Φύλακες της μνημης/part 1

212 52 66
                                    

Στη φωτο ο Βλαντ (με λιγο πιο κοντο μαλλι μελλοντικά)

Τα βήματά του αντηχούσαν στα υπόγεια του κάστρου. Κάθε βήμα και μία μνήμη ξεπεταγόταν από τα άδυτα της ψυχής του. Μίας ψυχής γενναίας που είχε μάθει να ζει σε ετοιμότητα για την επόμενη επίθεση, την επόμενη συμφορά. Δεν επέλεξε αυτή τη ζωή την ταραχώδη, μα ούτε και την περίοδο του Μεσαίωνα. Υπήρξε βοεβόδας της Βλαχίας για οκτώ περίπου χρόνια. Ευγενικής καταγωγής και προορισμένος για μεγαλεία, με στρατιωτική ανατροφή. Πέρασε έξι χρόνια αιχμάλωτος των Τούρκων στην πιο τρυφερή ηλικία και δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον Μίρτσεα, όταν δολοφονήθηκε έχοντας βασανιστεί ανείπωτα. Έζησε ως πρόσφυγας στη Μολδαβία και την Τρανσυλβανία και φυλακίστηκε από τον βασιλιά της Ουγγαρίας, πεθαίνοντας προδομένος στα σαράντα πέντε. Κοινώς, πάνω από τη μισή του ζωή βασανίστηκε με διάφορα συμβάντα. Λίγη γαλήνη την άξιζε, αφού ούτε μετά τον θάνατό του είχε κατορθώσει να τη βρει. Τόσο μεγάλη ήταν η κατάρα που τον ακολουθούσε. Ετοιμαζόταν να ντυθεί εκείνο το απόγευμα, όταν η αιχμάλωτη που τώρα είχε στο μπουντρούμι, εισέβαλε στο μυαλό του με περισσό θράσος.

Κατεβαίνοντας και το τελευταίο σκαλοπάτι, η επιβλητική του σκιά σκέπασε το λιγοστό φως από τις δάδες. Η κοπέλα είχε αποκοιμηθεί, με τον λαιμό της να έχει γλιστρήσει ανάμεσα από τα κάγκελα. Ο Βλαντ στάθηκε μπροστά από το κελί της. Περνώντας αέρινα το χέρι του, έβγαλε το κεφάλι της από τα σίδερα και κατόπιν, αφήνοντάς το κάτω, ξεκλείδωσε αμίλητος. Η κοπέλα τινάχτηκε όρθια. Ο τρόμος που ένιωσε ήταν φοβερός απέναντί του. Με δύο δρασκελιές, μαζεύτηκε στην άκρη περιμένοντας ξύλο, μαστίγωμα, παλούκωμα και τόσες άλλες μεσαιωνικές λατρεμένες φαντασιώσεις βασανισμού.

«Σήκω και έλα μαζί μου» της είπε αυστηρά.

«Πού θα με πας; Θα με παλουκώσεις; Θα με σκοτώσεις γδέρνοντάς με;» ψέλλισε τρέμοντας κυριολεκτικά, μα η φιγούρα συνέχισε να στέκεται μπροστά της σοβαρή και αμίλητη.

«Πολλά πτώματα γδαρμένα θα έπρεπε να έχω καδράρει εδώ μέσα και ίσως τότε να έβρισκα τη γαλήνη μου δεσποσύνη. Για την ώρα αφήστε τις άσκοπες και ανούσιες φλυαρίες αυτολύπησης γιατί σε μένα δεν θα βρουν ανταπόκριση. Είστε τυχερή που ζούμε σε αυτόν τον αιώνα. Ακολουθήστε με σιωπηλή. Οι κουβέντες θα πληρωθούν. Μόνο όταν θα σε ρωτήσω κάτι, θα απαντήσεις και με την αλήθεια. Το ψέμα το διαβάζω και δεν θα έχει καλή κατάληξη»

Η Γκάμπι υπάκουσε και ούτε το σάλιο της δεν κατάπιε με θόρυβο. Ο Βλαντ άφησε την πόρτα ανοιχτή και δεν γύρισε ούτε μία φορά το βλέμμα του ξανά επάνω της. Καθώς ανέβαιναν τα φιδογυριστά σκαλοπάτια, η Γκάμπι προσπαθούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Από την ιστορία του, θυμόταν αμυδρά πως πέθανε γύρω στα σαράντα. Το πρόσωπο που είχε απέναντί της, εξαιτίας της αθανασίας έμοιαζε λίγο νεότερο. Είχε σπαστά, καστανά μαλλιά μέχρι λίγο πιο πάνω από τη μέση της πλάτης του. Η ματιά του ήταν έντονη και αυστηρή σαν του γερακιού. Η στάση του σώματός του όμως δήλωνε σιγουριά ίσως και κάποια ακούσια έπαρση. Ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν, τι δύναμη διέθετε, τι ιστορία κουβαλούσε πίσω του, τα πάντα και όλα αυτά καθρεφτίζονταν στις κινήσεις του. Η Γκάμπι ένιωσε δέος. Ήταν ένας ήρωας εθνικός για τη χώρα της ή ένα τέρας, ένας διεστραμμένος ηγέτης σύμφωνα με άλλες παραδόσεις. Η αλήθεια είχε μάθει όμως, πως ήταν κάπου στην μέση πάντοτε.

Τα μυστικά της ΝτούτραμΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα