...«Αγαπητή μου φίλη»...{01}

4K 279 14
                                    

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Κώστας Καρυωτάκης, 1896-1928, Έλληνας ποιητής

Και κάποια στιγμή θα έρθει το αντίο...

Δάκρυα...
Δάκρυα ξεχύνονταν από τα μάτια της σαν καταράχτες.Πονούσε,ένιωθέ έναν ασταμάτητο πόνο στο στήθος,χωρίς να μπορεί να καταλαγιάσει τον θυμό της.
Τα είχε βάλει με τον εαυτό της..

Ένιωθε πως έφταιγε για τον χαμό της καλήτερης της φίλης,αδερφής της!

Είχε δει τα σημάδια και τα αγνοούσε...

«Πως μπόρεσα..»μονολόγησε και ένα νέο κύμα δακρύων πλημμύρισε τα μάτια της.Λιγμοί και αναφηλητά έβγαιναν από το στόμα της,η ψυχή της,η καρδιά της,είχε γίνει κομμάτια..
Ο χαμός της φίλης της της είχε κοστίσει ,ακόμα δεν μπορούσε να συνηδητοποιείσει πως είχε φύγει,πως δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ το μελιςτάλακτο πρόςωπο της και τα καταπράσινα μάτια της,που μόνο αυτά όλα τα χρόνια της ζωής της της είχαν δώσει ελπίδα.
Την είχαν πάρει οι άγγελοι και της είχαν στερήσει το άτομο με το οποίο μεγάλωσε,έμαθε να αγαπά και να νιάζεται .Η Ρενέ νομίζε πως πλέον δεν την ήθελε,είχε κάνει οικογένεια και θα ήταν το καλήτερο να την αφήσει στην ησυχία της με την πανέμορφη οικογένεια που η Ρενέ πάντα ζήλευε,έτσι την είχε παραμελήσει και στην θέση της Αμέλια είχε βάλει την δουλειά της,την αγνοούσε παραδειγματικά τον τελευταίο καιρό,ενώ είχε δει τα σημάδια της
θλίψης της και δεν την βοηθούσε.
«Μην λυπάσαι καλή μου..»τρελενόταν,ένιωθε πως άκουγε την φωνή της.Άλλος ένας λιγμούς της ξέφυγε.
Το βλέμμα της έπεσε στο παράθυρο,για λίγα λεπτά σταμάτησε να κλαίει και πήρε μία βαθειά ανάσα κοιτόντας την θέα.Μπροστά της απλωνόταν το Central Park.

Τόσες αναμνήσεις που είχε σε αυτό το κομμάτι γης με την Αμέλια.Τόσες κοπάνες από το σχολείο και πάντα κατέληγαν σε αυτό το μέρος,κρυφές βόλτες τα βράδια,έρωτες.Κυρίως έρωτες της Αμέλιας διότι η Ρενέ δεν είχε τόση επιτυχία στους άντρες.Ήταν ένα λεπτό θέμα για την Ρενέ οι άντρες,καθώς εκείνη από μικρή ηλικία δεν ένιωθε ποθητή.Τα παραπανίσια κιλά της,το πρόσωπο της και η σοβαρή προσωπικότητα της,δεν έκαναν αυτό το κλικ στους άντρες,όπως όταν γνώριζαν την Αμέλια.Ψιλόλιγνη,με υπέροχο σώμα σαν αυτό των περιοδικών,πράσινα γατίσια μάτια που ξεσήκωναν τους άντες και όμορφο καθαρό πρόσωπο γεμάτο υπονοούμενα.
Όλες αυτές οι αναμνήσεις είχαν κολλήσει στο μυαλό της και δεν έλεγαν να φύγουν,ήθελε να φύγουν,έπρεπε να φύγουν.
Το βλέμμα της στράφηκε στον κλειστό φάκελο στο κρεβάτι της πάνω που της έδωσε η μητέρα της την μέρα της κηδείας της φίλης της.Είχαν περάσει τρεις μέρες από τότε και ένιωθε ακόμα τον πόνο να τρώει την ψυχή της.
Είχαν περάσει ωραίες στιγμές,ίσως και άσχημες αλλά οι ωραίες ήταν περισσότερες και νικούσαν,ήταν φιλη της από τότε που θυμόταν τον εαυτό της που να πάρει,ήταν η αδερφή που ποτέ δεν είχε.Ακόμα και τότε που μπήκε τρίτος ανάμεσα τους,που η Ρενέ ζήλεψε γιατί είχε νιώσει για τον άντρα της Αμέλιας μια έλξη,τα άφησε όλα πίσω και μιλούσε πάλι με την φίλη της,άσχετα αν η Ρενέ προσπαθούσε να τους αποφεύγει όσο πιο δυνατόν γινόταν.Και δεν έβλεπε την φίλη της,αυτό μετάνιωνε.Είχε αφήσει έναν άντρα να μπει ανάμεσα τους,στον ησχυρό τους δεσμό,αυτό πλήρωνε τώρα,την αδιαφορία που είχε δείξει όταν η φίλη της τρομοκρατημένη της είχε πει πως την κυνηγούσε ένας άνθρωπος που ήθελε να της κάνει κακό από το παρελθόν της και,φοβόταν να το πει στον άντρα της,φοβόταν και για την ζωή του και για την ζωή του παιδιού της.
«Χριστέ μου,την είχα βγάλει τρελή..έβλεπα τα σημάδια και..»η φωνή της στο τέλος έσπασε και ξέσπασε σε λιγμούς.
Κατηγορούσε τον εαυτό της,της είχε ζητήσει βοήθεια η Αμέλια και την είχε
βγάλει τρελή.
Τώρα συνηδητοποιούσε η Ρενέ πόσο μεγάλο κακό είχε κάνει.Είχε αφήσει ένα τρίχρονο κοριτσάκι απροστάτευτο και τους γονείς της Αμέλιας που τους είχε σαν δικούς της ορφανούς από το παιδί τους.
Χτύπησε με τέτοια οργή το χέρι της στο τζάμι και εκείνο έσπασε,έπεσε κομματάκια σε όλο τον χώρο γύρω της.

Σαν το καλό κρασιΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα