Κεφάλαιο 28ο, μέρος δεύτερο

627 65 56
                                    


𝒜𝓂𝑒𝓁𝒾𝒶


Εκείνο το μεσημέρι η Αμέλια ξύπνησε και για πρώτη φορά δεν την τύφλωσε ο απέραντος ήλιος του διαμερίσματος της που έμπαινε βίαια από τα ατελείωτα παράθυρα. Αυτό επειδή δεν βρισκόταν στο τεράστιο σπίτι της αλλά σε ένα μικρό χαριτωμένο μπλε δωμάτιο που άνηκε στην γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της. Για να συνειδητοποιήσει τι γινόταν και να θυμηθεί τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα. Τα πρώτα πράγματα που της ήρθαν στο μυαλό ήταν ένα φιλί κάτω από την βροχή, συζητήσεις μέχρι τις πέντε το πρωί και τα ανήσυχα μηνύματα του αδελφού της.

Παρατήρησε καθώς το δέρμα της Έλενορ έκανε μία αντίθεση με το δικό της καθώς τα μπράτσα τους ακουμπούσαν το ένα το άλλο. Την Έλενορ φυσικά δεν θα την αποκαλούσε κανείς εύκολα σκουρόχρωμη αλλά σε σύγκριση με το ξεθωριασμένο δέρμα της Αμέλια, θεωρούταν κάρβουνο. Η Αμέλια αναρωτήθηκε αν της άρεσε αυτό διότι ήξερε πολύ καλά τον τύπο της Έλενορ, εκτός από την Ριτέλλα είχε δει και τις κοπέλες με τις οποίες έφευγε περιστασιακά η αστυνομικός από το μπαρ. Έντονες καμπύλες, όμορφο σκούρο δέρμα σαν λιωμένη καραμέλα, στρογγυλά αμυγδαλωτά χαριτωμένα καστανά μάτια, ατίθασα μαλλιά σαν ζεστή κουβέρτα για τον χειμώνα. Η γλύπτρια δεν είχε τίποτα σε αυτήν την λίστα. Ήταν και εκείνη σαν τα γλυπτά που έφτιαχνε: τόσο λευκή που ένιωθες πως εάν την άγγιζες θα έμενε στα χέρια σου ασβέστης, με μπερδεμένα ξανθά μαλλιά και κενά γαλάζια μάτια. 

Αναρωτήθηκε εάν αυτό φόβιζε την Έλενορ, εάν ήταν όλα αλήθεια, εάν ήταν πια σίγουρη, εάν εννοούσε κάθε λέξη της απο το προηγούμενο βράδυ. Καθώς αυτές οι τρομακτικές σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό της, της χαίδεψε απαλά το μάγουλο καθώς η Ισπανίδα άνοιξε και έκλεισε τα μάτια της αρκετές φορές. Ήταν έτοιμη να την ρωτήσει πως κοιμήθηκε όταν παρατήρησε ένα αγόρι λίγα μέτρα μακρυά τους.

''Έλενορ, τι κάνει ο αδελφός σου εδώ;'' ρώτησε και η Έλενορ αμέσως γύρισε και κοίταξε στην πόρτα του δωματίου. Ήταν ανοιχτή και πάνω στο δοκάρι είχε στερεωθεί ο αδελφό της ο οποίος κοιτούσε το κινητό του. 

''Μάριο τι κάνεις εδώ; Φύγε!'' τον διέταξε και εκείνος την αγνόησε. 

''Κουφός είσαι;'' του φώναξε και του πέταξε ένα από τα μαξιλάρια ''Δίνε του πριν έρθω εκεί!''. 

Πριν σβήσουν τ' αστέριαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα