Ο αληθινός Νράκουλα/ part 3

Start from the beginning
                                    

«Κοίτα, με όλα συμφωνώ, μα ο Βλαντ δεν είναι μόνο αυτό. Είναι γενναίος άνδρας. Πολύ γενναίος. Έμεινε ώρες με ένα παλούκι καρφωμένο στην καρδιά του. Το είδα τη στιγμή που του το έχωναν στο στήθος. Παραλίγο να πεθάνει, μα δεν τον άφησα» της ομολόγησε και ξαφνιάστηκε.

«Γιατί; Ένας τρελός λιγότερος» της είπε, μα στο μυαλό της Γκάμπι σχηματίστηκε η Ρουμανία, η φύση της και τα μυθικά ονόματα των πριγκίπων που έζησαν εκεί. Οι χαράδρες οι βαθιές, τα φαράγγια και τα έλη, και μέσα σε όλα αυτά, τα δάση τα σκουροπράσινα, βαθιά φωλιασμένα στα μάτια του.

«Δεν ήθελα να πεθάνει» της είπε αφηρημένα και η Μόνικα πισωπάτησε.

«Όχι Γκαμπ! Δεν μπορεί. Έχεις αισθήματα γι' αυτόν! Το βλέπω, είναι ξεκάθαρο. Δεν γίνεται όμως. Αυτός είναι βίαιος, επικίνδυνος! Ένα λάθος σου και θα βρεθείς με ένα παλούκι στον πρωκτό που θα βγαίνει από το στόμα. Αυτά έκανε!» της φώναξε και η κοπέλα ξαφνικά ένιωσε πίεση. Η φίλη της ίσως και να είχε δίκιο.

«Συγγνώμη» της είπε και άνοιξε την πόρτα με σκοπό να φύγει, μόνο για να πέσει επάνω στον Μίρτσεα.

«Όλα καλά;» την ρώτησε και εκείνη δίχως να του απαντά, πήγε να τον σπρώξει για να περάσει «Τι πάθατε με τα νεύρα σας;» την ρώτησε.

«Μας;» του επέστρεψε την ερώτηση.

«Εσύ και ο αδερφός μου. Μία ώρα τώρα, σπάει γυαλιά» της είπε ξαφνιάζοντάς την.

«Δεν με νοιάζει Μίρτσεα, θέλω να ηρεμήσω. Θα τα πούμε το βράδυ» του ανακοίνωσε και έφυγε.

΄΄Το κακό είναι πως και τους δύο σας νοιάζει. Όμως είναι λάθος όλο αυτό. Καλύτερα έτσι, γιατί αλλιώς θα είναι αργά...΄΄ σκέφτηκε ο άνδρας.

***

Καθόταν όρθιος στην μέση ενός διαδρόμου, γλείφοντας και την τελευταία σταγόνα από αίμα. Βαθιά μέσα του, επιθυμούσε να γελάσει και ο στριγκός ήχος σκαρφάλωνε αδέξια στον λαιμό του και απελευθερωνόταν από τα ρουθούνια του. Ο λόγος; Γιατί οι συνήθειές του έρχονταν πολύ πιο κοντά, με αυτές που πίστευαν οι άνθρωποι για τα βαμπίρ. Μονάχα που δεν αποζητούσε το αίμα αναγκαστικά. Το χρειαζόταν μονάχα για να δυναμώσει και έκτοτε ποτέ ξανά. Ο Ραντού, είχε πάρει πλέον την ανθρώπινη μορφή, την πλήρη μορφή του εξαιτίας των δυνάμεων που κέρδιζε, συγκεκριμένα από το μεδούλι των κοκάλων του θύματος. Αυτή τη στιγμή, κοιτούσε το είδωλό του σε ένα σπασμένο γυαλί και από μέσα του δοξολογούσε το θεριό, τον Διάβολα που του χάρισε την μαγεία και μαζί και την αθανασία, παρά το γεγονός πως δεν ήταν βρικόλακας. Ο Μεχμέτ δεν είχε πλήρως αποκατασταθεί. Ήθελε ακόμη λίγο, για να τολμήσει να κάνει το μεγάλο βήμα και να διασχίσει την Ασημένια Πύλη. Σε αντίθεση με εκείνον, ο Ραντού τα είχε καταφέρει. Το ευνοούμενο παιδί, που κάποτε ο σουλτάνος είχε επιλέξει για να σταθεί στο πλευρό του και να πολεμήσει με την τρομερή φυσιογνωμία του αδερφού του, ο οποίος είχε κατορθώσει να τρέψει σε φυγή ακόμη και τον ίδιο τον Πορθητή, όταν το δάσος με τους παλουκωμένους ξεπρόβαλε μπροστά τους.

Τα μυστικά της ΝτούτραμWhere stories live. Discover now