~Κεφάλαιο 4ο~

648 61 3
                                    

[Κεφάλαιο 4ο]

Το επόμενο πρωί ξυπνάω στο κρεβάτι μου, ακόμα με τα ρούχα μου. Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα εδώ. Ήπια αρκετά, οπότε υποθέτω πως με έφεραν τα αγόρια. Τεντώνομαι και βγάζω τα ρούχα μου, μένοντας μόνο με το μποξεράκι μου. Όπως περνάω από το παράθυρο, βλέπω απέναντι μια κοπέλα να ξεπακετάρει. What the actual fuck? Τι κάνει αυτή η τύπισσα στο δωμάτιο της Φαμπιάνας; Είναι μελαχρινή, με μπούκλες μαλλιά, άσπρο δέρμα και καλλίγραμμο σώμα. Είναι το μόνο που βλέπω, γιατί έχει κατεβασμένο το πρόσωπό της.

Κλείνω την κουρτίνα και κατεβαίνω στο σαλόνι. Ώστε έχω καινούργια γειτόνισσα στο σπίτι της Φαμπιάνας μου; Γκρρ, γιατί; Μια χαρά ήταν ξενοίκιαστο… φτιάχνω ένα καφέ, βάζω μια βερμούδα και βγαίνω να πετάξω τα σκουπίδια. Εκεί βρίσκω αυτή την κοπέλα. Τι τυχερός που είμαι… με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω, όπως και εγώ. Έχει γαλάζια μάτια, μερικές πράσινες ανταύγειες, ένα σκουλαρίκι στο πάνω φρύδι της και στην μύτη της, καθώς στο δεξί της χέρι έχει ένα τατουάζ σε σχήμα αστεριού. Ένα κύμα ηλεκτρισμού διαπερνά ολόκληρη την πλάτη μου, όμως το αγνοώ. Κανείς από τους δυο δεν μιλάει, απλά γυρίζουμε και ο καθένας μπαίνει σπίτι του. Εμένα κάτι δεν μου πάει καλά με αυτή, αλλά δεν θα ασχοληθώ και πολύ. Χέστηκα βασικά.

Κάνω ένα μπάνιο και ξεκινάω για τον τάφο της Φαμπ. Παλιά πήγαινα κάθε μέρα, τώρα πηγαίνω κάθε Σάββατο. Αφού φτάσω, παίρνω μερικά άσπρα τριαντάφυλλα και πηγαίνω προς τον τάφο της. Βγάζω τα παλιά, που έχουν ξεραθεί. Καθαρίζω το βάζο, του βάζω νερό και τοποθετώ τα καινούργια. Χαϊδεύω το σκαλισμένο όνομά της στην γκρι πλάκα όταν ένα δάκρυ κυλάει στο πρόσωπό μου και έπειτα άλλο ένα. Τα σκουπίζω γρήγορα και καθαρίζω τον λαιμό μου.

«Χει Φαμπ… ελπίζω να είσαι καλά και να με σκέφτεσαι όπως εγώ. Από μεριάς μου, όλα είναι καλά, φαντάζομαι με βλέπεις… συγγνώμη που δεν έχω τηρήσει την υπόσχεσή που σου έδωσα. Είναι δύσκολο Φαμπ, αλλά, όπως είπα και στα παιδιά, θα προσπαθήσω ακόμα περισσότερο. Θα αρχίσω να βγαίνω, για αρχή. Σιγά-σιγά θα τα καταφέρω και θα γίνω ο παλιός Χάρρυ, εκείνος που αγάπησες και ερωτεύτηκες, όχι αυτό το… ράκος που είμαι τώρα. Αα! Μια κοπέλα μετακόμισε σήμερα στο παλιό σου σπίτι. Είναι όμορφη, αλλά… είναι κάπως. Δεν την συμπάθησα… νιώθω πως κάτι κρύβει ή κάτι της έχει συμβεί, αλλά δεν θα δώσω και πολύ σημασία. Την Δευτέρα ανοίγει η σχολή και μάλλον θα είναι εκεί. Την είδα σήμερα όταν πέταξα τα σκουπίδια, αλλά δεν της μίλησα… δεν με νοιάζει και πολύ. Ελπίζω να πάνε όλα καλά. Πρέπει να φύγω Φαμπ μου. Τα λέμε σύντομα, σ’ αγαπώ!»

Αγγίζω για άλλη μια φορά το χαραγμένο όνομα στην ταφόπλακα και σηκώνομαι να φύγω. Καθώς προχωράω βλέπω αυτό το κορίτσι με ένα αγόρι και μερικά λουλούδια να περπατάνε και να στέκονται μπροστά από μια ταφόπλακα. Το αγόρι κλαίει, ενώ εκείνη τίποτα, απλά κοιτάει ανέκφραστη. Σηκώνει το κεφάλι της και τα μάτια μας συναντιούνται. Το βλέμμα της παραμένει καρφωμένο με το δικό μου, ώσπου γυρίζω και φεύγω. Θα ήθελα να μάθω ποιον έχει εκείνη θαμμένο εδώ, αλλά δεν θα ασχοληθώ. Όταν γυρίσω να την κοιτάξω, έχει το χέρι της περασμένο πάνω από γύρω από την μέση του αγοριού, ενώ εκείνος έχει το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Το κεφάλι της ακουμπάει το στήθος του και εκείνος της χαϊδεύει τα μαλλιά. Φαίνεται μικρότερος της… μπορεί να είναι το αγόρι της, ο αδελφός της αλλά… who cares?

Επιστρέφω στο σπίτι κι βρίσκω τον Ζοζέφ να κάθεται στον καναπέ. Πως στο διάολο μπήκε μέσα; Δεν έχω όρεξη να το αναλύσω… απλά ανεβαίνω στο δωμάτιό μου και βγάζω τα ρούχα μου. Βάζω μια μαύρη βερμούδα και κατεβαίνω κάτω. Τον ακούω που βρίσκεται στην κουζίνα και πλησιάζω.

«Τι κάνεις εδώ;» ρωτάω αμέσως μόλις τον δω.

«Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω Χάρρυ.» με ειρωνεύεται. Ένα πλάγιο χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη μου και αμέσως το απομακρύνω.

«Έλα βλάκα λέγε. Τι θες;» λέω παιχνιδιάρικα πια. Αυτός ο άνθρωπος μόνο που με κοιτάει μου φτιάχνει την διάθεση. Τώρα μπορώ να καταλάβω γιατί ήταν κολλητός της Φαμπιάνας.

«Βαριόμουν μόνος και είπα να περάσω. Θες να φύγω;»

«Όχι ρε, άραξε. Έλεγα να μαγειρέψω.» χαμογελάω αχνά.

«Χαχα εσύ;» το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό μου. Αυτό με είχε ρωτήσει και η Φαμπιάνα. Ο Ζοζέφ το πρόσεξε... «Όλα καλά;» κούνησα το κεφάλι μου δεξιά-αριστερά να διώξω αυτή την σκέψη.

«Ναι μια χαρά.» λέω βραχνά. Ξαφνικά ο λαιμός μου είχε στεγνώσει.

«Σίγουρα;» το χέρι του βρισκόταν στον ώμο μου.

«Ναι… λέω να φτιάξω μακαρόνια, θες;» καλύτερα να αλλάξω θέμα.

«Εντάξει, να βοηθήσω;»

«Γιατί όχι;»

(ΝΑ ΚΑΙ Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΚΟΠΈΛΑ. Η ΑΝΤΊΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΆΡΡΥ ΔΕΝ ΉΤΑΝ ΚΑΙ ΤΌΣΟ ΘΕΡΜΉ, ΑΛΛΆ ΛΟΓΙΚΌ ΕΊΝΑΙ. ΑΚΌΜΑ ΠΟΝΆΕΙ, ΌΜΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΌ ΘΑ ΧΑΛΑΡΏΣΕΙ. ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΆΣΕΙ, ΑΠΛΆ ΘΑ ΘΑΨΕΙ ΤΟΝ ΠΌΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΕΝΑΧΏΡΙΑ ΤΟΥ;) ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΆΡΕΣΕ ΤΟ ΠΑΡΤ. ΤΑ ΛΈΜΕ ΑΎΡΙΟ. ΜΗΝ ΞΕΧΝΆΤΕ ΝΑ ΚΆΝΕΤΕ VOTE ΣΤΑ ΚΕΦΆΛΑΙΑ. ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ<3)

Ο Γείτονας 2: Kill me or Save me!Where stories live. Discover now