Κεφάλαιο 6: Το χρίσμα Δ'

121 14 16
                                    

Δοκιμασία 3°: Το Κλειδί Της Δύναμης.

Ένα ακόμα κλειδί και θα καταφέρω να γυρίσω πίσω ζωντανή. Αλλά όλα ήταν τόσο εύκολα στο να τα βρω. Μήπως αυτό είναι το πιο δύσκολο και από αυτό κρίνεται η ζωή μου;

Είχα αποφασίσει να μην ξαναγυρίσω πίσω στο σπίτι που έπρεπε να υποκρίνονται ότι δύο εντελώς ξένοι είναι οι γονείς μου. Θα περπατούσα, θα έτρεχα και θα σκεφτόμουν κάθε λεπτομερια για το πώς θα έβρισκα το καταραμένο τρίτο κλειδί.

Όπως περπατούσα κουρασμένη και διχασμένη, μια κυρία με πλησίασε "Δώσε μου κάτι και θα σου πω που θα βρεις αυτό που επιθυμείς πιο πολύ."

"Δεν έχω κάτι μαζί μου. Θα σας έδινα αν είχα." Απάντησα και προσπάθησα να φύγω αλλά δεν μου άφηνε το χέρι.

"Δω σε μου αυτό το δαχτυλίδι τότε." Επέμενε η γυναίκα.

Έβγαλα το δαχτυλίδι από το χέρι και της το έδωσα γιατί δεν μπορούσα να χάσω πολύ χρόνο μιας και δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να μείνω ακόμα εδώ. "Ορίστε"

Άφησε το χέρι μου, ήρθε μπροστά μου και έπιασε την παλάμη μου "Στο πιο χρυσό βουνό. Εκεί που μόλις πατήσεις θα νιώσεις ελεύθερη. Εκεί θα βρεις αυτό που επιθυμείς πιο πολύ."

Τράβηξα το χέρι μου και απομακρύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τι ήταν αυτό που μου ειπε; να την ακούσω ή μήπως ήταν ένα ψέμα για να πάρει το δαχτυλίδι μου; Τώρα πια ζω σε έναν κόσμο μαζί με αγγέλους. Οπότε δεν θα αγνοήσω μια τέτοια συμβουλή. Ίσως δεν είναι ψέματα.

Συνέχισα το περπάτημα και από μακρυά διέκρινα ένα ψηλό βουνό που όσο πλησίαζα έβλεπα ότι ήταν από άμμο και τότε μου καρφώθηκε στο μυαλό ...Στο πιο χρυσό βουνό... Ίσως τελικά έλεγε αλήθεια η γυναίκα. Άρχισα να ακολουθώ ένα μικρό δρομάκι πάνω στο βουνό.

Δεν άργησα πολυ να φτάσω στην κορυφή. Μιας και δεν ήταν πολύ μεγάλο. Κοίταξα σε κάθε γωνιά και πίσω από κάθε χόρτο και βράχο. Μέχρι που κάτω από ένα δέντρο βρήκα ένα χρυσό κουτί. Το έπιασα στα χέρια μου και διαπίστωσα ότι ήταν ξεκλείδωτο. "Το βρήκα." Φώναξα.

Άνοιξα το κουτί και με δύναμη έφυγε από τα χέρια μου και έπεσε παλι κάτω από το δέντρο. Από μέσα του βγήκε μια λευκή σκόνη και δύο άτομα βγήκαν και έλεγαν "Έλα μαζί μας." Κάτι ένοιωθα για αυτά τα άτομα αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς. Ήθελα να πάω κοντά τους αλλά μάλλον ήταν παγίδα. Το σώμα μου άρχισε να κινείτε και να πηγαίνει προς αυτούς. Έπρεπε να αντέξω. Πώς όμως;

Άρχισα να νιώθω έναν πόνο πίσω στην πλάτη. Ήταν τόσο δυνατός που τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν και σκοτείνιαζαν. Πονουσα. Πονούσα πάρα πολύ. Ένοιωθα ότι κάτι προσπαθούσε να βγει στην πλάτη μου. "Γαμω το." Φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα, και τοτε από την πλάτη μου βγήκαν δύο λευκά φτερά αγγέλου. Ήταν τόσο μεγάλα που μπορούσα να φυλάξω όλο τον εαυτό μου με αυτά.

Άρχισα να κουνιούνται και ένοιωσα ένα ρεύμα αέρα. Τώρα πια το σώμα μου είχε πάει πιο ψιλά από το έδαφος και δεν χρειαζόταν να περπατήσω. Τα δύο λευκά φτερά μου τώρα πια είχαν πάρει τον ρόλο των ποδιών μου. Τα δύο σώματα ξαναμπήκαν στο κουτί και αυτό έκλεισε και αντικαταστάθηκε από ένα χρυσό κλειδί. "Το κλειδί της δύναμης." Φώναξα και προσγειώθηκα λίγο άτσαλα μιας και δεν είχα μάθει να πετάω με αυτά τα φτερά ακόμα. Το έπιασα στο χέρι μου και μεταφέρθηκα σε ένα μαύρο δωμάτιο. Το μόνο που έβλεπα ήταν δύο πόρτες. Η μια ήταν λευκή και η άλλη κόκκινη.

Μια φωνή ακούστηκε "Επέλεξε μια πόρτα. Άσε το σώμα σου να σε οδηγήσει σε αυτή."

Έκλεισα τα μάτια και περίμενα. Το σώμα μου άρχισε να κινείτε και μόλις άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν στην μέση από τις δύο πόρτες. Τι έπρεπε να κάνω τώρα;

Έκλεισα πάλι τα μάτια μου και περίμενα να με οδηγήσει το σώμα μου αλλά αυτή την φορά δεν κουνιόταν. Η φωνή ακούστηκε πάλι "Δεν έχεις πολύ χρόνο. Ή μπαίνεις σε μια πόρτα ή δεν ξυπνάς ποτέ."

Άνοιξα παλι τα μάτια μου και χωρίς δεύτερη σκέψη έπιασα το χρυσό πόμολο της λευκής πόρτας. Την άνοιξα και ένα λευκό φως γέμισε το δωμάτιο. Η φωνή ακούστηκε πάλι "Τι περιμένεις; Αφού διάλεξες μπες."

"Μα θα πέσω." Απάντησα γιατί το περιεχόμενο της πόρτας ήταν κενό.

Δεν πήρα απάντηση όμως. Φοβόμουν να μπω αλλά δεν είχα άλλη επιλογή μιας και δεν ήξερα πόσο χρόνο έχω ακόμα. Μπήκα μέσα και έπεσα στο κενό. Η πόρτα σφράγισε.

Άρχισα να νιώθω πάλι το σώμα μου και μόλις άνοιξα τα μάτια έβγαλα μια κραυγή.

"Λίλεν είσαι καλά;" ρώτησε ο Ραούλφ, ο άγγελος που με είχε πάει για να περάσω το χρίσμα. Τότε κατάλαβα ότι βρίσκομαι παλι πίσω.

ANGELS: The AcademyΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα