° Κεφάλαιο 14 °

20 3 0
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα μια μαύρη θολούρα. Τα ανοιγόκλεισα λίγες φορές ώσπου η όραση μου καθάρισε και μπορούσα να δω που είμαι. Σηκώθηκα στους αγκώνες μου και κοίταξα προσεχτικά το χώρο γύρω μου.

Βρίσκομαι σε ένα οικείο δωμάτιο, όμως η μνήμη μου δε με άφηνε να βρω τον ιδιοκτήτη. Στάθηκα στα πόδια μου, αλλά ζαλίστηκα, έτσι έμεινα για λίγο ακίνητη μέχρι που έφυγε η ζαλάδα. Κοίταξα καλύτερα το δωμάτιο και τότε μου ήρθε. Το δωμάτιο μου!

Με τη καρδιά μου να χτυπάει σα τρελή και το στήθος μου βαρύ, άνοιξα με μιας τη πόρτα και με χαμένο βλέμμα έψαξα το σπίτι για τη γιαγιά ή τον παππού μου. Κανείς στο σπίτι.

Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και τα γέλια του παππού και του αυτοκράτορα γέμισαν το χώρο. Ο παππούς κουβαλούσε ξύλα λέγοντας διάφορα αστεία κάνοντας τον Caesar και τον ίδιο να γελάσουν. Από τη πόρτα της κουζίνας εμφανίστηκε η γιαγιά με ένα πανί στα χέρια να καθαρίζει τα χέρια της από το αλεύρι.

«Επιτέλους, ξύπνησες!» αναφώνησε ενθουσιασμένα ο αυτοκράτορας ερχόμενος προς το μέρος μου. «Η Ρώμη με χρειάζεται. Πρέπει να φύγουμε!» συνέχισε και πιάνοντας τον από τους ώμους τον έκανα πλάι.

«Γειά σας...» είπα ήπια με αχνή φωνή και η γιαγιά χαμογέλασε τρυφερά.

«Γειά σου, κόρη μου. Ελάτε, το φαγητό είναι έτοιμο» είπε γλυκύτατα η γιαγιά μπαίνοντας και πάλι στη κουζίνα για να μας σερβίρει.

Καθίσαμε όλοι στο τραπέζι κι όταν όλα ήταν στρωμένα αρχίσαμε να τρώμε. Εγώ κι ο Caesar καθόμασταν δίπλα-δίπλα κι απέναντι η γιαγιά κι ο παππούς, η γιαγιά απέναντι μου και ο παππούς απέναντι του.

«Είστε απίθανη μαγείρισσα!» αναφώνησε εντυπωσιασμένος με τη πεντανόστιμη μακαρονάδα που μας είχε φτιάξει και του χαμογέλασε θερμά.

«Ευχαριστώ νεαρέ μου. Από πού μας έρχεστε;» ρώτησε ευγενικά και κατάπια τη μπουκιά που έτρωγα.

«Δεν έχει σημασία. Έκανα βόλτες στη περιοχή και πρόσεξα πως μόνο ένα ιατρείο υπάρχει... Ήταν περισσότερα» είπα σκεπτική αλλάζοντας θέμα και αναστέναξε λυπημένα.

«Πριν ένα χρόνο περίπου δεχτήκαμε επιθέσεις από έναν πολέμαρχο...» εξήγησε και ένευσα καταφατικά, σημάδι πως κατάλαβα και δε χρειαζόταν να πει κάτι παραπάνω.

«Πώς νιώθεις;» με ρώτησε απλά ο παππούς και του χαμογέλασα αχνά.

«Μια χαρά. Εσείς με βρήκατε;» απάντησα ευγενικά, όμως μόλις θυμήθηκα τη Δαιμόνισσα το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλη μου και κοίταξα το φαγητό μου.

Olympian Blood; Andrea-{Book I}- ΑΝΑΜΟΝΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα