Βρισκόμασταν στην Αμερική. Τη χώρα που το περιβόητο Αμερικανικό Όνειρο ανταποκρίνονταν μόνο αν ήσουν λευκός, πλούσιος, και διεφθαρμένος βυσματούχος ικανός να πατήσεις επί πτωμάτων για να χρησιμοποιήσεις τον κοινωνικό ανελκυστήρα. Εάν είχες την κατάρα να γεννηθείς με περισσότερη μελανίνη στο δέρμα σου ήσουν ανάξιος να ζήσεις τόσο το αμερικανικό, όσο και το οποιοδήποτε όνειρο. Εάν ήσουν άρρωστος, θα έπρεπε να πουλήσεις την ψυχή σου για μια θέση στο νοσοκομείο. Εάν ήσουν άστεγος, θα έπρεπε να ευχαριστείς τον Θεό που βρέθηκαν μερικά σεντς στο χάρτινο κυπελλάκι σου. Αυτός ήταν ο κόσμος μας, κι εγώ δεν θα είχα ποτέ τη συνείδησή μου καθαρή εάν δεν συνέβαλα έστω και λίγο στο να γίνει ένα τικ καλύτερος. Ακόμη κι αν δεν μπορούσα να βοηθήσω τον εαυτό μου, προπάντων.

Αφού διαπίστωσα ότι ξόδεψα αρκετό χρόνο αναλογιζόμενη το ανύπαρκτο μέλλον μου, αποφάσισα να σηκωθώ επιτέλους από το ζεστό μου κρεβάτι και να ξεκινήσω τη μέρα μου. Ακριβώς επειδή ήταν Σάββατο και δεν δούλευα, μπορούσα να εκμεταλλευτώ τη μέρα διαβάζοντας. Ίσως και να ζωγράφιζα κάτι, επειδή είχε περάσει αρκετός καιρός. Η έμπνευσή μου είχε αδρανοποιηθεί, γεγονός που με απογοήτευε. Στο παρελθόν, η μουσική και η ζωγραφική ήταν τα δύο αγαπημένα μου πράγματα να κάνω. Το να γραφτώ σε ωδείο για να μάθω κιθάρα, ενδεχομένως να ήταν η μοναδική σωστή απόφαση που πήρα στην παιδική μου ηλικία. Τη ζωγραφική παρόλο που επέλεξα να μην την εξελίξω, πάντα θυμάμαι να συντροφεύει με την καταπραϋντική επίδρασή της το κουβάρι συναισθημάτων μου. Μέχρι που τα τραγούδια στην κιθάρα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο στενάχωρα και οι ξυλομπογιές να αντικαταστάθηκαν από κάρβουνο για όσα ήθελα να δημιουργήσω. Τώρα βρισκόμασταν στο μηδέν. Στο σημείο που δεν έμπαινα καν στον κόπο ούτε να παίξω κιθάρα, ούτε να ζωγραφίσω.

Με βαριά καρδιά έστρωσα το κρεβάτι μου, και ξεφύσηξα στο άκουσμα του πεινασμένου στομαχιού μου. Μέσα στην εβδομάδα ήταν ζήτημα να είχα καταναλώσει γύρω στις δύο χιλιάδες θερμίδες, και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να το αγνοήσω περισσότερο. Εάν ήθελα να διαβάσω χρειαζόμουν ενέργεια, κι εγώ μετά βίας στεκόμουν όρθια. Εξάλλου, όφειλα μία επιβράβευση στον εαυτό μου καθώς είχα συμπληρώσει επιτυχώς μια εβδομάδα μαθημάτων. Ξαφνικά, ένα ψημένο σάντουιτς με φυστικοβούτυρο δεν ακούγονταν κακή ιδέα.

Φόρεσα μια υπερβολικά φαρδιά γκρι ζακέτα που συνήθιζα να ρίχνω πάνω μου μέσα στο σπίτι, έπειτα τις παντόφλες μου, και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος, πράγμα που φάνταζε σπάνιο για το Seattle. Η βροχή και η υγρασία ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μας, αν και είχα φτάσει σε σημείο να συνηθίζω τον μουντό ουρανό και το υγρό οδόστρωμα. Η μυρωδιά της βροχής ήταν από τις αγαπημένες μου. Στο σαλόνι επικρατούσε νεκρική σιγή, επομένως σιγουρεύτηκα ότι η Kat δεν είχε ξυπνήσει ακόμη και η μητέρα μου βρίσκονταν στη δουλειά. Ήταν λογίστρια σε ένα αντίστοιχο γραφείο κι εργάζονταν κάθε μέρα εκτός από την Κυριακή, με αποτέλεσμα να έχουμε συνηθίσει την απουσία της για ένα μεγάλο μέρος της ημέρας.

Running On EmptyWhere stories live. Discover now