Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα/ part 2

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

Ο Βλαντ είχε δεχτεί τρία χτυπήματα. Οι αναθεματισμένοι τον είχαν πετύχει τη στιγμή που το μυαλό του, έπειτα από πολλά χρόνια, βρισκόταν χαμένο σε ένα τοπίο ομιχλώδες, κολλημένο σε έναν βαλτότοπο αρνητικών σκέψεων που για πρώτη φορά δεν αφορούσαν τον επικείμενο πόλεμο. Το πρώτο χτύπημα διαπέρασε ως και την καρδιά του από τον πόνο, μα τότε ύψωσε τα αετίσια του μάτια, γεμάτα μίσος, μόνο για να δει πως ήταν περικυκλωμένος. Περικυκλωμένος τόσο στην καρδιά, όσο και στην πραγματικότητα. Το σώμα του βρισκόταν βυθισμένο στον ποταμό που κάποτε ταξίδεψε τον έρωτά του, την Εκατερίνα. Ταυτόχρονα, η καρδιά του έχανε ακόμη έναν και μπροστά του έστεκαν αιώνια οι αντίπαλοι, η μόνη σίγουρη συντροφιά αιώνων ατελείωτων. Ίσως δεν ήταν καμωμένος για αγάπη, μα για πόλεμο. Να, πάλι το μυαλό του αφαιρέθηκε, ξεγλιστρώντας σε μονοπάτια ανίερα και το δεύτερο χτύπημα, τον ανάγκασε να αφήσει μία σιγανή κραυγή. Τα ρούχα του μούλιασαν από το αίμα και το νερό και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως θα πέθαινε. Τα τείχη του Ποενάρι ήταν μακριά για να πεταχτεί και οι εχθροί σαν αίλουροι, έρπονταν μέσα στη βλάστηση και τις σκιές των Καρπαθίων που τους έκρυβαν στις δασώδεις αγκαλιές τους.

Tότε, μέσα στην παραζάλη του πόνου, του θυμού και της απογοήτευσης, ο παλιός εαυτός αναδύθηκε. Κανένας δεν θα τον λύγιζε. Ο μύθος του δεν θα κατέρρεε με αυτόν τον τρόπο. Θα κάλυπτε την αδυναμία του και θα έδινε μία μάχη ψυχής, είτε για να κερδίσει είτε για να πεθάνει. Τα μάτια του τα κοφτερά αντάμωσαν με εκείνα ενός σκοτεινού. Τα πόδια του αν και έτρεμαν, έδωσαν την τελευταία ώθηση και ο Βλαντ όρμησε επάνω στον Σκοτεινό, σπάζοντας τον λαιμό του. Τα δάση του ψιθύριζαν, ήταν ο αφέντης τους και έπρεπε να τον κρύψουν στο σκοτάδι τους. Οι μάγοι εκτόξευσαν τα βέλη του ασημιού και ο Βλαντ ύψωσε πύρινη ασπίδα. Κατόπιν, ξεκίνησε να τρέχει με υπερφυσική ταχύτητα, μα το κορμί του τον πρόδιδε. Η καρδιά του βαριά και αδύναμη από πριν, δεν τον κράτησε για πολύ και εκείνος γλίστρησε σε ένα γκρεμό, παλεύοντας μάταια να κρατηθεί. Το κορμί του κατέληξε σε μία εσοχή και η περηφάνια του δεν του επέτρεπε να καλέσει σε βοήθεια.

Σύντομα, το Τάγμα είχε αναλάβει την αναχαίτηση των αντιπάλων, τη στιγμή που ο κόσμος βούιζε για την ανάσταση του αιμοδιψούς Παλουκωτή που θα ήταν έτοιμος να τιμωρήσει τους πάντες και να σκίσει τις σάρκες του. Ο Μίρτσεα έχοντας μαζί την κοπέλα, προσπάθησε να αποφύγει τις κακοτοπιές. Μόλις ενημερώθηκε από την Αλεξάνδρα για την υποχώρηση των Μάγων, ξεκίνησε να τον αναζητά κοντά στο Ποενάρι μάταια. Η Γκάμπι πήδηξε από την πλάτη του και έφτασε κοντά στις όχθες, όταν μία εικόνα ξεπήδησε από τις αναμνήσεις της. Εκείνη του Βλαντ να βρίσκεται βυθισμένος στα νερά του και της ίδιας να τον κοιτάζει για πρώτη φορά, χάνοντας έναν χτύπο από την καρδιά της. Ήταν η πρώτη τους αμήχανη στιγμή.

Τα μυστικά της ΝτούτραμΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα