Βάλε φαντασία 2 : Τον... κλάψ...

By ellaria_black

8.4K 710 2K

Όλα ξεκίνησαν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2020. Δύο γυναίκες ενώθηκαν μέσα από τις δυσκολίες της ζωής. Η μία έχ... More

Ενημέρωση...
1.
2.
3.
4.
5.
6.
7.
8.
Cast
9.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
Έκτακτη ενημέρωση!!!!
19.
20.
21.
22.
23.
24.
25.
26.
27.
28.
29.
30.
31.
32.
33.

10.

213 22 81
By ellaria_black

Αν τα κάνεις μαντάρα με την ανατροφή των παιδιών σου νομίζω πως οτιδήποτε άλλο και να κάνεις καλά δεν έχει μεγάλη σημασία.

Τζάκι Κένεντι Ωνάση

-------------------------------------------------------------


Τα μεγάλα ηχεία ήταν τοποθετημένα διάσπαρτα σε όλο τον κεντρικό δρόμο της Πούντα Κάνα και ο ρυθμός της σάμπα καλούσε όλους τους επισκέπτες να κουνηθούν μαζί με τους μεταμφιεσμένους που περπατούσαν και χάζευαν τα γκρουπ που έδιναν σόου. Η Τασία έστρωσε τα κόκκινα φτερά που κοσμούσαν την πάνω μεριά των οπισθίων της - το κάτω μέρος ήταν ακάλυπτο, και απόρησε γιατί υπήρχαν εκεί, αφού δε έκρυβαν αυτά που έπρεπε. Η Χριστίνα μπροστά της λικνιζόταν στον ρυθμό της μουσικής και προσπαθούσε να κουνήσει τους γλουτούς της που ίσα που καλύπτονταν από τα πράσινα φτερά της στολής της. 

Την πλησίασε και χόρεψε μαζί της τη στιγμή που ένα άρμα στολισμένο με πολύχρωμες κορδέλες, στρας και χρυσόσκονη σταμάτησε μπροστά τους. Η κοπέλα που χόρευε πάνω του φορούσε ένα λευκό συνολάκι σαν το δικό τους και τους έκανε νόημα να συντροφεύσουν την ξέγνοιαστη παρέα τους. Η Χριστίνα δίχως να το σκεφτεί, έπιασε το χέρι ενός γεροδεμένου, μελαμψού άντρα που φορούσε ένα πράσινο στρινγκ, για να ανέβει, ενώ η Τασία έμεινε να κοίτα την κοπέλα με τα λευκά φτερά. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, έφταναν μέχρι τους γλουτούς της και τα στόλιζε μια λευκή κορώνα. Στη συνέχεια κοίταξε τη φιλενάδα της, ο στηθόδεσμός της με το ζόρι κάλυπτε τις ρώγες της, το μικροσκοπικό μπικίνι αγκάλιαζε υπέροχα την περιοχή της και το σώμα της γυάλιζε σαν πολύτιμο σμαράγδι από πάνω μέχρι κάτω, σαν αυτό που είχε στο μέτωπό της και ταίριαζε απίστευτα με τα πράσινα φτερά στο κεφάλι της.

Το κορμί της πήρε μεμιάς φωτιά και στο τσακ πρόλαβε να ανέβει κι εκείνη στο άρμα την ώρα που η Χριστίνα σκαρφάλωνε στο ψηλότερο σημείο του, όπου βρισκόταν η κοπέλα με τα λευκά φτερά. Από τη στιγμή που προσγειώθηκαν στον Άγιο Δομίνικο δεν ξεκόλλησαν καθόλου, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έστεκαν η μία μακριά από την άλλη και η εκκίνηση του οχήματος τις τράνταξε τόσο που αναγκάστηκαν να διανύσουν χωριστά τα πρώτα μέτρα της διαδρομής. 

Η Χριστίνα πήρε μια βαθιά εισπνοή να βρει την αυτοκυριαρχία της που άρχισε να χάνεται χωρίς τη φίλη της στο πλευρό της και, ανοίγοντας την παλάμη της, φίλησε τα μακριά της δάχτυλα και σκόρπισε το φιλί της στον αέρα φυσώντας το κατά πάνω της, μα, πριν προλάβει να κατεβάσει το χέρι, ένα αίσθημα καύσου διαπέρασε το μπράτσο της και τα γόνατά της λύγισαν από τη ζάλη... όμως η δυνατή κραυγή που τρύπησε τα αφτιά της, οι τσιρίδες του κόσμου και οι δύο άντρες που έτρεξαν κατά πάνω της, επιτάχυναν όλες τις αισθήσεις της αναγκάζοντάς τη να στρέψει πίσω της το θολό της βλέμμα, καρφώνοντάς το στη βασίλισσα του άρματος που κείτονταν στο κέντρο μιας κατακόκκινης λίμνης που όλο και ξεχείλιζε γύρω από το χλωμό της κορμί.

Η Τασία μες στον χαμό και στα ουρλιαχτά προσπάθησε να σπρώξει όσους ήταν στην εξέδρα για να φτάσει την αιματοβαμμένη φίλη της, αναλογιζόμενη το τραγικό λάθος που έκανε να την αφήσει μόνη, και ώθησε με περισσότερη μανία όσους βρίσκονταν μπροστά της φωνάζοντας επανειλημμένα το όνομά της, μέχρι που την προσοχή της απέσπασε μια αντρική φιγούρα -ακριβώς επάνω από το κεφάλι της- που αιωρήθηκε σαν τον Ταρζαν κρεμασμένη από το κεντρικό σχοινί που συγκρατούσε τον στολισμό του άρματος και βρέθηκε στο πλευρό της, τη σήκωσε σαν πούπουλο στα στιβαρά χέρια του και με μια δρασκελιά προσγειώθηκε δίπλα στην Χριστίνα.

Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί, η παρέλαση σταμάτησε και ένα τσούρμο από αστυνομικούς μαζεύτηκε τριγύρω τους. Η Τασία κοίταξε το μπράτσο της φίλης της, έβαλε τα χέρια της πάνω του και πίεσε με δύναμη την τραυματισμένη περιοχή, ενώ ο άντρας την άφησε απαλά στην εξέδρα, έβγαλε το μαύρο πουκάμισό του, έσκισε ένα κομμάτι του και κράτησε στην αγκαλιά του την τρομαγμένη γυναίκα, δένοντάς το γύρω από την πληγή της.

"No pasó nada. Un rasguño es solo." Τον άκουσε μες στη ζάλη της να λέει, συνεχίζοντας: "No es profundo vivirá la verdad digo." 

Η Τασία έγειρε το κεφάλι στα δεξιά, δεν καταλάβαινε λέξη απ' όσα τους έλεγε, όμως, η θετική αύρα του ήταν αρκετή για να τον εμπιστευτεί στα τυφλά. Τα μαύρα μαλλιά και μάτια του ήταν πανέμορφα και το στιβαρό κορμί του την έκανε να τα χάσει εντελώς. Κούνησε με δύναμη το κεφάλι της για να συνέλθει από το σοκ και του είπε στα αγγλικά:

"Πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο..."

Εκείνος χαμογέλασε και της επανέλαβε με σπαστή, αγγλική προφορά: "Δεν έγινε τίποτα, μια γρατζουνιά είναι μόνο και δεν είναι βαθιά. Θα ζήσει, αλήθεια σου λέω."

"Δε μου αρκεί, θέλω να τη δει ένας γιατρός", επέμεινε.

''Δεν καταλαβαίνω τι λέει αυτός, αλλά είμαι καλά. Μόνο που ζαλίζομαι λιγάκι'', είπε η Χριστίνα έχοντας τα μάτια της στραμμένα στην πληγή της. ''Εκτός από την υψοφοβία και την αρρωστοφοβία, έχω και μια μικρή αιματοφοβία...'' πρόσθεσε καθώς σκεφτόταν πόσο επικίνδυνο ήταν το τραύμα της, και οι ίριδές της στριφογύρισαν γοργά μες στους οφθαλμικούς της κόγχους.

"Κάτι άλλο έχετε σε φοβία, κυρία μου;" Πετάχτηκε ο μελαμψός άντρας με το γελαστό πρόσωπό, "Είμαι βέβαιος πως θα μπορούσα να βοηθήσω με όλες τις... φοβίες σας!" συμπλήρωσε, και το στόμα της Τασίας άνοιξε διάπλατα.

"Ξέρετε ελληνικά;" τον ρώτησε και γύρισε στη Χριστίνα: "Κοίτα εμένα" της είπε, και έβγαλε τα πλουμιστά φτερά από το κεφάλι της για να την ξαλαφρώσει.

"Και βέβαια ξέρω, όμως, εδώ θα τα λέμε;..." είπε και της έδειξε τα χέρια του που βαστούσαν ακόμη τη Χριστίνα, "Όχι πως έχω πρόβλημα να κρατώ μια τόσο όμορφη γυναίκα στην αγκαλιά μου, αλλά, να, είναι που είναι ανισόπεδο το έδαφος!"

''Είμαι καλά!'' είπε ξανά η Χριστίνα κολακευμένη από τα λόγια του, αν και είχε βολευτεί άψογα στα ζεστά και στιβαρά του μπράτσα. ''Πάμε όπου θέλετε. Τι θα λέγατε να πίναμε έναν καφέ; Έχει καμιά καλή καφετέρια εδώ κοντά;'' 

"Έχει ένα μπαρ στην παραλία, αν θέλετε. Νομίζω πως το αλκοόλ θα σας κάνει καλό!" είπε ο άντρας κοιτώντας βαθιά στα μάτια της, και όλο πλησίαζε και πιο κοντά στο πρόσωπό της, πλήρως παραδομένος στην εξωτική της ομορφιά.

"Ναι ναι. Αν νιώθει καλύτερα, δεν την αφήνετε να περπατήσει;" Η Τασία ένιωσε σαν κάποιος να της έριξε μια πέτρα στο κεφάλι, αυτός ο εντυπωσιακός άντρας έδειχνε το ενδιαφέρον του ανοιχτά για 'κείνη, και τότε θυμήθηκε το όνειρό της: Ήταν ο ίδιος άντρας που σμίλευε το θεσπέσιο κορμί της γυναίκας της. Τα πόδια της κόπηκαν, εκείνος την άφησε κάτω για να συνεννοηθεί στα ισπανικά με τους αστυνομικούς και η Τασία κάθισε στην εξέδρα κρατώντας το κεφάλι της, αυτές οι σκέψεις της την έκαναν να καταλάβει πως ήταν... ερωτευμένη; Έσμιξε τα φρύδια της και έκανε νοήματα στον ίδιο της τον εαυτό. 

