...Θέλω να το ακούσω από τα χείλη σου...{16}

3.4K 264 19
                                    

Η μετάνοια είναι το τελευταίο αμάρτημα των γυναικών.
Honoré de Balzac, 1799-1850, Γάλλος συγγραφέας

Άγριο πάθος...έρωτας....

Ένιωθε το σώμα του να τρέμει από απόγνωση.
Πως;Πως είχε φτάσει εκτός ελέγχου για να κάνει μια τόσο αποτρόπαιη πράξη.
Εδώ είχε έρθει για να της ζητήσει συγνώμη και όχι να τα κάνει χειρότερα τα πράγματα.Και όμως είχε από μία πλευρά και εκείνη άδικο.Τα λόγια της τον είχαν λούσει σαν κουβάς με παγωμένο νερό.
Τον είχε κάνει να θολώσει,για αυτό την είχε χτυπήσει,κι όμως απο εκεί που ήθελε να την χτυπήσει ήθελε να την φιλήσει μέχρι να χρειάζεται οποσδήποτε οξυγόνο,να την σπρώξει στο κρεβάτι και να της δείξει πόσο πολύ την ποθούσε,πως τον έκανε να νιώθει,πόσο τον τρέλενε!Να της έλεγε πόσο λάτρευε αυτά τα μάτια.Την πράσινη άβυσσο που χάθηκε μέσα τους από την πρώτη στιγμή που την γνώρισε και ας μην τον παραδεχόταν .
Αλλά τον σταμάτησε η ιδέα πως ένας άλλος άντρας την περίμενε κάτω και εκείνος μπορούσε να την φιλάει και να την ακουμπάει.Η σκηνή με το φιλί εξελισσόταν μπροστά του και δεν του άρεσε καθόλου το συναίσθημα που ένιωσε εκείνη την στιγμή.Ένα τσίμπιμα συνοδευμένο με ένα ράγισμα στην καρδιά.
Την πίκρα να σκαλώνει στον λαιμό του και την οργή να κάνει το αίμα στις φλέβες του να κοχλάζει.
Ήταν περίεργο,δεν το είχε ξανανιώσει,ήταν περίεργο και άσχημο και κατά βάθος μέσα του ήξερε πως αυτό το συναίσθημα ονομαζόταν ζήλεια.Το πάθαινε με κάθε άντρα που βρισκόταν κοντά της και ήταν ικανός να της σταθεί σαν πραγματικός άντρας και όχι σαν αντράκι.Γιατί εκείνος δεν είχε ξεκαθαρίσει τι ένιωθε μέσα του και ήταν πολύ δειλός ακόμα για να αντιμετωπήσει την πραγματικότητα και αυτά τα δυό μεγάλα πράσινα μάτια που σκάλωνε,ξεχνούσε τα πάντα κάθε φορά που τον κοιτούσαν.Η μικρή του μάγισσα...
Μπήκε σαν σίφουνας στην ζωή του και προσπάθησε να την διορθώσει.Άσχετα αν εκείνος δεν ήθελε να την αλλάξει και την θεωρούσε ιδανική για εκείνον.

Το χρυσό υγρό στο ποτήρι δεν τον βοήθησε καθόλου να ηρεμήσει,αντίθετα τον έκανε να θυμηθεί τα χάλια του λίγο καιρό πριν.Όταν κοσμούσαν το σαλόνι πεταμένα,άδεια μπουκάλια από αλκοόλ.
Η περίοδος που είχε χαθεί....που είχε χάσει κάθε ίχνος του εαυτού του..
Ο θάνατος της Αμέλιας του είχε στοιχήσει πολύ.Προσπάθησε να το ξεπεράσει,αλλά την αγαπούσε που να πάρει και δεν μπορούσε να την ξεχάσει,μέσα του είχε νιώσει πως και εκείνη τον είχε
αγαπήσει.Πέρασε καιρός για να γίνει αυτό αλλά τα συναισθήματα της είχαν αρχίσει να φανερώνονται και είχε χαρεί τόσο πολύ που πλέον δεν τον μισούσε.Και όμως ήταν μια καλή υποκρίτρια. Όταν είχε κρατήσει το χέρι της όταν γεννούσε την κόρη του,της είχε υποσχεθεί πως θα την προσέχει για πάντα και εκείνη και την πανέμορφη κόρη του και το εκμεταλευόταν εκείνη.Έβλεπε πόσο τυφλός από έρωτα ήταν και εκείνη απλά ήθελε να τον εξοντώσει.
Δεν έφταιγε όμως αυτό το μικρό πλασματάκι σε τίποτα επειδή εκείνη του θύμιζε τόσο πολύ την Αμέλια.
Πέταξε με δύναμη το ποτήρι στον τοίχο και εκείνο από την σύγκρουση έγινε κομμάτια.Σαν την καρδιά του.
«Μπαμπά;»άκουσε μιά νυσταγμένη γλυκιά φωνούλα να τον καλεί.Ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν και για μιά στιγμή στάθηκε ακίνητος χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
Όταν χαλάρωσε έστρεψε το σώμα του και κοίταξε το γλυκό της προσωπάκι.Η καρδιά του κλότσησε στο στήθος του.
«Τι ήταν αυτό;Τρόμαξα...»πετάχτηκε η Αλίσια και σάρωσε τον χώρο με τα μάτια της.
«Τίποτα μικρή μου.Ένα ατύχημα,μου έπεσε το ποτήρι καταλάθος.»η Αλίσια έγνεψε,αλλά δεν έφυγε στάθηκε και τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της.
Εκείνος ένιωθε την ψυχή του να πονάει...
Παρατήρησε κάτι που δεν είχε παρατηρήσει τόσο καιρό.
Η κόρη του δυστυχός-ευτυχός δεν έμοιαζε στην Αλίσια,ναι!Τώρα το έβλεπε ξεκάθαρα.
Ήταν ένα μιρκοκαμμωμένο μικρό κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά και τεράστια πράσινα μάτια,τα οποία ήταν εκφραστικά και πολύ όμορφα.
Το χαμόγελο της ήταν ένα ειλικρινές χαμόγελο,ένα αληθινό χαμόγελο με ζωντάνια και δεν ντρεπόταν καθόλου να δείξει τον τσαμπουκά της.

Σαν το καλό κρασιΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα