Κεφάλαιο 2

9.4K 644 33
                                    

Χτύπησε σιγά τη πόρτα και σήκωσε το κεφάλι της ψηλά. Το σπίτι ήταν αρχοντικό σαν εκείνα που βλέπουμε στις ταινίες. Ήταν βαθιά χτισμένο σε ένα δάσος, τα κλαδιά των δέντρων αγκάλιαζαν τους τοίχους του σπιτιού. Αν δεν ήταν μέρα σίγουρα το σπίτι θα προκαλούσε μεγάλο φόβο σε όποιον τολμούσε να πλησιάσει.

Η πόρτα άνοιξε και μια κοντή κυρία άνοιξε στη Μάγια.

"Περάστε. Θα περιμένετε στο σαλόνι με τους άλλους υποψήφιους. Παρακαλώ μην αγγίξετε τίποτα. " είπε αυστηρά η γυναίκα.

Φαινόταν πολύ πειθαρχημένη, είχε τα μαλλιά της μαζεμένα σε ένα κότσο που δεν πετούσε ούτε τρίχα. Φορούσε μαύρο πουκάμισο και φούστα όλα σιδερωμένα στη εντέλεια.

Η υπεύθυνη γυναίκα οδήγησε την Μάγια στο σαλόνι. Σε όλη την διαδρομή, κοιτούσε με ανοιχτό στόμα το σπίτι. Υπήρχαν μεγάλοι πίνακες στους τοίχους, χρυσά και ασημένια αντικείμενα πάνω σε μεγαλοπρεπή έπιπλα. Παρατήρησε επίσης τις φαρδιές κουρτίνες που κάλυβαν τα παράθυρα και το λιγοστό φως που έμπαινε ήταν από τα σημεία που η κουρτίνα δεν κάλυβε τελείως το παράθυρο. Η Μάγια ένιωσε ένα κρύο ρίγος να περνάει το κορμί της, ήταν σαν να βρίσκεται σε κάστρο του 16ο αιώνα!

Κάθισε δίπλα στους άλλους υποψήφιους σε έναν φαρδύ καναπέ. Είχε αρχίσει να αγχώνεται, όλοι εκείνοι οι υποψήφιοι ήταν ακριβώς σαν εκείνη την κυρία που της άνοιξε. Οι άντρες φορούσαν κοστούμια και οι γυναίκες φούστες με πουκάμισα. Η Μάγια κοίταξε με γουρλωμένα μάτια την δική της αμφίεση. Το σκισμένο και φθαρμένο τζιν, το λευκό μπλουζάκι και τα ανακατεμένα μαλλία της σίγουρα δεν ταίριαζαν σε ένα τέτοιο σπίτι. Όλη η αυτοπεποίθηση και η αισιοδοξία της Μάγια χάθηκαν.

Η κοντή γυναίκα φώναζε έναν έναν τους υποψήφιους και τους οδηγούσε σε ένα δωμάτιο, οι περισσότεροι έβγαιναν με ένα δυσαρεστημένο βλέμμα που έκανε την Μάγια να ελπίζει. Η ώρα περνούσε αργά και η Μάγια ήταν τελευταία.

Ένας άντρας ήρθε στο δωμάτιο γύρω στα πενήντα με γυαλιά, άσπρα μαλλιά και φορούσε ένα πολύ προσεγμένο κουστούμι. Με τα μάτια του εξέταζε τον κάθε υποψήφιο από πάνω μέχρι κάτω. Το βλέμμα του σταμάτησε στη Μάγια.

"Εσύ." είπε κοφτά. "Το όνομα σου;" ρώτησε.

Η Μάγια σαστισμένη κοιτούσε γύρω της να δει αν όντως έλεγε εκείνη.

"Μάγια;" απάντησε πιο πολύ σαν τα ρωτούσε.

"Συγχαρητήρια πήρες τη θέση. Έλα μαζί μου. Οι υπόλοιποι, σας ευχαριστούμε που ήρθατε ως εδώ."

Η Μάγια διστακτικά σηκώθηκε και ακολούθησε τον άντρα.

"Λοιπόν Μάγια, είμαι ο Φρέντυ και διευθύνω το σπίτι αν χρειαστείς τίποτα μην διστάσεις να μου πεις. Όπως ξέρεις από την αγγελία θα είσαι προσωπική βοηθός του κ. Μόργκαν, ο ιδιοκτήτης της I.D..." είπε καθώς περπατούσαν στο διάδρομο.

Η Μάγια τον κοιτούσε μια ανοιχτό το στόμα, ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν θα πίστευε ότι θα δούλευε για κάποιον που είχε τόσα λεφτά ώστε να αγοράσει νησί ή και ήπειρο!

Έφτασαν μπροστά από ένα δωμάτιο.

"Αύριο ξεκινάς! Να είσαι εδώ στις 8 ακριβώς! Να φέρεις και τα πράγματα σου γιατί από αύριο θα μένεις εδώ." είπε ο Φρέντυ. Η Μάγια δεν έβγαλε ούτε λέξη από το σόκ.

Την επομένη μέρα η Μάγια βρισκόταν εκεί από τις επτάμιση.

"Είναι τεράστιο!" έλεγε και ξαναέλεγε η Μάγια για το δωμάτιο της. Ήταν σαν βρίσκονταν σε σουίτα.

"Γρήγορα δεν έχεις καιρό για χάσιμο!" την διέκοψε ο Φρέντυ. "Πάρε το πρωινό στον κ. Μόργκαν.!"

"Μάλιστα! " είπε ενθουσιασμένα. Ο Φρεντυ την κοιτούσε παραξενεμένος χωρίς να της απαντήσει.

Η Μάγια στέκονταν έξω από μια τεράστια πόρτα κρατώντας το δίσκο με το πρωινό.

"Έλα Μάγια μπορείς... εδώ έδωσες πρωινό σε μεθυσμένους.." μουρμουρούσε.

Άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά μπήκε μέσα όσο πιο διακριτικά γινόταν. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές αλλά το φως έμπαινε από τις χαραμάδες. Η Μάγια μπορούσε να καταλάβει ότι το δωμάτιο ήταν πολύ πιο μεγάλο και πολυτελές από το δικό της. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινε μια σκιά να κάθεται γυρισμένος στο γραφείο του. Υπήρχαν χαρτιά και φάκελοι παντού.

"Έφερα το πρωινό σας..." είπε η Μάγια ευγενικά.

"Ποιος σου είπε να περάσεις; " η βαθιά φωνή της σκιάς έκοψε την ανάσα της Μάγια.



Σκοτεινός ΠαράδεισοςWhere stories live. Discover now