Ήταν όντως;... Ζήλεψε και φοβήθηκε, αλλά ήταν όντως έρωτας; Συνέχισε να μιλά νοερά και να μαλώνει τον εαυτό της γι' αυτά της τα συναισθήματα, πράττοντας ό,τι της είχε μάθει η Πανωραία μέσω του διαλογισμού, δηλαδή να ελέγχει και να κατευνάζει τα συναισθήματά της, που στη στιγμή ζωντάνεψαν υπό τη μορφή μιας τεράστιας πυρκαγιάς, απειλώντας να απανθρακώσει τα πάντα στο πέρασμά της.

''Θα με βοηθήσεις να σηκωθώ;'' τη ρώτησε η Χριστίνα δίνοντάς της το χέρι της. Είχε συγκεντρώσει όλες της τις δυνάμεις, αλλά αποζητούσε όσο τίποτα το άγγιγμά της. Της έλειπε πολύ κι ας την είχε κοντά της. 

"Ναι, θα σε βοηθήσω. Και βέβαια θα το κάνω... αλλά να, είναι που θέλει και ο... πώς τον είπαμε; Σκατά!" Η Τασία σηκώθηκε βρίζοντας τον εαυτό της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση της. "Αχ φιλενάδα, έχασα τη μισή μου ζωή" είπε κι έβαλε το κεφάλι της στο στερνό της, κλαίγοντας. Αν την έχανε, θα έχανε και το μυαλό της. "Σ' αγαπώ πολύ, δε θα σε αφήσω λεπτό ξανά μόνη!"

''Κι εγώ σε αγαπώ πολύ!'' εκδηλώθηκε και η Χριστίνα, ''Μην κλαις. Σου το υπόσχομαι, ποτέ δε θα χωριστούμε, αυτοκόλλητες θα γίνουμε... Δεν ήρθε ακόμη η ώρα να συναντήσω τον μακαρίτη'', συνέχισε σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά της. 

"Αν το ξαναπείς αυτό, θα πάω εγώ να τον βρω και να του τα ψάλλω ένα χεράκι που δε σε αφήνει να ησυχάσεις" είπε, σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο την ώρα που το αρρενωπό αρσενικό έφτασε κοντά τους.

"Ελάτε, κυρίες μου" αποκρίθηκε γλυκά όσο ο αρχηγός της αστυνομίας τους αποχαιρετούσε με το χέρι στο μέτωπο, λέγοντας: "Gracias señor Pistola y las dejamos soñoras en buenas manos'', και τους μετέφρασε τα λόγια του:

"Λέει πως με ευχαριστεί και ευχαριστεί κι εσάς κυρίες μου, σας αφήνει σε καλά χέρια." 

Ο επίδοξος διάδοχος του Ταρζάν έκλεισε το πρόσωπο της Χριστίνας στα χέρια του κάνοντας την Τασία να απομακρυνθεί ελαφρώς, κρατώντας τη δυνατά από το άλλο της χέρι, και κοίταξε τα μάτια αλλά και το λαδωμένο χέρι της με μεγάλη σχολαστικότητα ενώ η Τασία κοιτούσε εκείνον έτοιμη να τον γδάρει ζωντανό.

"Ξέχασα να συστηθώ, Sergio Pistola, χειρουργός", είπε αδιάφορα για τον εαυτό του, και συνέχισε να κοίτα το τραύμα της κοκκινομαλλούσας καλλονής.

''Χριστίνα Τσιτσινάκη...'' συστήθηκε κι εκείνη με τη σειρά της καθώς έσκυψε ξεγλιστρώντας σαν χέλι από το άγγιγμά του, για να επιστρέψει στη φωλιά της που δεν ήταν άλλη από την αγκαλιά της φίλης της. ''Από δω είναι η γυναίκα της ζωής μου, η Τασία...'' είπε χαϊδεύοντας το μάγουλό της, ''Σε ευχαριστούμε πολύ για τη βοήθεια. Αλλά, πώς βρέθηκες εσύ εδώ;''

Τα πόδια της Τασίας κόπηκαν ξανά, τι είχε γίνει σήμερα; Πόσες φορές ακόμα θα έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της; Και, επιτέλους, γιατί δεν έπεσε εκείνη λιπόθυμη να γλυτώσει από αυτές τις σκέψεις;

"Χάρηκα πανέμορφες κυρίες, με τα όμορφα ονόματα του τόπου μου! Αλλά να κάνω μια ερώτηση; Δηλαδή..." κοίταξε συνωμοτικά και έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα δικά τους, "Το τρίβετε το πιπέρι, κορίτσια;" τις ρώτησε παίρνοντας σαν αντάλλαγμα ένα δολοφονικό βλέμμα από την Τασία, και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του και συνέχισε: 

"Perdón ¿Vamos señoras? Δηλαδή... Συγγνώμη. Πάμε κυρίες μου;" γεμάτος ενθουσιασμό, και η Τασία άρχισε και πάλι να βρίζει, κατευθυνόμενη προς την άλλη μεριά της φίλης της για να τον αποφύγει.

Λίγες στιγμές αργότερα, οι τρεις τους βρέθηκαν στο κλαμπ της παραλίας κάτω από τον καυτό ήλιο και επέλεξαν να καθίσουν σε ένα από τα κρεβάτια με τα άσπρα καλύμματα που βυθιζόταν στην ολόλευκη αμμουδιά. Η Χριστίνα βολεύτηκε στα κατωπόδαρα δίπλα στην Τασία και ο Sergio απλώθηκε στο μαλακό στρώμα, αραδιάζοντας τα χέρια του πάνω στα κάγκελα του προσκέφαλου. 

''Γιατρέ, η πληγή μου δε χρειάζεται άλλαγμα;'' τον ρώτησε βλέποντας τον σερβιτόρο να περπατά προς το μέρος τους, ''Σίγουρα το ποτό δε θα με ζαλίσει; Δεν πρέπει να έχασα πολύ αίμα, είναι μικρή η γρατζουνιά, αλλά δε χρειάζεται προσοχή στην ηλικία μου; Μήπως να πιω έναν χυμό πορτοκάλι ή... όχι όχι... έναν χυμό ρόδι. Κάπου διάβασα ότι το ρόδι είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά και έχει πολλές βιταμίνες!''

Ο Sergio χαμογέλασε. Μιλούσε τόσο γρήγορα και, μετά τα τόσα χρόνια που είχε να χρησιμοποιήσει τη μητρική του γλώσσα, ένιωσε σαν να μην την έχει ακούσει ποτέ του. "Σιγά σιγά, έχω καιρό να επικοινωνήσω στη γλώσσα μου και μου φαίνεται πως θέλω τη βοήθειά σου Χριστίνα μου, μιας και η δική σου πάει ροδάνι."

Η Τασία τους παρακολουθούσε με τα χέρια κάτω από το στήθος της, και αυτά τα κερατά που φορούσε δεν τη βοηθούσαν καθόλου... ήταν ημίγυμνη, ταραγμένη και αισθανόταν σαν ψάρι έξω από το νερό.

"Το αλκοόλ το θέλω για να απολυμάνω την πληγή, αφού δεν έχουμε ιώδιο, και, αν πιεις λίγο θα σε χαλαρώσει", απάντησε με το βλέμμα του κολλημένο στα πράσινα μάτια της. Ήταν μια γυναίκα φωτιά, όχι πως και η φίλη της υστερούσε σε κάτι, αλλά αυτή ήταν η ίδια η κόλαση. Θα γυρνούσε στην Ελλάδα για χάρη της και θα έφτιαχνε τη ζωή του και πάλι από την αρχή με μία και μόνο κουβέντα της.

"Γιατρός είσαι ή κομπογιαννίτης; Τι αλκοόλ μας τσαμπουνάς;" Η Τασία αγανάκτησε και πήγε πιο κοντά στη Χριστίνα.

''Σταμάτα Χριστιανή μου, τι σε έχει πιάσει και επιτίθεσαι στο γιατρό; Ξεχνάς ότι αυτός σε έφερε σε 'μένα μες στον κακό χαμό;'' τη μάλωσε η χήρα, αν και έβλεπε τη ζήλια στα μπλε της μάτια, γι' αυτό και έβαλε τα δυνατά της να της δώσει να καταλάβει πως δεν ενδιαφερόταν για τον κούκλο γιατρό απέναντί της - την ηλικία του οποίου, παρεμπιπτόντως, δεν μπορούσε να διακρίνει, οι κρόταφοί του ήταν βαμμένοι γκρι μα η ζωτικότητα της ματιάς του της μιλούσε, σαν να της έλεγε πως ήταν τουλάχιστον πέντε χρόνια μικρότερός της. 

Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, την είχε ήδη αποκαλέσει γυναίκα της μπροστά του όπως έκανε και με τον Πυγμαλίωνα, για να τη βγάλει από την άβολη θέση να του μιλήσει παραπάνω από όσο επιθυμούσε, της δόθηκε δίχως δεύτερη σκέψη κι ας τριβέλιζε ακόμη ο μακαρίτης στο μυαλό της και, πάνω από όλα, δε σκέφτηκε καθόλου τον γιο της που θα τον τρέλαινε ακόμα περισσότερο με τα καμώματά της.

''Το παιδί μου!'' τινάχτηκε στη σκέψη αυτή, κοιτώντας δεξιά και αριστερά της, '' Ξέχασα τον Ακριβό μου... τον μονάκριβό μου... Τασία, τον ξέχασα μ' ακούς; Θα με βλέπει από κει πάνω ο Περίανδρος και θα γελάει με τα καμώματά μου'', έτριψε τα βλέφαρά της παλεύοντας να μη βάλει τα κλάματα. ''Θα με ψάχνει, θα έχει λαλήσει... Ίσως φώναξε και την αστυνομία μετά από όσα με είδε να κάνω στο γραφείο του! Συγχώρα με Θεέ μου, για τα παραπτώματά μου, κι εγώ θα γίνω υπεύθυνη μάνα, σ' το υπόσχομαι!'' 

"Τι λες, Χριστίνα μου; Τι παραλήρημα είναι τούτο; Δεν πήρες το παιδί, εντάξει. Νομίζω πως το δικό μου το παιδί θα τον ενημερώσει, τι τρελαίνεσαι; Μόλις επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο, θα τον πάρεις και όλα καλά. Και άσε το Θεό και την παρέα του εκεί που είναι", είπε η Τασία με το βλέμμα της να κοίτα καχύποπτα τον άντρα της παρέας, που έδωσε την παραγγελία στον σερβιτόρο και είπε:

"Δεν παρεξηγώ, ελεύθερα πες τη γνώμη σου, Τασία μου. Αλλά έχω μια απορία, Χριστίνα. Πόσο χρονών είναι ο γιος σου και ανησυχείς τόσο; Αν κρίνω ότι μοιάζεις γύρω στα τριάντα πέντε, τότε ο γιος σου θα είναι μικρός."

Κάθισε δίπλα της για να δει τάχα το τραύμα, βγάζοντας το κομμάτι του σκισμένου πουκαμίσου που νωρίτερα τύλιξε στο μπράτσο της. Η σάρκα του άγγιξε τη δική της, οι τρίχες του σηκώθηκαν όρθιες και ολάκερο το κορμί του άρχισε να παίρνει ανοδική πορεία, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την Τασία, αφού το γυμνό και καλογυαλισμένο στερνό του ανεβοκατέβαινε γρήγορα, όμως δεν ήταν το μόνο που της έκανε εντύπωση, η μαυρισμένη επιδερμίδα του της έμοιαζε το ίδιο οικεία με τη ματιά του.

''Σε τέσσερις μέρες κλείνω τα πενήντα και ο γιος μου είναι είκοσι εννέα χρονών και... πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο!'' Η Χριστίνα αναστέναξε και έβγαλε το κινητό της από την τσάντα της, πληκτρολογώντας στα γρήγορα τον αριθμό του γιου της...

"Ψέματα!" είπε έκπληκτος ο Sergio, "Παναγία μου, δε θα το πίστευα αν δεν το άκουγα από τα χείλη σου. Κοντά είμαστε, εγώ έκλεισα τα πενήντα τρία τον Αύγουστο."

"Συγχαρητήρια! Κάνε τη δουλειά σου γιατρέ, να πάρει το παιδί της η γυναίκα. Κι εσύ ΜΩΡΟ ΜΟΥ, μην του πεις ό,τι έγινε σήμερα και τον ανησυχήσεις. Θα πάμε στο ξενοδοχείο και θα σε δει ένας αληθινός γιατρός" πετάχτηκε η Τασία και ο Sergio αδιαφόρησε, καθώς ήταν συγκεντρωμένος στο χέρι της καλλονής και στον καβάλο του που φούσκωνε επικίνδυνα.

''Ναι, αν και εγώ θέλω να φύγουμε αμέσως τώρα... Χρειάζομαι έναν καλό ύπνο για να ηρεμήσω!'' Στάθηκε στα δυο της πόδια, έβαλε στο αφτί της το ακουστικό και κοίταξε τη φίλη της συνοφρυωμένη. ''Πώς με είπες;'' τη ρώτησε για να βεβαιωθεί πως δεν άκουσε κάτι που δεν είχε ειπωθεί.

Η Τασία σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της, έπιασε τα μάγουλά της και την κοίταξε βαθιά στα πράσινα μάτια της. " ΜΩΡΟ ΜΟΥ ", της είπε και ένωσε παθιασμένα τα χείλη τους μουγκρίζοντας από την προσμονή, ενώ ο Sergio έκανε τον σταυρό του.

"Jesucristo. Χριστέ μου", έκανε και τη μετάφραση, όπως συνήθιζε, και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαύρα του μαλλιά ξαναμμένος από το θέαμα που του χάριζαν.


[...]



Στο αρχοντικό της Χαλκίδας, το κινητό του νεαρού Παλαμάρη χτυπούσε ασταμάτητα. Ο Δάντης γλάρωσε τα μάτια και το πρώτο που είδε ήταν οι πατούσες του Ακριβού δίπλα στο κεφάλι του. Όλη νύχτα μιλούσαν για τη μαγειρική και τα κρασιά μέχρι που τους βρήκε στο ξημέρωμα, με αποτέλεσμα να τους πάρει ο ύπνος ημικαθιστούς στον καναπέ. Έριξε μια ματιά στο κινητό που ήταν παρατημένο στο τραπεζάκι δίπλα από το ηλεκτρονικό τσιγάρο και, στη μνήμη του ανεπαίσθητου φιλιού τους, χαμογέλασε και σηκώθηκε να το πιάσει. 

''Σε ζητάνε'', του είπε και καβάλησε το μπράτσο του καναπέ, πάνω από το κεφάλι του, βάζοντας το ακουστικό στο αφτί του, ''Είναι κάτι σοβαρό. Δεν ακούς πώς χτυπάει;'' αστειεύτηκε υπό τη συνοδεία του ''Master of papets'' των metallica.

"Μμμ... Είναι!" παραπονέθηκε ο νεαρός Παλαμάρης ακούγοντας τη φωνή της μητέρας του, και σηκώθηκε με φορά από τον καναπέ, "Πού είσαι, ρε μαμά; Θα με αναγκάσεις να χακάρω το κινητό σου για να δω πού θα βρεθείς την επόμενη φορά. Πώς είσαι, η Τασία είναι καλά;"

''Καλά είμαι αγάπη μου, να εδώ...στην Πούντα Κάνα. Και η Τασία μια χαρά είναι. Συγγνώμη που σε ξέχασα, είμαι μια απαίσια μάνα, το ξέρω!'' την άκουσε να ξεσπάει σε λυγμούς και να ρουθουνίζει και ξεφύσηξε. 

"Έλα βρε μαμά, εντάξει, δεν έγινε και τίποτα. Μου φτάνει που είσαι καλά. Είσαι μια υπέροχη και τρελή μάνα. Περνάς όμορφα;" την καλόπιασε μπας και σταματούσε το κλάμα, και κοίταξε τον Δάντη ανασηκώνοντας τους ώμους του.

''Ναι, πολύ! Γι' αυτό ξεχάστηκα τελείως... σαν να έπεσε μια κουρτίνα στο μυαλό μου. Εσύ πώς τα περνάς;''

Ο Ακριβός γέλασε φέρνοντας τα λόγια του Ερωτοκρίτου στο μυαλό του, "Μια χαρά! Άντε, ρίξε πάλι την κουρτίνα, και κοίταξε να τη σηκώνεις πού και πού ώστε να ξέρω ότι είσαι καλά."

''Θα τη σηκώσω κι αυτήν!'' την άκουσε να αναστενάζει πριν η ομιλία της χαμηλώσει, σαν να είχε τοποθετήσει την παλάμη της μπροστά από το στόμα της, ''Χρειάζομαι επειγόντως μια χάρη... τόσες γνωριμίες έχουμε, δε γίνεται να μη μας φανούν χρήσιμες. Θέλω να ψάξεις για κάποιον Sergio Pistola, μου έσωσε τη ζωή... όχι ότι έπαθα και τίποτα το σοβαρό, μια σφαίρα μου έγδαρε λίγο το χέρι. Και τότε... αυτός εμφανίστηκε σαν το Ζορό και περιποιήθηκε την πληγή μου... Είναι γιατρός. Ελληνοϊσπανός, αν δεν κάνω λάθος!''

"Σφαίρα; Σφαίρα; Σε γρατζούνισε; Τι μου λες, ρε μάνα; Και ποιος είναι ο Ζορό Pistola; Εσύ δε φιλήθηκες με την Τασία; Μη μου πεις πως δεν κάνατε και σεξ, ξεμοναχιασμένες εκεί πέρα, και μου λες για τον Pistola; Καλύτερα γυρίστε πίσω. Σε παρακαλώ ρε μάνα, αν χάσω εσένα, δε θα αντέξω", είπε αγανακτισμένος και έδωσε μια κλωτσιά στο γυάλινο τραπέζι, κάνοντάς το θράψαλα.

''Τι;'' Ακούστηκε με αυξανόμενη ένταση η μακρόσυρτη ερώτησή της, ''Ποιος σου είπε, παλικάρι μου, ότι φίλησα την Τασία; Αχ, θα τρελαθώ, θα σκίσω τα εσώρουχα και τα φτερά μου!'

"Εγώ θα πάρω την πρώτη πτήση να έρθω να σε πάρω από εκεί. Δε με νοιάζει για το φιλί ούτε για τη σχέση σου με την Τασία, η ζωή σου με ενδιαφέρει και αυτός ο Zoro - Pistola, το κέρατο μου μέσα!"

''Χαλάρωσε, αγάπη μου. Τι θέλω και μιλάω η κακούργα! Κάτσε εκεί που κάθεσαι, άλλωστε εμείς έχουμε σχεδιάσει ένα tour στην Καραϊβική και όπου αλλού μας βγάλει. Πού θα μας βρεις στη μέση του Ατλαντικού ωκεανού; Κοίτα να περνάς καλά και τα λέμε, ναι; Φιλάκια, μωράκι μου, να προσέχεις τον εαυτό σου. Άντε γεια, κλείνω τώρα!''  του είπε με μια ανάσα και τερμάτισε τη γραμμή.

Ο Ακριβός έπεσε άτσαλα στον καναπέ και έμεινε να κοίτα το κινητό του, όλο του το κορμί είχε γίνει σκληρό σαν πέτρα και οι πράσινες φλέβες του ξεχώριζαν έντονα από τη λευκή του σάρκα. Πληκτρολόγησε ένα μήνυμα στον Ερωτόκριτο λέγοντας του πως θα πάει από το εστιατόριο για να μιλήσουν για κάτι σοβαρό, και η παλάμη του έπεσε με φορά στο μέτωπό του, σέρνοντάς τη με αγανάκτηση μέχρι το πηγούνι του.

''Τι έγινε;'' ψέλλισε ο Δάντης με τα μάτια στραμμένα στο πάτωμα, στο σημείο που έπεσαν τα ασημένια λουλούδια, το ηλεκτρονικό τσιγάρο και τα γυαλάκια που απέμειναν από το άλλοτε πανέμορφο τραπεζάκι. 

"Τη μάνα μου τη γρατζούνισε μια σφαίρα στο χέρι, λέει, και την έσωσε ένας Ζορό - Πιστόλα. Ειλικρινά, θα πάω εκεί που είναι και θα τη φέρω πίσω σέρνοντας. Σφαίρα; Ειλικρινά τώρα, σφαίρα; Πού έμπλεξαν, Χριστέ μου;" είπε με αγανάκτηση ο Ακριβός κοκκινίζοντας από τα νεύρα, και ο Δάντης γονάτισε μπροστά του, έπιασε τα χέρια του, τα έκλεισε μαλακά μες στα δικά του και έβαλε το πηγούνι του πάνω τους, κοιτώντας τον μες στα οργισμένα μάτια του από κάτω προς τα πάνω.

''Γίνεσαι πολύ σέξι όταν θυμώνεις...'' του είπε με το αστραφτερό του βλέμμα να τρυπά το πρόσωπό του σε όποιο σημείο του έκανε στάσεις, τερματίζοντας εντέλει στα χείλη του, ''Φίλησέ με και όλα θα περάσουν... Το πιστεύω! Τι; Εσύ όχι;''

Δε χρειάστηκε να ακούσει τίποτα παραπάνω, το χέρι του νεαρού Παλαμάρη έπιασε με δύναμη τον αυχένα του και έσμιξε με πάθος τα στόματά τους δαγκώνοντας τα χείλη του πανέμορφου μελαχρινού άντρα, αναστενάζοντας και βγάζοντας ήχους ηδονής. Ο πόθος του δυνάμωσε, η καρδιά του χτύπησε σαν ταμπούρλο και το άλλο του χέρι άγγιξε το σκληρό του στερνό.

''Μπορείς να πας και λίγο πιο κάτω...'' ψιθύρισε ο σεφ και έκλεισε τα μάτια. Το μυαλό του άδειασε και τα ακουστικά του κύτταρα, σαν να επεκτάθηκαν, ενώθηκαν με το δυνατό χτυποκάρδι του άντρα που τον έκανε να υποκύψει στον δεσμό που εδώ και χρόνια τους ένωνε, με τον ανδρισμό του να ορθώνεται και να δονείται μες στο στενό του τζιν. 

Ο Ακριβός έκανε ό,τι του είπε, κατέβασε το χέρι του στον ανδρισμό του που κόντευε να βγει από το παντελόνι, τον έτριψε με δύναμη σε εκείνο το σημείο, και τα φιλιά του κατέβηκαν στον μακρύ του λαιμό. Μύριζε κανέλα και σανταλόξυλο, ένιωθε πως θα εκραγεί, από την πρώτη στιγμή που τον είδε ήθελε να τον φιλήσει, να τον αγγίξει, και τώρα κόντευε να τρελαθεί από την προσμονή.

Άνοιξε τα κουμπιά του τζιν, άρχισε να παίζει μαζί του με αέρινες κινήσεις, και τον αισθάνθηκε έτοιμο να εκραγεί. "Σου αρέσει; Ξέρεις πόσες φορές τότε στο σχολείο φαντασιωνόμουν να σ' το κάνω αυτό;"

''Οχι...'' είπε ανοίγοντας δειλά τα βλέφαρά του, και τα μάτια του εστίασαν σε αυτά του Ακριβού που τον κοιτούσαν με άφθονη γλυκύτητα. ''Πόσες;'' συνέχισε με τη φωνή του να σβήνει και το κεφάλι του έπεσε σαν πάνινη κούκλα στον ώμο του, αφημένος σε κάθε κίνηση του χεριού του. Αυτό ήταν που είχε πραγματικά ανάγκη... κάθε φορά που μια γυναίκα τον άγγιζε, το ήξερε μα εθελοτυφλούσε, και τώρα... τώρα ο νους τού φώναζε να το βάλει στα πόδια και το ένστικτό τού ούρλιαζε να μείνει και να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατά μέτωπο.

"Κάθε λεπτό της μέρας", συνέχισε ο Ακριβός με το στόμα του να γλιστράει στο κέντρο του στέρνου του που έμενε ακάλυπτο λόγω του ανοίγματος της μαύρης του μπλούζας. "Εσύ; Εσύ το έχεις φαντασιωθεί ποτέ αυτό, μ' εμένα πρωταγωνιστή;"

''Ναι...'' είπε και ο πρώτος του αναστεναγμός έκανε την εμφάνισή του, αναγκάζοντάς τον να υψώσει το κεφάλι, ''Πολλές φορές, τότε...''

"Και τι σκεφτόσουν; Πώς σου το έκανα;" ρώτησε με τη γλώσσα του να διασχίζει τον λαιμό του ώσπου έφτασε στα χείλη του, κοιτάζοντας βαθιά μες στα μαύρα του μάτια.

''Δυνατά και... γρήγορα, πιο γρήγορα από ό,τι τώρα'', παραδέχτηκε και ανέβασε το δεξί του χέρι να κρύψει τα μάτια του. Μα, γιατί ένιωθε πιο άβολα και από την πρώτη φορά που βρέθηκε σ' ένα τόσο ζεστό και τρυφερό τετ α τετ με γυναίκα;

"Με το χέρι ή με το στόμα;" Η φωνή του ήταν αισθησιακή και συνέχιζε να παίζει πιο έντονα, πιο δυνατά.

''Και με τα δύο'' αποκρίθηκε, ''Είχα πολλές φαντασιώσεις μαζί σου.''

"Θέλω να σ' τις πραγματοποιήσω όλες, μία προς μία. Έχω πολλή υπομονή και το ξέρεις." Το χέρι του πήρε φωτιά, τον ένιωθε να γίνεται σαν ένα κομμάτι σίδερο. Δεν ήθελε να προχωρήσει, καθώς καταλάβαινε τη μικρή συστολή του, κι έτσι αρκέστηκε μόνο στην επαφή της παλάμης του. Το άλλο χέρι του μετακινήθηκε στη μέση του, τον τράβηξε κολλώντας το κορμί του στο δικό του και η γλώσσα του τρύπωσε με μανία στο στόμα του, κάνοντάς τον να παραλύσει από την έξαψη.

''Το ξέρω...'' είπε με μία ανάσα και τα φιλιά του μεταφέρθηκαν στον λαιμό του, ενώ η παλάμη του κατευθύνθηκε στη στύση του, ανεβοκατεβαίνοντας δυνατά πάνω της. ''Εσύ ξέρεις πως ό,τι σου έγραφα ήταν αλήθεια;'' τον ρώτησε ανοίγοντας αργά το φερμουάρ του.

"Αχ! Ήλπιζα να το έλεγες κάποτε αυτό", είπε μέσα από έναν αναστεναγμό και μεμιάς το σώμα του χαλάρωσε από την ένταση που έδωσε τη θέση της στην ηδονή, καθώς ο ηλεκτρισμός ήταν μεγάλος.

''Ήμουν τρομερά καψουρεμένος...'' ψέλλισε, και έσπρωξε τον κορμό του στην πλάτη του καναπέ. Έριξε μια ματιά στο εσώρουχό του και πέρασε από μέσα το χέρι του, κυκλώνοντάς τον, με τις κινήσεις του να γίνονται όλο και πιο δυναμικές. Ήθελε να διεισδύσει βαθιά μέσα του για να του εκφράσει τα μπερδεμένα συναισθήματά του και να τον νιώσει να εισχωρεί στην παρθένα είσοδό του, αλλά φοβόταν... φοβόταν την ηδονή που διαισθανόταν πως θα δέσμευε όχι μόνο το κορμί αλλά και την ψυχή του. 

''Τι θες να σου κάνω;'' απόρησε αποφασισμένος για όλα.

"Το ερώτημα είναι τι θες εσύ να μου κάνεις, θες να με πάρεις;" τον ρώτησε με το στόμα του να ανοίγει διάπλατα από την αίσθηση του δυνατού χεριού του που έκλεινε ολόγυρά του.

''Ναι, μα...'' μάζεψε απότομα την παλάμη του, σφίγγοντάς τη στον αέρα, και το βλέμμα του άρχισε να υγραίνεται, ''Ντρέπομαι που το λέω, αλλά φοβάμαι. Και δεν ξέρω τι είναι αυτό που φοβάμαι... εσύ ξέρεις; Το έχεις περάσει κι εσύ ή μόνο εγώ είμαι άχρηστος;''

"Δεν είσαι άχρηστος" είπε, και ότι συνειδητοποίησε πως δεν είχε καμία απολύτως επαφή με άντρα. Ήταν ο πρώτος που θα... Ούτε στα πιο τρέλα του όνειρα δεν είχε φανταστεί ότι θα έφτανε η ώρα να κλέψει την παρθενιά του νεαρού που για δύο ολόκληρα χρόνια του έκανε την ζωή κόλαση μεταφορικά, μιας τον φαντασιωνόταν διαρκώς, αλλά και κυριολεκτικά, αφού κάθε ημέρα πήγαινε στο σχολείο με μαυρισμένη καρδιά. "Καλύτερα να το αφήσουμε για όταν ή αν ποτέ νιώσεις έτοιμος."

''Έχεις δίκιο... μάλλον δε θα είμαι ποτέ πραγματικά έτοιμος'' ψέλλισε, ''Πρέπει να σε πάω στο σπίτι του Ερωτόκριτου να πάρεις το αυτοκίνητό σου και να πάω στο εστιατόριο γιατί νύχτωσε και έχω αργήσει κάνα δύωρο. Μου κάνει τόσο καλό η παρέα σου που κοιμήθηκα σαν ζώο μετά από πολύ καιρό!''

"Περίμενε, μη βιάζεσαι, μπορούμε να κάνουμε μια προσπάθεια. Αν δε δοκιμάσεις, δεν ξέρεις τι πραγματικά είσαι, κι εγώ δέχομαι να γίνω το πειραματόζωό σου." Ο Ακριβός του έκλεισε το μάτι και αποδέσμευσε τον ανδρισμό του, ενώ με μια γρήγορη κίνηση τον έπιασε και τον φίλησε ξανά με πάθος.

"Τώρα πάω όπου γουστάρεις.''

''Είσαι πολύ καλό παιδί. Πάντα ήσουν.'' Ο Δάντης κούμπωσε το τζιν του, έβγαλε το λαστιχάκι που συγκρατούσε την αλογοουρά του αφήνοντας τα μαύρα του μαλλιά να πέσουν στην πλάτη του, και ξεκίνησε να τρίβει το κρανίο του για να ηρεμήσει από το πονοκέφαλο που έκανε την αιφνίδια επίθεσή του. ''Δεν περίμενα πως δε θα μου κρατούσες κακία και αυτό που κάνεις για 'μένα είναι... Τέλος πάντων, πάμε'', συνέχισε σηκώνοντας το δερμάτινο τζάκετ του από το πάτωμα.

"Πάμε", είπε και ο νεαρός Παλαμάρης με το μυαλό του να γυρίζει στη μητέρα του που ήταν απελευθερωμένη αλλά και τραυματισμένη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του. Άραγε, τι θα έκανε ο Ερωτόκριτος μόλις του αποκάλυπτε τα καμώματά τους; Ανυπομονούσε για τις αντιδράσεις του!

Continue Reading

You'll Also Like

768K 28.8K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
13.6K 906 11
Δυο παλιοί γνωστοί/φίλοι/εραστές ξανασυναντιούνται κάτω από περίεργες συνθήκες καθώς θα πρέπει να γιατρέψουν τον αδερφό της κοπέλας παραμερίζοντας τα...
16.6K 2.1K 31
Αλεκατρίδες. Το αμέντι. Το τρίτο βιβλίο της σειράς.
821K 4.4K 4
''Όταν λες να χορέψω για να δουλέψω εδώ, εννοείς να κάνω στριπτίζ;''τον ρώτησε έντονα και τα μάτια της σχεδόν πετάχτηκαν από την έκπληξη. ''Ναι. Δέ...