Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 3

129 36 95
                                    

Μετά από εκείνο το φρικτό βράδυ, στις δύο κοπέλες είχαν πάει τα πάντα στραβά. Μαζί με το αυτοκίνητο, είχαν χαθεί και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Η Βικτόρια ήταν γενικά ένας χαρακτήρας που δύσκολα λύγιζε, μα δεν ίσχυε εμφανώς το ίδιο και για την Μάρα που έμοιαζε μουδιασμένη και επαναλάμβανε διαρκώς την ίδια ιστορία.

«Δεν μπορεί. Δεν είναι δυνατόν, δεν γίνεται! Αυτός ο τύπος ήταν στα σίγουρα τρελός. Δε μπορεί να υπάρχει ο Πορθητής. Έλα τώρα! Βέβαια το πώς σταμάτησε το αυτοκίνητο, δεν χωρά εξήγηση ακόμη. Θα την βρω όμως, πού θα πάει» συνέχιζε καθώς βάδιζαν πρωινιάτικα προς το Μπρασόβ, μέχρι που η Βικτόρια σταμάτησε απότομα.

«Σε ικετεύω, παψε, αλλιώς θα τρελαθείς. Είναι δύσκολο, έως τρομερό να το δεχτείς και το ξέρω, μα οι μεσαιωνικές προσωπικότητες, υπάρχουν. Όχι όλες, αλλά αρκετές από αυτές. Συνάντησα τον Ραντού, τον μικρό αδερφό του Βλαντ» της εκμυστηρεύτηκε επιτέλους, μα διόλου δεν βελτίωσε την κατάσταση.

«Τον άσημο αδερφό θέλεις να πεις, καθώς δεν είχα ιδέα πως υπήρχε. Φαντάζομαι ούτε και οι υπόλοιποι εδώ γύρω. Εσύ που αρέσκεσαι να διαβάζεις ιστορία, είμαι βέβαιη πως θα γνωρίζεις μέχρι και το όνομα της παραδουλεύτρας του κάστρου» πρόφερε κάνοντάς την να γελάσει. Ο καιρός μπροστά τους ήταν φορτωμένος και το ίδιο και οι καρδιές τους.

Ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, όπου επέβαινε μία γυναίκα τις έκανε να αναπηδήσουν και την Μάρα να γυρέψει σωτηρία ώστε να φτάσουν στο Μπρασόβ. Κάνοντας νόημα με τα χέρια της, κατόρθωσε να το σταματήσει. Καθώς ήταν μονάχα δύο κοπέλες, εμφανώς ταλαιπωρημένες και καταπονημένες από το συμβάν, η γυναίκα σταμάτησε αμέσως στην άκρη του δρόμου, ρωτώντας τες αν ήταν καλά. Όταν πλέον η Μάρα ήταν έτοιμη να καθίσει στο πίσω μέρος, η Βικτόρια αρνήθηκε. Το μόνο που της ζήτησε, ήταν να βρει τη μητέρα της στο γνωστό σημείο στην πλατεία και να της πει πως ήταν καλά. Μπορεί οι τύψεις να φόρτωναν την ψυχή της, για το γεγονός πως θα την άφηνε μονάχη της να δουλέψει, η κατάσταση όμως την είχε κουράσει. Το βράδυ θα γυρνούσε πάλι σπίτι της, ίσως να ένιωθε και το χέρι του πατέρα της να προσγειώνεται στο μάγουλό της αδέξια, εξαιτίας των νεύρων για την οικονομική τους στενότητα. Αποφάσισε λοιπόν να παρατείνει την παραμονή της στο πουθενά. Ήταν βέβαιη πως τίποτε κακό δεν θα της συνέβαινε. Όχι όσο οι θρύλοι τριγυρνούσαν με σάρκα και οστά. Για εκείνους δεν αποτελούσε πρόβλημα, σε αντίθεση με τον πατέρα της.

Τα μυστικά της ΝτούτραμΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα