Κεφ. 40ο

516 55 11
                                    

Άλεξ P.O.V.

Όλο και με πλησίαζαν. Πλέον στεκόμουν στα πόδια μου. Ήταν αρκετοί και η εικόνα μπροστά μου έκανε το σώμα μου να τρέμει. Φοβόμουν αρκετά και δεν κρίβομαι να το παραδεχτώ. Εγώ, όμως το επέλεξα αυτό και ήξερα πως θα κατέληγα έτσι, οπότε δεν έχω επιλογή, θα προσπαθήσω να τους πολεμήσω, ώστε μετά να μπορέσω να σώσω την Έμιλυ από αυτή την κόλαση που την έμπλεξα. Αχ, αν μόνο ήξερα την αλήθεια, πως ο Έντγκαρ είχε αυτό στο μυαλό του, τίποτα δεν θα ήταν όπως τώρα. Με μόνο το ασημένιο μαχαίρι για όπλο και την δύναμη μου ξεκίνησα να τους αντιμετωπίζω. Κάρφωσα τον πρώτο στη κοιλιά και τον δεύτερο πισώπλατα. Το ασήμι μειώνει την διαδικασία επούλωσης στις πληγές των βρικολάκων, οπότε είναι σαν να χτύπησα κανονικούς ανθρώπους. Παρατήρησα πως κατάφερα και έριξα μερικούς στο έδαφος. Δεν πρόλαβα να περιφανευτώ και μια δεξιά μπουνιά 👊 με προσγείωσε κάτω, στο σκούρο πάτωμα που είχε γεμίσει από το αίμα. Τα χείλη μου είχαν ματώσει. Στο στόμα μου υπήρχε ισχυρή η μεταλλική γνώριμη γεύση του αίματος. Σηκώθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πάλι στα δύο μου πόδια. Τα γόνατα μου όμως έτρεμαν και ένιωθα να πνίγομαι μέσα στο μυαλό μου. Ξαφνικά, ένιωσα το σώμα μου να ταξιδεύει στο παρελθόν. Με διεκδικούσε ένας βαρύς πόνος στο κεφάλι. Άνοιξα σιγά τα μάτια μου. Φλώγες είχαν καλύψει το δωμάτιο όπου βρισκόμουν. Τα πάντα γύρω μου καίγονταν <<Άλεξ! >> άκουσα μια γνώριμη φωνή να φωνάζει καλυμένη με πόνο απέναντι από τις ψηλές διακλαδώσεις τις φωτιάς. Ήταν η φωνή της μητέρα μου, χωρίς αμφιβολία, πότε δεν θα μπορούσα να την ξεχάσω. Την ευγενική και τρυφερή φωνή της, ξαφνικά θυμήθηκα πράγματα που δεν ήξερα πως είχα ζήσει <<Μαμά!>> φώναξα δυνατά. Τα μάτια μου ήταν ορθάνοικτα παλεύοντας το βλέμμα μου να την συναντήσει, ήταν όμως μάταιο. Το μόνο που έβλεπα και αισθανόμουν ήταν η ζέστη και το φωτεινό χρώμα της φωτιάς που ερχόταν όλο και πιο κοντά. Τα μάτια μου άρχιζαν να καίνε. Γιατί όλα φαίνονται τόσο ζωντανά; <<Άλεξ τρέχα! >> ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από αυτή, έπειτα όλα σκοτείνιασαν..
<<Να του διαγράψουμε τη μνήμη Μεγαλιότατε; >> μέσα στο σκοτάδι μια φωνή έσπασε την ησυχία <<Ναι, δεν πρέπει να θυμάται πως εμείς σκοτώσαμε τους γονείς του>> άκουσα τη βαριά φωνή του βασικά Έντγκαρ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Σκότωσαν.. τους γονείς μου; Όλα είναι βασισμένα σε ένα ψέμα; Όχι μόνο μου είπε ψέματα για την αποστολή, αλλά όλα αυτά τα χρόνια μου έκριβε πως δεν ήμουν απλά ένα ορφανό παιδί, αλλά πως εκείνος, πως εκείνος αφέρεσε την ζωή των γονιών μου!. Τα μάτια μου άνοιξαν ξαφνικά και οι αισθήσεις μου επανήλθαν στη πραγματικότητα. Αυτά τα τέρατα δίπλα μου, πήραν μακρυά την οικογένεια μου! Ένοιωσα τον οξύ θυμό να με πνίγει σαν αλυσίδα στο λαιμό (Πάολο 😂) καθώς εξαπλώνοταν σε όλο μου του σώμα. Δεν άφησαν όμως να πάρει τον έλεγχο. Βρήκα και πάλι την δύναμη μου.. Κλώτσισα με απάθια στη κοιλιά έναν που έτρεχε γρήγορα προς τα πάνω μου. Συνέχισα να πολεμάω, χωρίς να μπορώ να βγάλω ούτε λεπτό την ανάμνηση της φωτιάς από το μυαλό μου. Έπρεπε να τελειώσω και να φύγω μαζί με την Έμιλυ. Μόνο αυτό μετρούσε τώρα..

Γιατί ;Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα