𝟏𝟒.

451 16 286
                                    

𝐑𝐔𝐍𝐍𝐈𝐍𝐆 𝐎𝐍 𝐄𝐌𝐏𝐓𝐘.
𝐏𝐀𝐆𝐄 𝐅𝐎𝐔𝐑𝐓𝐄𝐄𝐍.
𝐉𝐀𝐃𝐄↠

Σάββατο 22 Οκτωβρίου, 1987.

Η ημέρα της κατασκήνωσης, παύλα περιπέτειας, παύλα αναμενόμενης κούρασης αλλά και διασκέδασης είχε επιτέλους φτάσει, και πρέπει να παραδεχτώ ότι ο οργανισμός μου είχε ήδη εξαντληθεί από την υπερβολική σκέψη. Ήταν ένα από αυτά τα πράγματα πάνω στα οποία δεν είχα την παραμικρή άποψη ή ιδέα για το πως θα ήταν όχι μόνο γιατί δεν τα είχα ζήσει, αλλά και γιατί δεν είχα κάνει προσπάθειες να τα ψάξω καλύτερα.

Με τα παιδιά τελικά καταφέραμε να οργανώσουμε την πορεία μας παρά τις διαφωνίες που κόντεψαν να μας κάνουν να τα παρατήσουμε. Υποθέτω πως ήμασταν τέσσερις ισχυρογνώμονες έφηβοι που ήθελαν απεγνωσμένα να ακουστούν. Το τρομερό ήταν το γεγονός ότι καταφέραμε να πείσουμε την μητέρα μου! Έδειξαν όλοι τους εκπληκτική ωριμότητα, σοβαρότητα και πως σε καμία των περιπτώσεων δεν θα κάναμε κάτι τρελό. Παρόλο που περίπου μισή ώρα νωρίτερα η Winona κανόνιζε τι μάρκες τσιγάρων θα αγόραζε για να δοκιμάσουμε όλοι και είχε φτιάξει μια λίστα με «επικίνδυνα πράγματα» όπως γκράφιτι σε τοίχους ή ακόμη χειρότερα στη μέση του δρόμου, νυχτερινό κολύμπι στο ποτάμι, κλήσεις σε αγνώστους αριθμούς για να τρομάξουμε τον κόσμο και πολλές άλλες δραστηριότητες στις οποίες δεν ήθελα να συμμετάσχω. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι και δεν ήθελα να προδώσω την εμπιστοσύνη της μητέρας μου.

«Είσαι σίγουρη ότι τα πήρες όλα;»ήταν νωρίς το πρωί, γύρω στις έξι η ώρα, κι εγώ έλεγχα για πολλοστή φορά το σακίδιό μου για να σιγουρευτώ ότι είχα πάρει τα απαραίτητα. Η μαμά στέκονταν δίπλα μου με έναν εμφανή πανικό στον τόνο της φωνής της παρόλο που προσπαθούσε να το κρύψει. Δεν την αδικώ, το ίδιο αισθανόμουν κι εγώ. Απλώς φερόμουν όσο πιο άνετα μπορούσα για να την καθησυχάσω και να μην με έχει έγνοια.

«Λεφτά, ρούχα, θερμός με νερό, κουβέρτες, φακός, οι βιταμίνες μου, ποιήματα της Sylvia Plath και σερβιέτες για να μην υπάρξει κάποια διαρροή.»χασκογέλασα και η κυρία Emily με κοίταξε με ένα ύφος που έδειχνε ότι δεν σήκωνε αστειάκια στην φάση που βρίσκονταν.

«Μην γελάς κακομοίρα μου, το καλό που σου θέλω! Έτσι και κάνεις καμία χαζομάρα θα σε φέρω σηκωτή από εκεί»χαμογέλασα από αμηχανία κι εκείνη άρπαξε με δύναμη τον ώμο μου, κοιτώντας με βαθιά στα μάτια. Τρόμαξα. Θα με χτυπούσε;

Running On EmptyWhere stories live. Discover now