H δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 4

Start from the beginning
                                    

«Βικτόρια, υποσχέσου μου πως θα μείνεις ασφαλής» ήταν το μόνο που της απάντησε και η κοπέλα κατάλαβε. Δεν χρειαζόταν λέξη παραπάνω. Στην ζωή της είχε πλέον συνειδητοποιήσει, πως ευτυχία δεν υπήρχε, παρά μονάχα στιγμές ευδαιμονίας. Ας ήταν. Ας τις χαιρόταν έστω και έτσι.

Με τα δύο της χέρια, αγκάλιασε τον λαιμό του ψηλόλιγνου νεαρού, φέρνοντας τα χείλη του στα δικά της. Στα μάτια του καθρεπτίζονταν τα χαρακτηριστικά της και ο Ραντού έμεινε για λίγο να ξεκουράζει το μέτωπό του στο δικό της. Πόσο θα ήθελε να την μάθει περισσότερο. Ήταν η πρώτη φορά που η ψυχή του είχε γευτεί την αίσθηση της ελευθερίας, μα όσο και αν κραύγαζε, ο πόλεμος είχε φτάσει. Ο στρατός του Μεχμέτ, αποτελούμενος αποκλειστικά από Σκοτεινούς, θα διέσχιζε την Μαύρη Θάλασσα, κινούμενος κάτω από το νερό και θα έφτανε στη Ρουμανία. Οι υπόλοιποι, βρίσκονταν ήδη στις κατακόμβες του Αγίου Νικολάου. Όταν πια θα έπαιρνε τη Ρουμανία, ο Μεχμέτ θα συνέχιζε για την υπόλοιπη Ευρώπη. Παντού υπήρχαν εξάλλου βρικόλακες και Αλχημιστές, σε όλον τον κόσμο.

Ο Ραντού αποχώρησε, αφήνοντάς τη μόνη. Δίχως να κοιτάζει πίσω της, την μορφή του που απομακρυνόταν για να μην λυγίσει, συνέχισε να προχωρά στην πλατεία, μόνο για να δει το θλιβερό θέαμα της μητέρας της, τυλιγμένη με το αιώνιο πανωφόρι, να παλεύει να πουλήσει λίγο ζεστό κρασί και ταυτόχρονα να προστατευθεί από το κρύο. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Όσο και αν η ψυχή της ήταν γενναία και ατίθαση, η μελαγχολική αυτή εικόνα, έσπαγε και κομμάτιαζε την ψυχή της. Τρέχοντας προς το μέρος της, την αγκάλιασε σφιχτά. Η γυναίκα φαινόταν συγκλονισμένη που την έβλεπε.

«Κορίτσι μου! Μου τα πρόλαβε η φίλη σου, μαζί με κάτι ακαταλαβίστικα για έναν Μεχμέτ Πορθητή. Που βρισκόσασταν εχθές; Μήπως ήπιατε τίποτε περίεργο;» τη ρώτησε, όταν ένας πλανόδιος πωλητής εφημερίδων που κραύγαζε για τα νέα της ημέρας, τους τράβηξε την προσοχή. Η Βικτόρια έψαξε στις τσέπες της για νομίσματα, θέλοντας να αγοράσει μία. Στο πρωτοσέλιδο, βρισκόταν μία ιστορική φωτογραφία του Βλαντ και από κάτω έγραφε : «Άραγε θα ζήσουμε μία νέα 17η Ιουνίου;»

Η συγκεκριμένη ημερομηνία, ήταν χαρακτηριστική. Ήταν τότε που ο Βλαντ, νιώθοντας τον κλοιό να σφίγγει γύρω του, είχε οργανώσει νυχτερινή επίθεση με τέσσερις χιλιάδες ιππείς στο στρατόπεδο του σουλτάνου, με σκοπό να τον σκοτώσει. Η Βικτόρια διάβαζε τις μαρτυρίες των ανθρώπων του Μπραν, που εξομολογούνταν πως η χώρα του Ντράκουλα, δεν θα πέσει ποτέ και πως ο Μεσαίωνας δυστυχώς υπήρχε, με τον σουλτάνο να κρύβεται πίσω από τις εξαφανίσεις των ανθρώπων και τον Ραντού να βρίσκεται στο πλάι του. Η πρωτοφανής στήριξη του βοεβόδα, είχε παγώσει τον κόσμο που κόντευε να βγάλει τους Ρουμάνους τρελούς για τα υπερφυσικά πιστεύω τους. Όλα αυτά όμως, μέχρι να έβλεπαν την αλήθεια, ή ίσως και να μην την έβλεπαν ποτέ, τουλάχιστον όχι ολόκληρη. Παγκοσμίως ξεκίνησαν οι μαρτυρίες για περίεργους ανθρώπους, με υπερφυσική ταχύτητα. Ήταν οι βρικόλακες που μαζεύονταν για να δώσουν την μάχη, πλάι στον αφέντη τους. Η Βικτόρια της έδειξε την εφημερίδα και η μητέρα της την κοίταξε άναυδη.

Τα μυστικά της ΝτούτραμWhere stories live. Discover now