Κεφ. 6ο

826 94 2
                                    

 Μετά από λίγο περπάτημα είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι του. Και τον δυό μας τα σπίτια δεν ήταν πολύ μακρυά από το σχολείο, άνετα περπατούσες κάθε μέρα.. Ο Άλεξ έβγαλε από την τσέπη του τα κλειδιά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Κοίταξα προσεκτικά το σπίτι του από μέσα. Η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη και γαλίνια. Ήταν ένα ωραιο λιτό σπιτάκι.. «Μένεις με κάποιον;»τον ρώτησα και συνέχισα να τριγυρνάω «Όχι, γιατί ρωτάς;» άφησε την τσάντα του σε μία γωνία «Απλά σκεφτόμουν μήπως ενοχλούσα» γύρισα και τον κοίταξα «Χα, φυσικά και όχι, μπορείς να έρχεσαι όποτε θες»μου απάντησε με ένα ελαφρύ χαμόγελο και έβαλε τα χέρια στην μέση του. Τουλάχιστον είναι καλός μαζί μου, είπα από μέσα μου και χαμογέλασα..

 «Θες να πιείς κάτι;» με ρώτησε καθώς άνοιξε το ψυγείο «Λίγο νερό παρακαλώ» του απάντησα ευγενικά και έκατσα στον καναπέ. «Ορίστε» άφησε το νερό στο τραπέζι και έκατσε δίπλα μου. Τον ευχαρίστησα και ίπια μία γουλιά «Γιατί μένεις μόνος;» τον ρώτησα περίεργη «Επειδή μένω σε αυτό το σπίτι ώστε να είμαι κοντά σου, δεν χρειάζεται να μένω με κάποιον, ούτως ή άλλος μου αρέσει να είμαι μόνος μου» μου είπε. Γιατί όμως νομίζω ότι μου λεεί ψέματα;.. «Δηλαδή τώρα θα με προστατεύεις;» γύρισα και τον κοίταξα. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά «Σαν σωματοφύλακας» είπα για πλάκα και αρχίσαμε να γελάμε. Χα, πλάκα θα έχει, ονειροπόλησα..

 «Είπες πως εκείνο το βράδυ, αυτός που με εσωσε ήσουν εσύ, όμως θυμάμαι πολύ καλά πως είχες κατακόκκινα μάτια και όχι γαλάζια όπως τώρα» τον κοίταξα και σταύρωσα τα πόδια μου περιμένοντας με αγονία την απάντηση του «Τα μάτια μου είναι γαλάζια,αλλά γίνονται κόκκινα όταν θυμώνω ή όταν διψάω» μου απάντησε το προφανές, εφόσον είναι βρικόλακα, όμως για κάποιον λόγο και πάλι ήταν δύσκολο να το πιστέψω, μου φένεται αδύνατον και περίεργο.. Μετά από λίγο σηκώθηκα πάνω και ήμουν έτοιμη να φύγω «Αα Έμιλυ, μην ξεχνας, έχουμε και μία εργασία να κάνουμε, έλα αύριο που είναι Σάββατο κατά της έντεκα» μου υπενθύμησε. Ήμουν τόσο στον κόσμο μου σήμερα που δεν κατάλαβα καν πως ήταν Παρασκευή, τι χαζή! «Αν χρειαστείς κατι, να θυμάσαι, θα είμαι μόνο ένα τηλεφώνημα μακρυά» χαμογέλασε και μου έδωσε σε ένα χαρτάκι τον αριθμό του τηλέφωνο του «Εντάξει, τα λέμε, σ'ε ευχαριστώ» τον αποχαιρέτησα και έφυγα. Ευτυχώς έξω είχε ακόμα φως και μπορούσα να επιστρέψω με τα πόδια σπίτι χωρίς να χρειάζεται να πάρω ταξί..

 «Γύρισα!» είπα εξουθενωμενη και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Πέταξα την τσάντα μου κάτω και έκατσα στο κρεβάτι μου. Τα πόδια πονούσαν από το περπάτημα. Ξεντύθηκα για να κάνω ένα χαλαροτικό μπάνιο. Μπήκα στην μπανιέρα και πλήθηκα. Βγήκα έξω από το μπάνιο και έβαλα τις άνετες πιτζάμες μου.. Στο κρεβάτι είχα αφήσει το χαρτάκι με το τηλέφωνο του Άλεξ. Το κοίταξα και ξεφύσηξα. Έβγαλα έξω το κινητό μου και τον πέρασα στις επαφές. Μετά το έκλεισα και κατέβηκα κάτω για να δω καμιά ταινία μαζί με την Clara.

Γιατί ;Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα