Κεφάλαιο 2

66 7 3
                                    

Έκλεισα τη βρύση και τύλιξα τη μεγάλη λευκή πετσέτα γύρω από το σώμα μου και τέλος τη μικρή στο κεφάλι μου. Βγήκα από τη μπανιέρα πατώντας πάνω στη πετσέτα ποδιών στο πάτωμα και αφού σκούπισα τις φτέρνες μου άνοιξα τη πόρτα μπαίνοντας έτσι στο δωμάτιο μου.

Στάθηκα μπροστά από τη ντουλάπα κοιτώντας σκεπτική τα ρούχα που κρέμονταν από τις κρεμάστρες.

Έλεος Rose! Σπίτι θα είσαι με το αγόρι και τον κολλητό σου!

«Πφφ...» έκανα και έσκυψα για να ανοίξω τα συρτάρια της ντουλάπας.

Πήρα από το πρώτο μια μαύρη φόρμα και από το δεύτερο μια γκρι φούτερ χοντρή όπως πρέπει για το τσουχτερό αυτό χειμώνα. Αφού φόρεσα εσώρουχα, τα έβαλα και τέλος φόρεσα και χοντρές κάλτσες με τον Τουίτι. Τι να κάνουμε; Του έχω αδυναμία...

Στέγνωσα τα καστανόξανθα προς το κόκκινο μακριά μαλλιά μου και τα άφησα ελεύθερα να κυματίζουν στη πλάτη μου. Δηλαδή στο φυσικό μου. Ούτε ισιωτική, όπως στο σχολείο, ούτε μπούκλες όπως όταν βγαίνω έξω, ούτε τίποτα.

Αφού δίπλωσα τις πετσέτες μου και τις έβαλα πίσω στο μπάνιο, κατέβηκα κάτω στο μεγάλο μας σαλόνι. Έκατσα με φόρα δίπλα στο μπαμπά μου που έβλεπε τηλεόραση και μάζεψα τα πόδια μου οκλαδόν.

Ήχοι από τακούνια ακούστηκαν και γυρίσαμε και οι δύο προς τις σκάλες. Είδαμε τη μαμά να κατεβαίνει τα σκαλιά φορώντας ένα υπέροχο νυχτερινό μπλε φόρεμα έτοιμη για έξοδο. Κοίταξα τον μπαμπά και τα μάτια του ήταν έτοιμα να βγουν έξω. Τη κοιτούσε έτοιμος να τη φάει!

Γέλασα σιγανά και ο μπαμπάς μου σηκώθηκε. Πήγε με σταθερά και αργά βήματα προς τη μαμά μου που είχε κατέβει πια και τον κοιτούσε χαμογελώντας πονηρά.

«Προς τι η εμφάνηση;» τη ρώτησε απορημένος καθώς τη κοιτούσε καθόλου διακριτικά.

Το φόρεμα που φορούσε ήταν από λινό ύφασμα με άνοιγμα στο πόδι και βαθύ V. Οι τιράντες λεπτές και η πλάτη όλη έξω.

Δάγκωσα τα χείλη μου για να μη προδώσω το σχέδιο της μαμάς μου με το γέλιο που ήταν έτοιμο να βγει από το λαιμό μου, το οποίο ήταν να τον πάρει έξω ώστε να είμαι μόνη σήμερα με τα παιδιά μέσα στο σπίτι.

«Σα τι σου φαίνεται;» τον ρώτησε ναζιάρικα παίζοντας με την άκρη της μπλούζας του.

«Θα ταίριαζε πιο πολύ στο πάτωμα, δε συμφωνείς;» της είπε πονηρά τραβώντας την από τη μέση κοντά του και τη φίλησε άγρια.

Ο Γρίφος των δύο Βασιλείων: Η Κληρονόμος [Βιβλίο 2, μέρος 1] ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα