Κεφάλαιο 16

152 42 2
                                    

Είχαν περάσει 10 λεπτά από τη στιγμή που αυτός ο άγνωστος με πήρε τηλέφωνο. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να έπαιρνα τηλέφωνο τη μαμά ή την αστυνομία;

Μετακινήθηκα ως το παράθυρο του σαλονιού με το ασύρματο στο χέρι. Άνοιξα τη κουρτίνα προσπαθώντας να διακρίνω το αυτοκίνητο της μαμάς ή την BMW της Άντρια. Δεν υπήρχε τίποτα από τα δύο έξω.

Έφυγα βιαστικά από εκεί και έκατσα στον καναπέ ενώ προσπαθούσα να εμπεδώσω τι είχε γίνει. Αυτός ο άγνωστος θέλει να με τιμωρίσει. Θέλει να μου κάνει κακό.

Ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι πολύ. Έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τον Τζέισον. Ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να με βοηθήσει.

Ενώ ακουγόταν το ρυθμικό μπιπ δυνατά, γυρνούσα και επιθεωρούσα το σαλόνι και τη κουζίνα. ήμουν ολομόναχη. Υπήρχε απόλυτη ησυχία, σαν να ήμουν σε νεκροταφείο.

Ανατρίχιασα, ξανά.

Ο Τζέισον δεν το σήκωνε. Προσπάθησα να πάρω άλλη μια φορά, όμως τίποτα.

Δεν μπορούσα να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια. Έπρεπε να κάνω κάτι αμέσως. Πήγα σιγά σιγά στο δωμάτιό μου. Η πόρτα ήταν κλειστή. Αρχικά μου φάνηκε λογικό. Όποτε φεύγω πάντα κλείνω τη πόρτα για να μην δίνω την ευκαιρία σε αδιάκριτα βλέμματα να εισβάλουν στον προσωπικό μου χώρο. Όμως δεν θυμόμουν να την είχα κλείσει καθώς έβγαινα με την Έβελιν.

Ένα μεγάλο κύμα φόβου με διαπέρασε. Ίσως να ήταν κάποιος στο δωμάτιό μου.

Άγγιξα το παγωμένο πόμολο έχοντας τη ψυχή μου στη κούλουρη.

Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Απομακρύνθηκα βιαστικά. Η μαμά είχε λαδώσει τη πόρτα πριν καμιά εβδομάδα. Ήμουν απόλυτα σίγουρη.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Κάτι πολύ παράξενο γιατί από άποψη ζέστης, είναι το πιο καυτό από όλα. Παρ' όλα αυτά, τα πάντα έμοιαζαν να είναι όπως τα είχα αφήσει. Η ντουλάπα ορθάνοιχτη. μερικές μπλούζες και κανά δυο τζιν πεταμένα πάνω στο κρεβάτι. Γενικά επικρατούσε χαμός.

Ξεφύσιξα. Προχώρησα προς το παράθυρο για να κλείσω το παντζούρι Κοίταξα για μια στιγμή έξω. Η πόλη ήτα υπέροχη. Υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα στους δρόμους που έφευγαν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Παντού, σε καφετέριες, σε μπαρ, σε εστιατόρια, υπήρχε κόσμος που διασκέδαζε.

Ξάφνου άκουσα θόρυβο. Από το σαλόνι. Από την εξώπορτα. Κάποιος προσπαθούσε να μπει στο σπίτι και εγώ καθόμουν και χάζευα έξω.

The Dream-✔️Where stories live. Discover now