Τα παιδιά της νύχτας/ part 2

Ξεκινήστε από την αρχή
                                    

«Είσαι μούσκεμα και θα αρρωστήσεις. Όλη νύχτα ήσουν εδώ. Σου ζήτησα να καλέσεις τον Μπογκτάν. Δεν ήσουν ασφαλής» της είπε.

«Κάποιος μου είπε κάποτε, πως οι ζωντανοί είναι πιο επικίνδυνοι από τους νεκρούς» του απάντησε με νόημα και για πρώτη φορά, τον είδε να χαμογελά ειλικρινά.

«Μαθαίνεις εύκολα. Είσαι γενναία και...σε ευχαριστώ για όλα. Αν δεν τραβούσες το παλούκι, θα πέθαινα. Αυτοί οι προδότες θα με άφηναν, μα τώρα, θα το πληρώσουν. Ο Ντράκουλα ξύπνησε και αποτίναξε τον ζυγό του Ραντού. Τώρα, θα νιώσουν τη οργή μου και θα καταλάβουν, πως ακόμη και πεθαμένοι, θα πρέπει να με φοβούνται και να μην τολμούν να με ξεγελούν. Μισώ τους υποκριτές» γρύλισε και αφού κατέβαλε δύναμη να σηκωθεί, τέντωσε τους μύες του κορμιού του και έσφιξε τις γροθιές του. Το τέρας είχε ξυπνήσει.

Ο Βλαντ προχώρησε λίγο έξω από το μοναστήρι και κοίταξε αμίλητος σε ένα σημείο. Μπροστά του η Γκάμπι, δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε ή αν θα έπρεπε να ρωτήσει.

«Ξέρεις, δεν είμαι αφελής. Τα συναισθήματα των άλλων τα αντιλαμβάνομαι πλήρως, μα τα χαρτιά μου τα φανερώνω όποτε κρίνω πως έχει έρθει η ώρα. Στο παρελθόν μία τέτοια τακτική, αποδείχτηκε σωτήρια» της είπε και τον είδε να σκύβει στο χώμα και να ξεκινά να σκάβει. Καθώς είχε μαλακώσει εξαιτίας της βροχής, υποχώρησε εύκολα φανερώνοντας μία ασημένια αλυσίδα «Αυτό εδώ, περιέχει ασήμι και θαρρώ πως δεν χρειάζεται να σου εξηγήσω πια τη χρήση και τη σημασία του. Κανένα φάντασμα σε αυτή τη ζωή, μα και σε καμία άλλη δεν είναι ευτυχισμένο. Έχει ανειλημμένες υποχρεώσεις. Αν τις πραγματοποιήσει, θα μπορεί να αναπαυτεί όπως και οι Αδελφοί, των οποίων όμως το μίσος, εξακολουθεί να τους αποτρέπει. Εγώ θα φροντίσω ώστε να μη βρουν γαλήνη ποτέ τους. Τους προδότες τους τιμωρώ, μα μία ψυχή δεν μπορώ να την παλουκώσω ούτως ή άλλως» πρόφερε και άρπαξε τη βαριά αλυσίδα στα χέρια του ζυγίζοντάς την «Μείνε εδώ»

Με βλέμμα σκληρό, εκδικητή και άρχοντα, με βήμα που παρά τους αφόρητους ακόμη πόνους, δεν έχανε ποτέ την σταθερότητά του, με μία πληγή ανοιχτή που είχε φτάσει να φανερώσει την ίδια την καρδιά και τους παλμούς της, ο Βλαντ στράφηκε στην αυλή αγέρωχος και οι Αδελφοί παρατάχτηκαν μπροστά του τρέμοντας.

«Άρχοντα» ψέλλισε ο ένας, μα τα μάτια του Βλαντ στένεψαν απότομα και δίχως να πει λέξη, ύψωσε την αλυσίδα και τον κοπάνησε με δύναμη, σε σημείο που τον πέταξε στο μουλιασμένο χώμα και τον άφησε να σπαρταρά από τους πόνους.

Τα μυστικά της ΝτούτραμΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα