσα από τη διάφανη ρόμπα της. "Αρχιμήδη, ποιος είναι ο κύριος και γιατί έφερες κόσμο στο σπίτι έτσι όπως είμαι;" ακούστηκε η γλυκιά φωνή της και ο Φαταούλας έτρεξε δίπλα της. 

 "Γλυκιά μου, είναι φίλος", της απάντησε και ο Ερωτόκριτος ένιωσε την καρδιά του να σπάει βλέποντάς την, σαν να μην έβλεπε την ίδια, αλλά τον έρωτά του που υπέφερε πάνω στους τέσσερις τροχούς.

''Ναι'', συμφώνησε και ήπιε άλλη μια γουλιά από το μπουκάλι, ''Είμαι φίλος!''

"Αρχιμήδη, γιατί έφερες κόσμο;" επανέλαβε και αποχώρησε αφήνοντάς τον να την κοιτά γονατιστός για λίγα δευτερόλεπτα, προτού επιστρέψει στη θέση του για να καπνίσει το πούρο και να πιεί ακόμα μια γουλιά από το ποτό του. 

"Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σε χρειάζομαι;"

''Ναι. Όμως δεν μπορώ να διεισδύσω έτσι απλά στο μυαλό σου. Εξήγησέ μου, τι ακριβώς θες;'' 

"Θέλω να την απελευθερώσουμε, να την κάνουμε να τρελαθεί στην ηδονή, να τη στολίσουμε στα πιο όμορφα λόγια και θα δεις πώς θ' αλλάξει. Εμένα δε με αφήνει να την αγγίξω, έχω τρελαθεί στην κάβλα, γι' αυτό ζήτησα πίπα. Αν της την πέσεις και την κάνεις να νιώσει όμορφα, θα γίνει όπως πριν. Ξέρω καλά τη γυναίκα μου και τη λατρεύω ακριβώς όπως είναι. Λυπήσου 'με, γιατί μ' έφαγε η μαλακία" παραδέχτηκε, και ο σεξολόγος σήκωσε το μπουκάλι και ήπιε λαίμαργα, αδειάζοντάς το μέχρι τη μέση.

''Το 'χω!'' του είπε καθώς στεκόταν στα πόδια του, και χτύπησε δυνατά τις παλάμες του κάνοντας την κοπέλα να στρέψει τα μάτια της πάνω του.

''Με λένε Ερωτόκριτο'', της είπε πλησιάζοντας την και έπιασε τις πλαϊνές λαβές του καροτσιού, με τα γόνατά του να ακουμπούν ανάλαφρα στο πάτωμα, χαζεύοντας την κομψότητα του κορμιού της, τις γυαλιστερές μπούκλες και το εκφραστικό, μελαγχολικό βλέμμα της, ''Εσένα πώς σε λένε, γλυκιά μου;''

"Αφροδίτη." 

Απάντησε μαγεμένη από την ομορφιά του άντρα που είχε γονατίσει μπροστά της και έκανε πίσω τις ρόδες της βάζοντας δύναμη για να ξεφύγει, καθώς γνώριζε τι ήθελε να πετύχει ο σύζυγός της. Έφτασε στο δωμάτιο του κάτω ορόφου εκεί που ήταν πλέον το υπνοδωμάτιό της και σταμάτησε το καρότσι της μπροστά στο μεγάλο παράθυρο. Έβαλε δύναμη στα χέρια και σηκώθηκε με μεγάλη προσπάθεια από αυτό, κοιτώντας τον κήπο και τις πορφυρές τριανταφυλλιές της. Τα χέρια της μπλέχτηκαν κάτω από τα μεγάλα στήθη της, με τις ρόγες της να έχουν διογκωθεί χάρη στο ελαφρύ αεράκι που ανέμιζε τις χρυσές μπούκλες της, και τα σχιστά μάτια της έκλεισαν στην επαφή τους με τον ήλιο που δειλά έκανε την εμφάνισή του, πέφτοντας στη λευκή της επιδερμίδα, κάνοντάς τη να λαμποκοπά. Μισάνοιξε το ζουμερό στόμα της και ο αέρας δυνάμωσε αποκαλύπτοντας τα μακριά πόδια της, τη στιγμή που ο Ερωτόκριτος στάθηκε στο κούφωμα της πόρτας, παρατηρώντας την.

''Το όνομά σου είναι το ίδιο μαγευτικό με την παρουσία σου'', της είπε. ''Όπως διόλου ευκαταφρόνητο είναι και το γεγονός ότι στέκεσαι στα πόδια σου, ο άντρας μου δεν τα έχει καταφέρει ακόμη και με αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι... Και τώρα μ' αντιμετωπίζεις κι εσύ έτσι'',  συμπλήρωσε και άρχισε να ξεκουμπώνει σιγανά το πουκάμισό του, αποκαλύπτοντας το στήθος του. 

Η Αφροδίτη έκανε ένα βήμα κοντά στο κρεβάτι, συνεπαρμένη από το όμορφο και καλογυμνασμένο στέρνο του, και στο δεύτερο βήμα τα πόδια της δεν άντεξαν με αποτέλεσμα να σωριαστεί στο πάτωμα. "Ο άντρας σου; Και γιατί δεν είσαι μαζί του τώρα;" τον ρώτησε καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί.

''Είναι με τη γυναίκα μου'', μειδίασε ελαφρώς μειώνοντας την απόστασή τους, τη σήκωσε στα χέρια, την ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι και γονάτισε στα πόδια της, τρίβοντας απαλά τις καλλίγραμμες γάμπες της, ''Στη γυναίκα μου δε λέει όχι... Πώς το εξηγείς αυτό;'' συνοφρυώθηκε. 

"Έχεις σχέση με δύο ταυτόχρονα;" Η περιέργειά της μεγάλωνε, δεν ήταν μόνο όμορφος, με αυτά τα μάτια, το κορμί και τα χέρια που την άγγιζαν, είχε και ένα πλούσιο και άκρως ερεθιστικό βίο. "Τρίβεις πολύ ωραία."

''Ναι...'' ψέλλισε ενώ ένιωθε να αιωρείται, χαζεύοντάς την, με τις παλάμες του να γλιστρούν απαλά κατά μήκος των μακριών ποδιών της και να σταματούν στο εσωτερικό των γυμνασμένων μηρών της, αγγίζοντάς την απαλά με τα ακροδάχτυλά του. ''Λοιπόν, πώς εξηγείς ότι αντέχει χωρίς το χάδι μου;''

"Μη βιάζεσαι τόσο." Κατέβασε και πάλι τα χέρια του στις βελούδινες γάμπες της, άπλωσε τα χρυσά μαλλιά της στο μαξιλάρι και κάρφωσε τα γατίσια, πράσινα μάτια της στα δικά του, "Προσπάθησες να τον προσεγγίσεις πιο τρυφερά; Εννοώ, χωρίς να θες απλά να τον πηδήξεις;"

''Η αλήθεια είναι πως όχι...''

"Εκεί είναι το πρόβλημα." 

Είπε κάπως πιο δυνατά για να την ακούσει ο σύζυγός της που γνώριζε πως τους έβλεπε και τους άκουγε - και δεν έκανε λάθος, ο Φαταούλας ήταν κρυμμένος στο διπλανό δωμάτιο, τους παρακολουθούσε γυμνός πίσω από την οθόνη που είχε τοποθετήσει πάνω στο γραφείο και άπλωνε το λιπαντικό στο χέρι του. "Λάστιχο τον έχω κάνει για πάρτη σου, γυναικάρα μου όμορφη", μουρμούρισε και άρχισε να παίζει με τον εαυτό του.

''Μα, γνωρίζει πόσο τον αγαπώ... ξέρει ότι δε θέλω μόνο να ικανοποιηθώ'', είπε ο σεξολόγος κατεβάζοντας τα χέρια του στους ταρσούς της.

"Σημασία έχει να του δείχνεις πόσο τον χρειάζεσαι και όχι πόσο τον ποθείς. Το συναισθηματικό κομμάτι είναι αυτό που θέλει φροντίδα, όχι η τρύπα του. Από τη γυναίκα σου παίρνει και τα δύο απ' ό,τι καταλαβαίνω", απάντησε και έκλεισε τα μάτια της καθώς χανόταν στην ηδονική αίσθηση του αγγίγματός του. 

 "Όχι τώρα γυναικάρα μου, μην κλείνεις τα μάτια... κοντεύω, και ξέρεις ότι θέλω να με κοιτάς όταν τα αμολάω", μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Φαταούλας.

''Μάλιστα... εγώ νόμιζα πως φρόντιζα και γι' αυτό'', της είπε καθώς ανέβαζε το ένα της πόδι στο ύψος του στόματός του, και βύθισε μέσα του το μεγάλο της δάχτυλο με τη γλώσσα του να σέρνεται ολόγυρά του.

"Ωωω, είσαι και παιχνιδιάρης! Ευχαριστώ Αρχιμήδη μου, θα φάω το δωράκι μου και το δικό σου ούτε να το φτύσω, για να σου γίνει μάθημα", φώναξε η Αφροδίτη και ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το διπλανό δωμάτιο, με τον Φαταούλα να ρίχνει μπουνιά στο τοίχο, αφού η γυναίκα της ζωής του έπαιζε με την υπομονή και τη στύση του. 

 "Μη δίνεις σημασία Ερωτόκριτε, ο Αρχιμήδης παλεύει με το πουλί του, μάλλον το κοπανάει στον τοίχο, μπας και ανοίξει μια τρύπα να γαμάει, τώρα που δε θα του κάθομαι πια."

''Μην είσαι τόσο σκληρή μαζί του...'' έκανε μια παύση και συνέχισε και με τα υπόλοιπα δάχτυλά της, διεισδύοντάς τα ένα ένα στις άκρες των υγρών χειλιών του.

"Και τι θα έκανες εσύ αν ήσουν στη θέση μου και ο άντρας σού έφερνε έναν πολύ όμορφο νεαρό να σε πηδήξει για να σε κάνει να φουντώσεις, καθώς δε θα μπορούσε να ελέγξει το πουλί του;" άνοιξε διάπλατα το στόμα της, μιμούμενη τις κινήσεις του.

''Αν φτάναμε ποτέ σε αυτό το σημείο, μάλλον θα το ευχαριστιόμουν'', αποκρίθηκε καλύπτοντας το σώμα της με το δικό του, ''Εσύ δεν το απολαμβάνεις, γλυκιά μου;'' αντιγύρισε καθώς τα δάχτυλά του μπλέκονταν στα μαλλιά της, και εκείνη μούγκρισε από ικανοποίηση. Αυτό το αρσενικό ήξερε πώς να κάνει μια γυναικά σαν αυτήν ευτυχισμένη και είχε σκοπό να αδράξει την ευκαιρία για να πικάρει και τον Φαταούλα της.

"Πολύ! Είσαι ένας πολύ σέξι και γοητευτικός άντρας, πώς να σου αντισταθώ;" του είπε τη στιγμή που άλλη μια μπουνιά του συζύγου της προσγειώθηκε στον τοίχο. Αν είχε μαλλιά, σίγουρα θα τα είχε μαδήσει, παρόλα αυτά βολεύτηκε και πάλι στην πολυθρόνα του και επικεντρώθηκε στα φίλια τους που τον έκαναν να ανάβει περισσότερο.

''Κι εσύ είσαι... είσαι... είσαι το πιο σέξι θηλυκό που έχω αντικρίσει.'' Ο Ερωτόκριτος λύγισε βλέποντας τα σαρκώδη χείλη της ν' ανοιγοκλείνουν και τη γλωσσίτσα της να περνάει από πάνω τους σαν να μην ξεδιψούσε από τα φιλιά του, και μια γρήγορη κίνηση έσκισε τη ρόμπα της, φανέρωσε τα σφριγηλά της στήθη και άρχισε να πιπιλά τις μεγάλες ρόγες της, τρίβοντας τη στύση του στον μηρό της.

"Κόψε κάτι μωρό μου, είμαι ιδιαίτερο θηλυκό εγώ." 

Οι αισθήσεις της πήραν φωτιά νιώθοντάς τον να την καλεί, "Δάγκωσέ τες", του είπε γλυκά και ο Φαταούλας κόλλησε το πρόσωπό του στην οθόνη για να βλέπει κάθε τους κίνηση, ενώ ο σεξολόγος αγκίστρωσε τη θηλή της στα δόντια του καθώς αφαιρούσε το πουκάμισό του, έτοιμος να εκραγεί πριν καν τον αγγίξει, και τα φιλιά του σκαρφάλωσαν στον λαιμό της με τα χέρια του να τρυπώνουν κάτω από τους ζουμερούς γλουτούς της, μαλάσσοντάς τους παθιασμένα.

"Είσαι ο πιο ωραίος και καλός παίχτης που με άγγιξε. Ξέρεις να καυλώνεις, μωρό μου. Δεν ήθελα να σε πάρω μιας και μου είπες πως έχεις γυναίκα και άντρα αλλά η περιέργειά μου με νικά, θέλω να σε δοκιμάσω και να δω τι είναι αυτό που τους δίνεις", ψέλλισε αδύναμη η Αφροδίτη που άνοιξε τα πόδια της και σήκωσε το κορμί της, για να ελευθερώσει τη στύση του και να την βυθίσει στο στόμα της, και έβαλε τα δάχτυλά του να τσιμπούν τις θηλές της. 

Ο Αρχιμήδης από την άλλη, ήθελε σαν τρελός να μπει στο δωμάτιο και να τους πάρει και τους δύο όμως έκανε πίσω, γνώριζε πως την είχε θυμώσει και δεν ήθελε να του επιβάλει ακόμα μεγαλύτερη τιμωρία απ' αυτήν που ήδη δεχόταν, παγιδευμένος στη μοναξιά του.

''Γαμώτο!'' Φώναξε ο Ερωτόκριτος  παραδομένος στη ζεστασιά που του χάριζε, λικνίζοντας μπρος πίσω τη λεκάνη του. ''Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα προλάβεις να με δοκιμάσεις'', γέλασε συγκρατώντας τον εαυτό του, για να μην εκτοξευτεί στο στόμα της.

"Δε βιάζομαι, μωρό μου", είπε καθώς τον έβαζε όλο και πιο βαθιά, παίζοντας με τους όρχεις του. "Εσύ τι γουστάρεις;"

''Όλα τα γουστάρω εγώ'', αναφώνησε με τον ανδρισμό του να ελευθερώνει την πλούσια ηδονή του μέσα της και τα δάχτυλά του να ζουλούν με λύσσα τις ερεθισμένες ρόγες της.

"Κι εκεί γλυκός είσαι, πανάθεμά σε", είπε η κοπέλα γλείφοντας τα χείλη της που έτρεχαν το πάθος του και συνέχισε: "Θες τσιγάρο ή είσαι έτοιμος να δεις τι κρύβω στο βρακάκι μου;" τον ρώτησε και ο Φαταούλας σηκώθηκε όρθιος, λούζοντας τη χούφτα του στο λιπαντικό.

"Αυτά είναι, το βρακάκι διάλεξε Ανέραστε, το καλό που σου θέλω!"

''Είμαι έτοιμος'', αποκρίθηκε με τον ανδρισμό του να ορθώνεται σταδιακά μπροστά στα γεμάτα έκσταση μάτια της. 

"Αχ να είσαι καλά Αρχιμήδη μου, άλλαξα γνώμη για το καλό που μου έκανες, αγάπη μου", κούνησε το κεφάλι της για να τη δει απ' όλες τις κάμερες που είχε τοποθετήσει στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, τράβηξε τα κορδόνια από το λευκό στρινγκ της και φανέρωσε δυο πολύ μικρούς όρχεις και ένα πέος το ίδιο μικρό σε μέγεθος. "Δεν ήθελα και ούτε θέλω να το αποχωριστώ, καταλαβαίνεις", του χαμογέλασε και άνοιξε διάπλατα τα πόδια της.

Καμπάνες! Ήχοι από καμπάνες που χτυπούσαν πένθιμα ή και χαρμόσυνα, δεν ήξερε αν θα πήγαινε σε γάμο ή σε κηδεία, δεν ήταν βέβαιος αν το κουδούνισμά τους τον καλούσε να βάλει τα κλάματα ή να ξεκαρδιστεί στα γέλια, αλλά τις άκουγε πεντακάθαρα, η μελωδία τους έσκαγε σαν κύμα στα αφτιά του ενώ χρησιμοποιούσε μαζεμένες όλες τις υποκριτικές του ικανότητες για να μη φανερωθεί η έκπληξη στα μάτια του. ''Αφροδίτη!'' ψιθύρισε γέρνοντας πάνω στο κορμί της, ''Δεν είχα ιδέα, γλυκιά μου'', πρόσθεσε στ' αφτί της, απορώντας τι άλλο θα του προκύψει από τη μια στιγμή στην άλλη. Νόμιζε πως όλα τα είχε δοκιμάσει και τα είχε σκεφτεί, μα αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ τα σενάρια της αχαλίνωτης φαντασίας του.

"Δεν πειράζει μωρό μου, έχεις τώρα!" του είπε και τον αγκάλιασε θερμά. Φίλησε με πάθος τα χείλη και τον λαιμό του και τον κοίταξε με τα γατίσια μάτια της να λάμπουν. "Δε θέλω να τον αγγίξεις, θέλω μόνο να με πάρεις. Να με γεμίσεις βαθιά", ψέλλισε καθώς δάγκωνε το στήθος του.

 "Έλα Ανέραστε μην το χαλάς τώρα, γιατί είσαι χαμένος."  Ο Αρχιμήδης ήταν έτοιμος να μπουκάρει στο δωμάτιο και ο σεξολόγος ανάσανε βαθιά ανοιγοκλείνοντας τα μάτια για να εμπεδώσει πού βρισκόταν και τι έκανε...

''Α, ρε πατέρα!'' αναστέναξε.

"Τι δουλειά έχει ο πατέρας σου ανάμεσά μας, εκτός και αν θες και μια αντρική φιγούρα, να φωνάξω τον Αρχιμήδη μου", του είπε γλυκά αναστενάζοντας και άρχισε να παίζει τη στύση του στα απαλά της χέρια. 

"Κανόνισε Ανέραστε να μου το κόψεις το κορίτσι μου. Σ' έφαγα." Ο υπαστυνόμος ήταν έτοιμος να εκραγεί, αυτοί οι δύο μαζί στο κρεβάτι ήταν ικανοί να τον στείλουν στον άλλον κόσμο. "Πολύ μπίρι μπίρι όμως ρε παιδιά, στο ψητό πότε θα μπούμε;" αναρωτήθηκε.

''Τίποτα... κάτι δικά μου έλεγα, αλλά ναι... φώναξέ τον, γλυκιά μου'', αποκρίθηκε διχασμένος ο Ερωτόκριτος. Αυτή η κοπέλα ήταν πανέμορφη και στο σημείο που έφτασε τίποτα δε θα τον εμπόδιζε από το να φέρει εις πέρας την αποστολή του, όπως δήλωσε ότι θα κάνει για να ξεμπερδέψει μια και καλή απ' αυτήν την υπόθεση, όμως η διαίσθησή τού φώναζε πως οι αγαπημένοι του τον έψαχναν πλημμυρισμένοι στον φόβο και την ανησυχία, και αν μάθαιναν πού ήταν και τι έκανε δίχως τη συγκατάθεσή τους, δε θα γλίτωνε απ' την οργή τους.

"Αρχιμήδη έλα, και να είσαι καλός με τον Ερωτόκριτο, αλλιώς θα μείνεις με την τρύπα που άνοιξες." Φώναξε γλυκά η Αφροδίτη και ο Φαταούλας κοίταξε σαν τρελός δεξιά κι αριστερά. Η χούφτα του έσταζε από το πολύ λιπαντικό κι έτσι όπως ήταν με την τρέλα να τον κυριεύει μπούκαρε στο δωμάτιο ξαναμμένος. 

 "Έλα, μικρό μου γοριλάκι", του έκανε νόημα να πλησιάσει και να καθίσει δίπλα της. Εκείνος ανάσανε γρήγορα και στηρίχθηκε στην κάσα με τον ανδρισμό του να πάλλεται όντας φυλακισμένος στη χούφτα του, ανίκανος να προχωρήσει. Το καραφλό κεφάλι του γυάλιζε και το γυμνασμένο κορμί του λουζόταν στον ιδρώτα. 

Πήγε κοντά τους και έδωσε ένα φιλί στη γυναίκα του καθώς έπαιζε με τον εαυτό του. "Εγώ θέλω να σας βλέπω, πειράζει;" ρώτησε, ενώ ο σεξολόγος έπιασε τους καρπούς της κοπέλας και τους συγκράτησε πάνω από το κεφάλι της ορμώντας στα χείλη της, με τη στύση του να βυθίζεται βίαια στην είσοδό της και τις τρίχες του να ανασηκώνονται στη θερμή και γλυκιά αίσθησή της, που τον καλούσε να αρχίσει να λυσσομανάει στο θεσπέσιο κορμί της.

"Αχ!" Ξέφυγε από τα χείλη της καθώς τον ένιωθε να εισβάλει μέσα της και οι αισθήσεις της μεμιάς ξύπνησαν. Με μεγάλη προσπάθεια, τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και η γλώσσα της πάλεψε γλύκα με τη δική του. 

Ο Φαταούλας από δίπλα είχε αρχίσει να μην αντέχει άλλο, τα γόνατά του έτρεμαν, η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη καθώς έβλεπε ολοζώντανα την επαφή τους, τα μάτια του γούρλωσαν και το χέρι του άγγιξε την ένωσή τους. "Ω ρε μάνα μου, είστε φωτιά! Πώς τα κουνάς έτσι τα καπούλια σου;" Με το στόμα ανοιχτό παρακολουθούσε πότε τις ωθήσεις του σεξολόγου και πότε τα μάτια της γυναίκας του που έλαμπαν από την έξαψη.

Ο Ερωτόκριτος άρχισε να μπαινοβγαίνει μαλακά στην κολασμένη της είσοδο, ρούφηξε δυνατά τον λοβό του αφτιού της και ζούληξε ένα ένα τα καυτά στήθη της, λιώνοντας στην ηδονή, ώσπου έκανε μια παύση, παρατηρώντας κάθε χιλιοστό της αγαλματένιας κορμοστασιάς της. Γονάτισε στο στρώμα, χαϊδεύοντας κατά μήκος το βελούδινο σώμα της, τα χέρια του ταξίδεψαν με απαλές κινήσεις στα πόδια της και οι παλάμες του έκλεισαν τα πέλματά της υψώνοντάς τα πίσω από τους ώμους του, διεισδύοντας με περίσσεια μανία στην ολάνοιχτη είσοδό της. 

''Πες μου πόσο σου αρέσει, γλυκιά μου'', ψιθύρισε επιταχύνοντας.

"Πάρα πολύ", ψέλλισε αδύναμα η κοπέλα και άγγιξε το πίσω μέρος του λαιμού του, δίνοντάς του τα τρυφερά της φιλιά.

Ο Φαταούλας άφησε τον ανδρισμό του και έκανε τον κύκλο για να πάει πίσω του, έσκυψε ανάμεσα από τα πόδια του, κάρφωσε τα μαύρα μάτια του στο σημείο της επαφής τους και δίχως να τους ενοχλήσει, άνοιξε τους γλουτούς της γυναίκας του για να τον δει να γλιστράει βαθύτερα, και του είπε: 

"Είσαι ο μαέστρος της ψωλής, δικέ μου!"

''Ζήτα μου ό,τι θες...'' συνέχισε ο σεξολόγος δαγκώνοντας τα ούλα του να μη γελάσει με την αστείρευτη τρέλα του υπαστυνόμου. Ένωσε τα πόδια της, φέρνοντάς τα στο πλάι, και εισέβαλλε ολόκληρος μέσα της, βγάζοντας έναν πνιχτό στεναγμό.

Η Αφροδίτη κύρτωσε τη μέση της, έκανε πίσω το κεφάλι αφήνοντας τον υπέροχο λαιμό της στη θέα του και μόνο τότε έκανε την εμφάνισή του το λεγόμενο μήλο του Αδάμ, πολύ μικρότερο από οποιουδήποτε αρσενικού ήξερε. Το ένα χέρι της άνοιξε τον γλουτό της και το άλλο αγκάλιασε το μεγάλο στήθος της παίζοντας με τις ρόγες της, με τους αναστεναγμούς της να ξεχύνονται απ' τα σπλάχνα της. Η ηδονή της την έπνιγε, έτοιμη να την κάνει να εκραγεί. 

Ο Φαταούλας άναψε ένα πούρο, κάθισε στο αμαξίδιό της και το οδήγησε μπροστά της για να βλέπει τα μάτια της, αυτά τα γατίσια, πράσινα μάτια που λάτρευε περισσότερο και από τη ζωή του. Η Αφροδίτη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τη στύση του και εκείνος μόλις ένιωσε το άγγιγμά της και είδε τους μορφασμούς της ηδονής που της χάριζε ο σέξι σεξολόγος, τελείωσε πριν να πάρει ανάσα. "Γαμώ τις αγαμίες μου μέσαααααα... Κούνα τα καπούλια σου, μαέστρο μου", φώναξε καθώς απελευθέρωνε τη φωτιά του.

Η λεκάνη του Ερωτόκριτου ανταποκρίθηκε άμεσα στην εντολή του υπαστυνόμου, οι μύες του έσφιξαν, ο ανδρισμός του πέτρωσε, ''Δεν έχω άλλη δύναμη, γλυκιά μου...'' παραδέχτηκε και έκανε μια παύση να συγκρατήσει τον χείμαρρο των υγρών του ενώ οι ίριδές του διαστέλλονταν μένοντας καθηλωμένες τις θελκτικές κινήσεις της γλώσσας της που γλιστρούσε με πάθος σε όλη την επιφάνεια των μεταξένιων χειλιών της, πλήρως απελευθερωμένη μα συνάμα παγιδευμένη στην ακόρεστη ερωτική δίψα του είναι της. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν είχε βιώσει τέτοια εμπειρία, ισοδύναμη με τη μέθη όλων του των αισθήσεων - αυτό το θηλυκό ήταν μια μάγισσα με όλη τη σημασία της λέξης, πέρα από την αδιαπραγμάτευτη ομορφιά της κατείχε τον τέλειο συνδυασμό της φλογερής, παθητικής σεξουαλικότητας και της αρσενικής ορμής που ισοπέδωνε τα πάντα στο πέρασμά της.

"Μην κρατιέσαι άλλο, μωρό μου", είπε αγκομαχώντας, και το χέρι της έπιασε το μόριό της παίζοντας απαλά μαζί του μέχρι που εκτόξευσε με ορμή τους χυμούς της. Δεν είχε ζήσει παρόμοια εμπειρία ποτέ πριν στο παρελθόν, αυτός ο άντρας ήξερε να ευχαριστιέται τον ερώτα δίχως να κολλά σε μικροπράγματα, δεν έδωσε σημασία στη διαφορετικότητά της, την αντιμετώπισε σαν μια γυναίκα γεμάτη πάθος. Όπως ακριβώς ένιωθε και η ίδια.

''Είσαι φοβερή...'' Ο Ερωτόκριτος ελευθέρωσε τον ανδρισμό και τον οργασμό του και ξάπλωσε δίπλα της, κοιτώντας το κάτασπρο ταβάνι, ''Τώρα θέλω και τσιγάρο και ποτό'', αναστέναξε τρίβοντας το πρόσωπό του. 

"Εγώ φίλε μου μαέστρο... αν μου δώσει ένα φιλάκι το γυναικάκι μου που μου έλειψε...''  Ο Φαταούλας κούνησε τα φρύδια του και έξυσε το καραφλό του κεφάλι. 

"Μετά από αυτό που έζησα, ό,τι μου ζητήσεις!" του είπε ξεψυχισμένα η σύζυγός του και εκείνος σηκώθηκε με δάκρυα στα μάτια, της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί και μ' ένα τεράστιο χαμόγελο βγήκε από το δωμάτιο να φέρει ποτά και τσιγάρα και για τους τρεις του. 

"Σε ευχαριστώ και συγγνώμη για τον άντρα μου, αλλά και για 'μένα που δεν μπόρεσα να σου αντισταθώ." Η κοπέλα γύρισε και του χάιδεψε το πρόσωπο. "Δώσε λίγη γλύκα στο αγόρι σου όπως έδωσες και σε 'μένα, και όλα θα γίνουν", ολοκλήρωσε κουρασμένη.

''Θα το κάνω, αν με αφήσει...'' μειδίασε πλησιάζοντας το ζουμερό, φραουλένιο στόμα της, ''Εγώ τον κατανοώ τον υπαστυνόμο... Πώς να σου αντισταθεί;'' συμπλήρωσε και δάγκωσε το κάτω χείλος της, προσπαθώντας να στρέψει αλλού την προσοχή του για να εμποδίσει την ανύψωση του ανδρισμού του. 

"Ναι, ο γλυκός μου, το ξέρω πως με αγαπά και με ποθεί αλλά είναι πιεστικός. Όταν θέλει κάτι και δε με νιώθει, τον νικάει το κάτω κεφάλι. Αρσενικό βαρβάτο, το γοριλάκι μου." Απόλαυσε τα δόντια και τα χείλη του, έσυρε το κορμί της πιο ψηλά και ακούμπησε στο προσκέφαλο, χάιδεψε τα μαλλιά του και του έκανε νόημα να μπει στην αγκαλιά της.

''Τι να τον κάνεις; Υπομονή... Γιατί αγκαλιαζόμαστε;'' γέλασε κουρνιάζοντας στον ώμο της. 

"Και γιατί όχι;" τον κοίταξε με απορία.

''Θες κάτι να μου πεις;''

"Όχι, απλώς τ' απολαμβάνω, κακό είναι;" 

"Λοιπόν... σας έφερα πολλά και ωραία πράγματα." Ο Φαταούλας άφησε το καροτσάκι με τα ποτά, τον πάγο, το κουτί με τα πούρα, τα τσιγάρα και τους ξηρούς καρπούς. "Εσύ μαέστρος..." έδειξε τον Ερωτόκριτο και μετά τον εαυτό του, "κι εγώ μάστορας", τράβηξε το λάστιχο από το τιγρέ μποξεράκι του, κάθισε και πάλι στο καρότσι της γυναίκας του, σερβίροντας, και έδωσε ένα ποτό σ' εκείνη και ένα στον σεξολόγο.

''Χαίρομαι που είσαι ευχαριστημένος... μάλλον πρέπει να αλλάξω επάγγελμα'', του έκλεισε το μάτι, άναψε ένα τσιγάρο και ήπιε λίγο από το ποτό του, ''Αν και η Αφροδίτη είναι η πιο γλυκιά κοπέλα που έχω συναντήσει'' πρόσθεσε, και φύσηξε τον καπνό του με το μυαλό του να επανέρχεται στους έρωτές του. Εντέλει, όσο κι αν αγωνιούσε να περάσει την πρώτη νύχτα του γάμου του και με τους δυο τους, την πέρασε με δύο άγνωστους... 

"Ευχαριστώ Ερωτοκριτέ..." του χαμογέλασε με τα γατίσια, πράσινα μάτια της να λάμπουν και γύρισε το βλέμμα της στον σύζυγό της. "Καρδιά μου..." του είπε ενώ του έδειξε με το κεφάλι της τον σεξολόγο, κι εκείνος κόντεψε να πνιγεί με τη γουλιά από το ποτό του. 

 "Τι είναι, γυναικάρα μου όμορφη;" τη ρώτησε. 

 "Τι έταξες στο παλικάρι μας;" μπήκε μεμιάς στο θέμα και ο Φαταούλας κοίταξε το πάτωμα. "Είστε εντάξει, Ερωτόκριτε", συνέχισε η Αφροδίτη δίχως να περιμένει τον σύζυγό της και αυτός συμπλήρωσε: 

 "Μ' εμένα, ναι. Δώσε μόνο το ένα, εκεί που ξέρεις, και είσαι ελεύθερος. Θα σου δώσω και αντίγραφα των εγγράφων", αποκρίθηκε τελικά ο αστυνομικός και το πρόσωπο του Ερωτόκριτου έλαμψε από ευτυχία, αφού θα έδινε όσα είχε στην άκρη χωρίς να επιβαρύνει τον κοκκινομάλλη φίλο του.

''Σ' ευχαριστώ'', του είπε και γύρισε στην Αφροδίτη, δίνοντάς της ένα παθιασμένο φιλί, ''Κι εσένα σ' ευχαριστώ... για όλα!'' συνέχισε ανατριχιάζοντας στη θύμηση της επαφής τους, και σηκώθηκε φορώντας βιαστικά τα ρούχα του. ''Αν θες να μιλήσουμε για οτιδήποτε, θα με βρεις στο google, πληκτρολογώντας το όνομά μου... Ερωτόκριτος Ανέραστος'', ολοκλήρωσε κοιτώντας σοβαρά τον υπαστυνόμο. ''Δεν ντύνεσαι κι εσύ, γιατί έχουμε περίπου δύο ώρες διαδρομή και οι δικοί μου θα έχουν φρικάρει;''

"Άντε άντρα μου, τι το κοιτάς το παλικάρι; " Η Αφροδίτη φώναξε στον Φαταούλα που καθόταν και χάζευε τον Ερωτόκριτο να ντύνεται, δαγκώνοντας τα χείλη του, με τις σκέψεις του να οργιάζουν. "Άντε και μην αργήσεις, θα σε περιμένω να κάνουμε τρελίτσες" του είπε, και εκείνος κούνησε το κεφάλι του και τσακίστηκε να βάλει τα ρούχα του για να μηδενίσει την απόσταση και να βρεθεί στην αγκαλιά της γυναίκας του. 

"Να είσαι σίγουρος ότι θα σε ψάξω", του έκλεισε το μάτι η Αφροδίτη, χαλαρώνοντας με το ποτό στο χέρι, και εκείνος βάδισε προς την έξοδο του δωματίου κοιτώντας την πάνω και πίσω από τον ώμο του, με το στήθος του να κολλάει στον τοίχο δίπλα από την πόρτα.

''Τέλεια!'' αναφώνησε με τα χέρια του να ψάχνουν για το πόμολο χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω της, πλήρως αποδιοργανωμένος. ''Θα περιμένω το τηλεφώνημά σου ή ένα μήνυμα ή ένα email, ή... ό,τι θες...''

"Εις το επανιδείν!" του σήκωσε το ποτήρι της και χαμογέλασε. 

Ωστόσο, ο Φαταούλας τον περίμενε ήδη στο αυτοκίνητο με το πούρο στο στόμα. "Είσαι έτοιμος να φτάσεις στο σπίτι σε σαράντα λεπτά;" τον ρώτησε βλέποντάς τον να κάθεται δίπλα του.

''Σε σαράντα λεπτά;... Όρθιος ή με ασθενοφόρο;'' συνοφρυώθηκε.

"Μπορεί ξερασμένος, αν δεν αντέχεις... εγώ πάντως θέλω να γευτώ τη γυναικάρα μου", του απάντησε και έσκυψε πάνω από τον καβάλο του με το πούρο να στέκει στο στόμα του και τον Ερωτόκριτο να τον κοιτά πονηρά.

''Παρακαλώ!'' σήκωσε αστειευόμενος τα χέρια του στον αέρα, ''Όλος δικός σου!''

Ο Φαταούλας γέλασε και πνίγηκε με τον καπνό του, "Θα το ήθελα, αλλά θέλω τη γυναίκα μου πιο πολύ από εσένα" αποκρίθηκε και άνοιξε το ντουλαπάκι βγάζοντας τη σειρήνα. Την έβαλε στην οροφή και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα έξαψη και το πούρο να καίγεται την άκρη των χειλιών του. "Κρατήσου", είπε και μεμιάς οι ρόδες πήραν φωτιά. Το αυτοκίνητο διέσχισε τον δρόμο με μεγάλη ταχύτητα, τίποτα δεν έμπαινε εμπόδιο στο διάβα του ακόμα και στην Εθνική οδό, που οι ράμπες ανέβηκαν μόνο και μόνο από την ''επαφή'' τους με τη σειρήνα.

''Ήταν άντρας άντρας;'' Η υπομονή του Ερωτόκριτου εξαντλήθηκε, για κάποιο λόγο επιθυμούσε να μάθει τα πάντα για τη Θεά του έρωτα - αν γεννήθηκε ερμαφρόδιτη, πόσες επεμβάσεις έκανε γι' αυτό το αποτέλεσμα, πόσες ορμόνες της χορηγήθηκαν, αν είχε μετανιώσει για την αλλαγή της, πώς αισθανόταν, πώς τραυματίστηκε, πόσο καιρό ήταν καθηλωμένη στο καρότσι, ποια ήταν η ηλικία της, ποιο το όνομά της πριν μεταμορφωθεί σ' αυτό το σαγηνευτικό πλάσμα, αλλά και πώς γνωρίστηκαν και έδεσαν οι δυο τους.

"Θα σου πω γιατρέ μου, γιατί τώρα είσαι γιατρός..." του είπε με σοβαρότητα.

''Εννοείς ότι χρειάζεσαι σε κάτι την επιστημονική μου άποψη;...'' απόρησε, ''Και δεν είμαι γιατρός, ψυχολόγος - σεξολόγος είμαι!'' Δεν ήξερε γιατί όλοι τον αποκαλούσαν γιατρό ούτε γιατί συνέχιζε να χρησιμοποιεί την ίδια φράση, αλλά ήταν κάτι που του έβγαινε αυθόρμητα, όσο αυθόρμητα έβγαινε και στους συνομιλητές του να ταυτίζουν το επάγγελμά του με αυτό του ψυχίατρου.

"Άσε τις αρλούμπες, εχεμύθεια θέλω", συνέχισε πιο σοβαρά.

''Πόσες φορές θα επαναλάβουμε το θέμα της εχεμύθειας; Ξεκόλλα!'' δυσανασχέτησε.

"Καλά ντε, είσαι και άγριος", γύρισε τα μάτια του και πέταξε το πούρο από το παράθυρο. "Ήταν μια γυναίκα φυλακισμένη σε σώμα άντρα. Τη γνώρισα στα είκοσι δύο της, ένα βράδυ στη Συγγρού. Πήγα για περιπολία και είδα μια κοπέλα σαν νεράιδα, σαν τα κρύα τα νερά, και μαγεύτηκα. Τη ρώτησα αν χάθηκε ή αν ξέμεινε εκεί από κάποια έξοδο. Στην αρχή ήταν ντροπαλή και φοβισμένη. Μόλις τελείωσα τη βάρδιά μου, τη βρήκα στο σημείο που της είχα πει να με περιμένει και η έκπληξή μου ήταν μεγάλη, με γέμισε χαρά, από τότε πέρασαν δέκα χρόνια και είμαστε ακόμη μαζί. Τη λατρεύω. Και αν απορείς αν έχει επέμβει στο σώμα της... η απάντηση είναι πως όχι", ολοκλήρωσε τη στιγμή που κατέβαζε τη σειρήνα καθώς έβγαιναν στην έξοδο για Επίδαυρο.

''Και το στήθος;'' αναρωτήθηκε.

"Αυτό ναι!" χαμογέλασε ο Φαταούλας, "Αν και είχε, της έκανα ένα δωράκι... εξάλλου, οι περισσότερες είναι σιλικονάτες τώρα πια", του έκλεισε το μάτι και σταμάτησε στην πίσω μεριά του σπιτιού του. "Ευχαριστώ για το καλό που μου έκανες Ερωτόκριτε... κι ό,τι θες, μη διστάσεις", του άφησε την κάρτα του στα χέρια.

''Θα το έχω υπόψιν... Καλή συνέχεια'', αποκρίθηκε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο, υψώνοντας τα μάτια στον καταγάλανο, ηλιόλουστο ουρανό. 

Έφυγε πολύ πριν χαράξει η πρώτη μέρα της έγγαμης ζωής του και επέστρεψε μες στο καταμεσήμερο, απορώντας τι και ποιους θα συναντήσει στο σπιτικό του, όμως κάτι είχε αλλάξει μέσα του, κατακλυζόταν από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα παρά τις δυσκολίες και το άγχος να ξεμπερδέψει μια ώρα αρχύτερα με τον υπαστυνόμο Ξυπνιοπούλη. Ίσως οι δικοί του είχαν καλέσει την αστυνομία, ίσως η Πανωραία βυθίστηκε για δεύτερη φορά στα αστρικά ταξίδια της για να τον βρει και δε θα ήταν διόλου απίθανο να συναντήσει τον ποιητή του εξοργισμένο, μα ήταν επιτέλους ελεύθερος από πολλά αρνητικά συναισθήματα και δεν αισθανόταν καμία ενοχή για την πράξη του... διασκέδασε, εκτονώθηκε, αφέθηκε στη ζεστασιά της κι ένιωσε και τη δική του καρδιά να θερμαίνεται, απομακρύνοντας την τοξική συνήθεια της ντροπής, που διέλυε λεπτό το λεπτό την ψυχική του υγεία. Και η θάλασσα ήταν τόσο γαλήνια και φωτεινή σήμερα, σαν να έδεσε μέσα από τις αμέτρητες βουτιές του, την αλμύρα της με την ψυχή του.

''Είμαι έτοιμος για όλα'', είπε με το που άνοιξε την πόρτα, ''Αλλά πάνω απ' όλα είμαι καλά!''

Το σπίτι ήταν άδειο, μαζεμένο και μοσχομύριζε, όλοι είχαν επιστρέψει στις βάσεις τους. Στο γραφείο η Πανωραία έπαιζε με τη στύση του Υάκινθου, η κάψα τους ήταν έντονη και ειδικά η δική της, λόγω των εξωπραγματικών δονήσεων που έλαβε μέσω του Ερωτόκριτου. Τόσο όμορφη, τόσο ηδονική γυναίκα δεν είχε δει ούτε η ίδια. Έσκυψε και βύθισε τον ανδρισμό του στο στόμα της, ο ποιητής έκλεισε τα μάτια, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, η ηδονή της μεταφέρθηκε και σ' εκείνον, που δεν μπορούσε πλέον να αντισταθεί, ήθελε να επιστρέψει γρήγορα, ήθελε να βυθιστεί βαθιά μέσα του, να νιώσει το κορμί του να τρέμει.

''Μόνος μου μιλάω'', συμπέρανε ο Ερωτόκριτος και μπήκε στο γραφείο κλείνοντας μεμιάς την πόρτα πίσω του, τα κλειδιά έπεσαν από το χέρι του και η ανάσα του κόπηκε στη θέα τους. 

''Δε σκόπευα να ενοχλήσω...'' μουρμούρισε, ''Πάω να κάνω ένα μπάνιο, συνεχίστε εσείς...'' τους προέτρεψε και γυρίζοντας να βγει, κουτούλησε στο ξύλο, βρίζοντας από μέσα του.

"Μην αργήσεις", ψέλλισε αναστενάζοντας ο Υάκινθος και συνέχισε: "Σε θέλω", ενώ η Πανωραία σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε μ' ένα λάγνο βλέμμα και τα μάγουλά της κατακόκκινα από την έξαψη, σκύβοντας και πάλι ανάμεσα στα πόδια του ποιητή.

Ο Ερωτόκριτος γούρλωσε τα μάτια στο άκουσμά του και στη φλογερή ματιά της αγαπημένης του, που επίσης του έλειπε πολύ, και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, γδύθηκε γρήγορα, μπήκε κάτω από το παγωμένο νερό για να συνέλθει έστω λίγο από την κάψα του κορμιού του που αυξανόταν επικίνδυνα, έπλυνε τα δόντια του και κατέβηκε και πάλι με την ίδια ταχύτητα, μπουκάροντας στο γραφείο με μια πετσέτα τυλιγμένη στη μέση και το νερό να στάζει από τα μαλλιά του στο πάτωμα, ευχαριστώντας σιωπηλά τον Θεό που δεν γκρεμοτσακίστηκε στη σκάλα.

Η Πανωραία σηκώθηκε, άφησε για λίγο τον ποιητή που έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι χαζεύοντάς τους, και τον πλησίασε αισθησιακά. Σταμάτησε μπροστά του, τον κοίταξε μεθυσμένη από το βλέμμα του και άνοιξε την πετσέτα του αφήνοντάς τη να πέσει στο πάτωμα, "Συγγνώμη, δεν ήθελα να το ξανακάνω χωρίς την άδειά σου. Ήθελα να δω αν είσαι καλά, ανησυχήσαμε, σε ψάχναμε παντού, κι έτσι έκανα ένα αστρικό ταξίδι για να σε βρω και είδα πως είσαι καλά. Φοβήθηκα μη σου κάνουν κάτι..." ομολόγησε αγγίζοντας τη στύση του, "Και... και δεν άντεξα, σε ένιωσα", συνέχισε, και ένωσε τα χείλη τους σ' ένα παθιασμένο φιλί.

''Τώρα έχεις την άδειά μου... αλλά να το κάνεις χωρίς να επεμβαίνεις στο μυαλό μου.'' 

Η φωνή του βγήκε βραχνή και οι θάλασσές του ταξίδεψαν στις καμπύλες του γυμνού της κορμιού, σαν κύματα που σπάνε στα βράχια, κάνοντας μια μικρή παύση στη μικροσκοπική κοιλίτσα της. Τα ακροδάχτυλά του έκαναν βόλτες πάνω της για λίγα δευτερόλεπτα. Την έπιασε από τη μέση, τη σήκωσε στα χέρια και την ακούμπησε στον τοίχο, τρυπώνοντας ανάμεσα στα πόδια της που αμέσως άνοιξαν τυλίγοντάς τον. ''Μου έλλειψες πολύ, ομορφιά μου'', ψέλλισε απομακρύνοντας τα μαλλιά της από τον ψηλόλιγνο λαιμό της, χαρίζοντάς του τα γλυκά του φιλιά όσο η στύση του τριβόταν δυνατά στην κλειτορίδα της.

"Κι έμενα ψυχή μου, πολύ", είπε ξέπνοα με τα βλέφαρά της να κλείνουν απολαμβάνοντας τη στιγμή τους, και ο οργασμός της τον έλουσε. "Ήταν υπέροχο. Είσαι υπέροχος!" συνέχισε με τα νύχια της να εισχωρούν στην πλάτη του. Ο Υάκινθος έβλεπε το σμίξιμό τους και δάκρυζε, ήταν μια τόσο όμορφη εικόνα, γεμάτη αγάπη. Ένιωσε ένοχος για μερικά λεπτά που τον απόφευγε, μα το μοναδικό που ήθελε ήταν να σταθεί στα πόδια του για να μπορεί να νιώσει κάθε εκατοστό του κορμιού του.

''Τι ήταν υπέροχο; Τι σε άναψε πιο πολύ;'' Οι ωθήσεις του δυνάμωσαν, το ένα του χέρι κράτησε τη φουσκωμένη κοιλίτσα της και το άλλο τη μέση της, στηρίζοντάς τη στον τοίχο.

"Εκείνη, εσύ, όλο! Τρελάθηκα", ψιθύρισε πάνω στα χείλη του και τα δάχτυλά της ανέβηκαν και μπλέχτηκαν στα καστανά του μαλλιά. 

Όλο το κορμί της έτρεμε, τον χρειαζόταν, δεν άντεχε δίχως το άγγιγμά του. Η λεκάνη του λικνίστηκε τολμηρά, διεισδύοντας στο κέντρο της ύπαρξής της. Οι ίριδές του καρφώθηκαν στις μελιές δικές της, παραδομένος στην άνευ όρων αγάπη της, αφού η σύζυγός του έβλεπε ολάκερη την πλάση μέσα από τα δικά του μάτια, έχοντας τα δικά του συναισθήματα, αισθανόμενη κάθε του σκέψη, ανάγκη και επιθυμία, χωρίς να πνίγεται... Διατηρούσε μονάχα την ακεραιότητά της, άνευ κριτικής, όντας ο παρατηρητής του, ο φύλακας Άγγελός του με τα ξανθά, μεταξένια μαλλιά που ανοίγοντας τα πάλλευκα, εντυπωσιακά πουπουλένια φτερά του τον μετέφερε στον παράδεισο, λυτρώνοντάς τον.

Οι αναστεναγμοί της έλουσαν το σπίτι, οι αισθήσεις της νέκρωσαν, άδειασε και απελευθερώθηκε μαζί του. Το δηλητήριο που άλλοτε κυλούσε στις φλέβες τους ενώνοντάς τους σε ένα σώμα, μετατράπηκε σε φως. Σε ένα καθαρό φως, σε μια πηγή που οι ακτίνες της εναρμονίζονταν με αυτές του Υάκινθου που, αν και μακριά, παρέμενε ένα με τους δυο τους,  ακτινοβολώντας αγάπη, ζεστασιά και επιθυμία. Δε χόρταινε να τους βλέπει, να νιώθει την αγάπη τους.

"Λες να αισθάνεται το πόσο σας αγαπώ;" έσκυψε στ' αφτί της τρέμοντας καθώς πλησίαζε στην κορύφωσή του.

"Όλα τα αισθάνεται", απάντησε και γαντζώθηκε επάνω του, έτοιμη να εκραγεί. "Σε αγαπώ πολύ ψυχή μου, όπως κι αυτό", είπε καθώς άφηνε ελεύθερους τους χυμούς της, προσφέροντάς του έναν έντονο οργασμό. 

"Συγγνώμη που απομακρύνθηκα και που πίστεψα ότι δεν είμαι άξιος να σταθώ δίπλα σας..." συνέχισε στο αφτί της, σφίγγοντάς τη στο στήθος του.

"Δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη, ψυχή μου. Ποτέ ξανά μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Και να χάσεις τον δρόμο σου εμείς, εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω", του απάντησε γλυκά δίνοντάς του ένα φιλί.

"Έχει δίκιο. Σοφή γυναίκα." Ο Υάκινθος του έκλεισε το μάτι, βλέποντάς τον να κάθεται στο στρώμα σε μια προσπάθεια να βρει τη χαμένη του ανάσα.

''Εγώ πάντως, αν και ενθουσιάστηκα, δε βιάζομαι. Μπορώ να κάνω υπομονή μέχρι να περπατήσεις'', του είπε απλώνοντας το κορμί του να ξεπιαστεί. ''Ειλικρινά, δεν ήθελα να σας κόψω... συνεχίστε, δε με χαλάει καθόλου να σας χαζεύω.''

"Όχι μωρό μου, θα σε αφήσω να πάρεις ανάσα και μετά θα σε αναλάβω εγώ..." Ο ποιητής σύρθηκε κοντά του και ξάπλωσε στο στέρνο του να ακούει την καρδιά του με τα χέρια του να αγγίζουν το στήθος του, "Εκτός και αν... δεν αντέχεις όπως παλιά", χαμογέλασε, και η Πανωραία ξάπλωσε στην άλλη πλευρά του στέρνου του δίνοντάς του φιλιά, με τον Υάκινθο να ακολουθεί και τις τρεις γλώσσες τους να δένονται σ' ένα παθιασμένο φιλί.

''Και γιατί να μην αντέχω;'' πετάχτηκε από τη θέση του συνειδητοποιώντας τι είχε μόλις ακούσει. ''Όλα τα αντέχω, δε με πήραν και τα χρόνια, έχουμε μέλλον μπροστά μας μέχρι να αχρηστευτώ'', γέλασε, και σκαρφάλωσε στο αψεγάδιαστο κορμί του ανοίγοντας τα πόδια του δεξιά κι αριστερά από τα δικά του, σέρνοντας τη φλεγόμενη είσοδό του στο ανδρισμό του, ενώ πάλευε να συνειδητοποιήσει ότι τον είχε εκεί, μαζί του, στην αγκαλιά του, ότι γευόταν με όλες του τις αισθήσεις τη σάρκα και την ψυχή του. ''Είσαι σίγουρος γι' αυτό;'' τον ρώτησε με τα χείλη του να μεταφέρονται μία στο στόμα και μία στον λαιμό του.

"Πολύ αργά." Του είπε ο ποιητής μ' ένα λοξό χαμόγελο και εισχώρησε μέσα του αφήνοντας έναν αναστεναγμό ενώ τα δάχτυλά του γλίστρησαν μες στις παλάμες του, ενώνοντας τα χέρια τους όλο και με περισσότερη δύναμη καθώς έκανε τις ωθήσεις του, ενώ η Πανωραία ξάπλωσε δίπλα τους με τα μάτια της να ταξιδεύουν στα κορμιά τους και ο Ερωτόκριτος εναρμονίστηκε με τον ρυθμό του και έκλεισε τα βλέφαρα, πλήρως συντονισμένος στην επαφή τους, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τα καυτά του δάκρυα που τον είχε ξανά μέσα του σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να διέγραφε κάθε ίχνος από τις λιγοστές αναμνήσεις που ακόμη τον πονούσαν, συστέλλοντας τους μύες του για να τον αισθανθεί ακόμα πιο έντονα.

Ο ποιητής άφησε τα χέρια του, σκούπισε τα μάτια του χαρίζοντάς του τα φιλιά του και έβαλε δύναμη στα χέρια για να μεγιστοποιήσει τις διεισδύσεις του, "Σε αγαπώ πολύ", ψέλλισε καθώς δάγκωνε τον λαιμό του και χτυπούσε δυνατά πάνω στη λεκάνη του. Τα μάτια του έκλεισαν, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, όλο το πάθος και ο έρωτας που έτρεφε για 'κείνον μετατράπηκε σ' έναν ηλεκτρισμό που διαπέρασε όλο το κορμί του, και η Πανωραία τον αισθάνθηκε και μετακίνησε τα δάχτυλά της στην κλειτορίδα της παίζοντας ζωηρά μαζί της, αφήνοντας τα εκστατικά αγκομαχητά της, λίγο πριν ο σεξολόγος πάρει τα ηνία μπλέκοντας και τους τρεις τους σ' ένα κουβάρι αισθησιασμού και ηδονής.

Εν τούτοις, ο Ακριβός καθόταν και πάλι στην παραλία, ο μεσημεριανός ήλιος έκαιγε τη λευκή επιδερμίδα του κι ας ήταν βρεγμένος από τη βουτιά που έκανε για να καθαρίσει το μυαλό και το σώμα του. Όσο κι αν ήθελε να το αποφύγει, μόλις τα χέρια του Δάντη έπιασαν τον αυχένα του και τα χείλη του σταμάτησαν ένα χιλιοστό από τα δικά του, του ήταν αδύνατον να αντισταθεί και όρμησε στο στόμα του. Πάλεψαν να γδύσουν ο ένας τον άλλον, έπεσαν σαν ένα σώμα στον καναπέ και έτσι όπως ήταν παραδομένος στον πόθο του, γλίστρησε στην ανέγγιχτη είσοδό του και τον έκανε δικό του. Αισθάνθηκε τη ζεστασιά του, την ηδονή του και, όντας κρυμμένος βαθιά μέσα του, ψέλλισε το σ' αγαπώ, για να το επαναλάβει και ο έρωτάς του. Τα φιλιά και τα χάδια του χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο κορμί του. Πώς θα έβγαζε από το μυαλό του αυτές τις στιγμές, πώς θα τολμούσε να συνεχίσει σαν μη συνέβη ποτέ;

Και η Ελένη;... Είχε την ικανότητα να τον κάνει να ξεχάσει; Με τον Ερωτόκριτο βίωσε κάτι δυνατό, μα η γλυκιά παρουσία και η αγκαλιά αυτής της κοπέλας τον μαγνήτιζαν να αδειάσει το μυαλό του. Θα ήταν τόσο εύκολο και τώρα, μετά απ' όσα έζησε; Το ήλπιζε με όλη του την καρδιά και όχι μόνο για τις γυναίκες που είχαν στη ζωή τους, μα και γι' αυτό το μωρό που δεν έφταιξε σε τίποτα...

-----------------------------------------------------------------

ΥΓ: Καθυστερούμε λίγο να ανεβάσουμε κεφάλαιο λόγω των ημερών, αλλά και του μεγάλου όγκου τους... Από ό,τι βλέπετε μας βγήκε λίγο ιδιαίτερο και άκρως αισθησιακό (όχι ότι τα άλλα δεν είναι, αλλά οκ)... Έτσι, αποφασίσαμε να ανεβάσουμε το επόμενο την Τρίτη του Πάσχα, σεβόμενες τα πιστεύω του καθενός και τη νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας. Να έχετε ένα όμορφο τριήμερο και να επιτρέψετε στο Πνευματικό Φως της αγάπης και της Ανάστασης που ζει εντός μας να ποτίσει τις καρδιές τις δικές σας και των αγαπημένων σας... Δεν είναι εύκολο, όμως ο Χριστός μάς έδειξε τον δρόμο που θα ήταν ωφέλιμο να ακολουθήσουμε, μέσα από τις παραβολές Του αλλά και τον ξεκάθαρο λόγο Του. 💜😘

Continue Reading

You'll Also Like

82.1K 3.6K 60
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?
54.5K 7.7K 41
"Ειλικρινά τι υπέροχο έχω δεσποινίς Ντέιζι? Πάντα καταλήγετε να ξεστομίζετε ανοησίες!"
768K 28.8K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
116K 4.4K 52
Η δεκαεπτάχρονη Νόα Μόργκαν λατρεύει την ήσυχη, φυσιολογική της ζωή στο Τορόντο. Αλλά όταν η μητέρα της επιστρέφει από μια κρουαζιέρα απροσδόκητα πα...