...Άφησε με να σου εξηγήσω...{21}

2.2K 231 12
                                    

Ακόμα κι όταν κάποιος είναι πεπεισμένος για την απελπισία του, πρέπει να δρα σαν να ελπίζει. Ή να αυτοκτονεί. Ο πόνος δεν δίνει δικαιώματα.
Albert Camus, 1913-1960, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1957

Η Ρενέ παρακολουθούσε τις κινήσεις του και τις εκφράσεις του σαν αρπαχτικό που κυνηγούσε το θήραμα του.
Ο Νόα σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε βαθιά μέσα στα βουρκωμένα,πράσινα μάτια της.Η καρδιά του έχασε έναν χτύπο μόλις είδε τον τρόμο μέσα τους και άκουσε την καρδιά της που σφυροκοπούσε σαν τρελή.Την φοβόταν αυτή την μέρα,είχε ένα προαίσθημα πως θα τα μάθαινε όλα αυτά από κάπου και όχι από τον ίδιο,από την ημέρα που την γνώρισε όμως δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια του πατέρα του που αντιχούσαν στο μυαλό του κάθε βράδυ.
«Το ήξερες;Οοοο θεέ μου το ήξερες!
Πως πως μπόρεσες;Αυτό,αυτό είναι απαίσιο...»η Ρενέ έφτυσε τις λέξεις και έκανε να φύγει,μα εκείνος άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε κοντά του.
«Άφησε με να σου εξηγήσω πρώτα!»ψέλλισε...
«Τι;Τι από όλα να μου εξηγήσεις;Τι;
Πως η Αμέλια,η καλύτερη μου φίλη είχε παράνομη σχέση με τον πατέρα μου;Πως το ήξερες και δεν άξιζα έστω να μάθω την αλήθεια;»κλαψούρισε και άφησε το σώμα της να πέσει στο έδαφος εξαντλημένο.
Αισθανόταν ένα ράκος και ανακατεβόταν,στην σκέψη πως η ίδια της η φίλη, η αδερφή της έκανε κάτι τέτοιο...
«Ρενέ...άκουσε με..»την παρακάλεσε,η φωνή του έσπασε στο τέλος της πρότασης και την κοίταξε με δάκρυα στα μάτια.
«Μωρό μου..σε παρακαλώ δεν είναι έτσι τα πράγματα.»
«Νόα τι λες;Πως είναι δηλαδή...πως είναι τα πράγματα;»φώναξε,ήταν πραγματικά έξω φρενών και πολύ πολύ απελπισμένη.
Το κεφάλι της ήταν έτοιμο να σπάσει και όλα γύριζαν γύρω της δημιουργόντας της μία έντονη ανακατοσούρα.Όλη μου η ζωή είναι ένα ψέμα!
«Ρενέ,σε παρακαλώ αγάπη μου ηρέμησε και άκουσε με!»
«Μην με λες έτσι!»τσίριξε και άρχισε να κλαίει με λιγμούς.
Ο Νόα ήθελε να την πλησιάσει,να την κλίσει στην αγκαλιά του,να την φιλήσει και να της εξηγήσει πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι οπως φαινόντουσαν.
Και εκείνος όταν το είχε μάθει του είχε έρθει ο ουρανός σφοντίλι, ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί,σιχάθηκε ακόμα και τον εαυτό του που παρόλα αυτά συνέχιζε να αγαπά αυτή την γυναίκα.
Ήξερε ότι η Ρενέ αν μάθαινε την αλήθεια θα πληγωνόταν. Έπρεπε να είχε μείνει μακριά της.Κάποια στιγμή θα απελπιζόταν και θα έφευγε,ήταν μεγάλος πειρασμός για εκείνον και φυσικά πολύ πεισματάρα για να φύγει.
Έτσι πίστευε τουλάχιστον μέχρι που την ήθελε για πάντα κοντά του,και την Αμέλια την είχε αγαπήσει,αλλά με την Ρενέ ήταν διαφορετικά,ήταν η πνοή του...αυτόν τον καιρό που ήταν μαζί και ευτιχισμένοι ήταν το καλύτερο στην ζωή του...
Την αγαπούσε....δεν έπρεπε να την χάσει...
Έπεσε στα γόνατα και την αγκάλιασε τρυφερά,εκείνη στην αρχή αντιστάθηκε και άρχισε να τον χτυπάει κλαίγοντας,όμως ο Νόα δεν τα παράτησε,την έσφιξε πάνω του και κόλλησε τα χείλη του πάνω στα δικά της.
«Νόα...μη...μη μου το κάνεις αυτό!»
«Μωρό μου...τα πράγματα δεν είναι έτσι,αυτό το γράμμα είναι μία ψευδαίσθηση...»
«Η μάνα μου το έγραψε αυτό το γράμμα,η πεθαμένη μάνα μου γαμώτο,ακριβώς τον μήνα που πέθανε και μου λες πως όλα αυτά είναι μία ψευδαίσθηση;Πλάκα μου κάνεις;»τσίριξε εκείνη με απόγνωση και το στομάχι της ανακατεύτηκε.
Τι μου συνέβαινε;Αναρωτήθηκε, λίγο ήθελε να ξαναβάλει τα κλάμματα.
Σηκώθηκε όρθια αποθώντας τον Νόα που έτρεξε πίσω της για να την σταματήσει και μπήκε στο σπίτι όπου η Αλίσια με τον Κρις έπαιζαν με τις κούκλες και ο Μαρκ με την Τερίσα υποδεχόντουσαν τους καλεσμένους της Αλίσιας.
Η Ρενέ έτρεξε πάνω και προσπάθησε να διορθώσει τα χάλια της.Δεν αισθανόταν καθόλου καλά,ούτε ψυχικά,μα ούτε σωματικά,αισθανόταν άρρωστη,ήθελε να βγάλει τα σωθικά της και έπειτα να ξαπλώσει στο ζεστό της κρεβατάκι,να ξεχάσει ότι έγινε και να ξαναγίνουν όλα όπως πριν.
Το στομάχι της τελικά την πρόδοσε και έτρεξε στο μπάνιο βγάζοντας όλο το περιεχόμενο του στομαχιού της.Για μία στιγμή,μόνο για μια στιγμή ένιωσε ανακουφισμένη,όμως η απογοήτευση σκαρφάλωσε ξανά μέσα της.
«Ρενέ;»η φωνη του Μαρκ ήχησε στον χώρο τρομάζοντας την.
«Συγνώμη δεν ήξερα,με έστειλε ο Νόα να σε βρω,τρόμαξε και επίσης σε ζητάει η Αλίσια.»
Ο Μαρκ παρατήρησε τα βουρκωμένα μάτια της Ρενέ και το χλωμό της πρόσωπο.
«Είσαι καλά;»
«Όχι Μαρκ δεν είμαι,όλη μου η ζωή έχει γαμηθεί από τότε που ήρθα εδώ.Τόσα χρόνια ζούσα στην σκιά της Αμέλιας,ήμουν ερωτευμένη με τον Νόα από τότε που τον γνώρισα και τώρα που δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο και που ήμουν ευτιχισμένη,όλα γαμήθηκαν.Αχχ μίσω την ζωή μου,με σιχαίνομαι..»
Κλαψούρισε η Ρενέ και ξέσπασε ξανά σε κλάμματα.Ήθελε να φύγει,ξαφνικά ένιωσε να πνίγεται...
Πόσο υπέροχη ήταν τελικά η βαρετή της ζωή στην Νέα Υόρκη!Από παιδί είχε μάθει να ζει με δυσκολίες,λίγες ήταν οι στιγμές ευτιχίας στην οικογένεια της και εκεί που επιτέλους πήγε να ευτιχίσει της την πήραν μακριά,σαν να ήταν καταραμμένη.
«Μην λες ανοησίες,δεν μισείς την ζωή σου..»αποκρίθηκε ο Μαρκ και χάιδεψε τρυφερά το κατάλευκο μάγουλο της.
Πονούσε που την έβλεπε έτσι,ο φίλος του τα είχε κάνει μαντάρα και δεν θα μπορούσε κανένας να τον σώσει τώρα.
«Τρελό αυτό που θα πω,αλλά θέλω να πάρω το αεροπλάνο και να γυρίσω πίσω στην βαρετή ζωή μου.Αυτή την στιγμή!»
«Πάντα στα πόδια θα το βάζεις;»η μπάσα φωνή του Νόα έκανε την εμφάνιση του στον χώρο τρομάζοντας την Ρενέ.
«Εγώ φεύγω..Νόα ήρεμα!»ψυθίρισε στον φίλο του ο Μαρκ και εφυγε από το μπάνιο αφήνοντας τους μόνους.
«Θες να φύγεις;»ρώτησε,με το ζόρι ακουγόταν η φωνή του.Έμοιαζε κάπως σπασμένη.
Η Ρενέ έκανε μια προσπάθια να σηκωθεί από το κρύο πάτωμα,αλλά δεν ήταν και τόσο επιτυχής.Κοντά του ένιωθε περισσότερο ευάλωτη από όσο ήταν πριν.
Τα χείλη του μισάνοιξαν έτοιμα να μιλήσουν...αυτά τα χείλη...που μία μέρα πριν κολλούσαν πάνω στα δικά της και τα κατακτούσαν με τόσο πάθος...αυτά τα χείλη δεν θα τα ξαναείχε..
Ο Νόα έκλεισε το στόμα του και κάθισε στο πάτωμα δίπλα στην Ρενέ.Τα γαλανά του μάτια τα θόλωναν μερικά δάκρυα που είχαν μαζευτεί,η Ρενέ ένιωσε μια σουβλιά πόνου στο στομάχι,λες και είχε φάει μία αόρατη μπουνιά στο στομάχι.
Άπλωσε διστακτικά το χέρι της και χάιδεψε το τραχύ του μάγουλο,το οποίο ήταν καλλημένο με γένια μερικών ημερών.
Μερικά δάκρυα έφυγαν από τα μάτια του και ξεθόλωσαν το γαλανό τους χρώμα.
Τα χέρια του χάιδεψαν τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της απαλά,στέλνοντας ρίγη σε όλο της το κορμί.Πάντα αυτό γινόταν,ήταν ο μοναδικός άντρας που μπορούσε να το κάνει αυτό στο σώμα της με μία απλή τρυφερή κίνηση.
Τα χείλη του συνέθλιψαν τα δικά της,κατακτώντας τα.Η Ρενέ έβγαλε έναν έντονο αναστεναγμό και τα χέρια της έπιασαν τον γιακά του πουκάμισου του ,προσπαθόντας να αντισταθεί,ήταν όμως αδύνατο.Δεν ήταν εύκολο να απαρνηθεί αυτό που αισθανόταν για αυτόν τον άντρα.
Τέσσερα χρόνια ήταν ερωτευμένη κρυφά μαζί του,δεν μπορούσε να τα περάσει έτσι.Και όμως έπρεπε...έπρεπε...δεν ήταν σωστό.
Η γλώσσα του εισέβαλλε στο στόμα της και το έκανε δικό του με έναν απότομο τρόπο που ξεσήκωνε τις αισθήσεις της.Τα χείλη του χάραξαν ένα μονοπάτι από το λαιμό της μέχρι το στήθος της.
Τράβηξε με μίσος το φόρεμα που φορούσε και εκείνο σκίστηκε.
Δεν ήταν ο Νόα αυτός,ήταν μία άλλη εκδοχή του Νόα βίαιη,που δεν την είχε ξαναδεί.
Την κόλλησε στον τοίχο με ορμή,η Ρενέ είχε γίνει έρμαιο στα χέρια του.Δεν έπρεπε να γίνει αυτό.
Ο Νόα κατέκτησε το σώμα της βίαια,δεν ήταν καθόλου τρυφερός,αλλά κάτι στην αγριάδα του αυτή της άρεσε,την άναβε.
Μόλις τελείωσαν ο Νόα κουμπώθηκε και έφυγε σαν κυνηγημένος και η Ρενέ εκεί σαστισμένη και απελπισμένη να κοιτάει την μισάνοιχτη πόρτα.
Έπρεπε να φύγει!
Αφού μάζεψε όσο μπορούσε τα κομμάτια της προχώρησε προσεχτικά στο δωμάτιο και ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα της.Ήταν λάθος αυτό που έκανε,ήξερε πως ο Νόα είχε κάτι να της πει,αλλά αυτή του η σημερινή συμπεριφορά την έκανε κομμάτια.
Ήταν λες και εκείνος με τον τρόπο του της είχε πει αντίο.
Αφού μάζεψε όλα της τα πράγματα,έγραψε ένα γράμμα στον Νόα και ένα άλλο στην Αλίσια που της εξηγούσε πως είχε κάτι δουλειές και θα γύριζε.
Πιθανόν να μην γύριζε ποτέ ξανά εδώ...ποτέ!!

Σαν το καλό κρασιΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα