Κεφάλαιο 8

29 2 0
                                    

    Νιώθω κάποιον να με σπρώχνει απαλά.Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Λίαμ να στέκεται γονατιστός δίπλα από το κρεβάτι.
<<Ώρα να σηκωθείς,ωραία κοιμωμένη.>>Μου λέει.
     Εγώ τεντώνω τα χέρια μου προς τα πάνω.Καθώς προσπαθούσα να σηκωθώ,καταλάθως, χτύπησα τον Ήθαν στην κοιλιά.Εκείνος ξύπνησε και με κράτησε από το χέρι.
<<Τί ώρα είναι;>>Με ρωτάει.
    Αρπάζω το κινητό του αδερφού μου από την πολυθρόνα.
<<Έξι και μισή.>>Του απαντάω.
    Το όμορφο αγόρι άφησε το χέρι μου κι έτσι εγώ σηκώθηκα.Κατέβηκα τα σκαλιά που οδηγούν στον όροφο με τα υπνοδωμάτια και μπήκα στο δικό μου.Πήρα το μαύρο σκισμένο μου τζιν και μια λαδί κοντομάνικη μπλούζα και πήγα στο μπάνιο για να άλλαξω.Αφού κάλυψα τον καθρεύτη με μία πετσέτα,έβγαλα τις πιτζάμες μου.
    Ξαφνικά,όμως, κάτι ακούστηκε μέσα από το ντουλαπάκι δίπλα από τον καθρεύτη.Κάποιος μιλάει.Ένας άντρας.Κανένας δε χωράει εκεί μέσα,οπότε καλύτερα ας το αγνοήσω.
     Έβαλα το τζιν μου και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άκουσα το όνομά του.Η φωνή που ακούγεται ταιριάζει στον αδερφό μου και έρχεται από έξω.Βάζω στα γρήγορα τη μπλούζα μου και προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα.Δεν μπορώ.Είναι κλειδωμένη απ'έξω.Αρχίζω να τη χτυπάω για να προκαλέσω θόρυβο και να με ακούσει κάποιος.
   Αισθάνομαι την ανάσα κάποιου στον ώμο μου.Γυρνάω και βλέπω μπροστά μου τον Ντάνιελ.Ουρλιάζω δυνατά και ακουμπάω το πίσω μέρος του σώματός μου στην πόρτα.

    Το ξανθό αγόρι με πλησιάζει και προσπαθεί να μου κλείσει το στόμα.Ύστερα από λίγη ώρα το καταφέρνει.

<<Πρέπει να φύγεις από εδώ μέσα.Πρέπει να φύγετε όλοι από εδώ.>>Μου είπε.

     Εγώ δάγκωσα τα χέρι του και τον έσπρωξα,κάνοντας τον να πέσει πάνω στο γυάλινο βαζάκι που βρίσκεται ακριβώς από πίσω του.Μετά συνέχισα να χτυπάω την πόρτα και να φωνάζω.

<<Βοήθεια!Λίαμ,Ήθαν...>>Φώναζα μέχρι που ο Ντάνιελ με άρπαξε και με τράβηξε προς το μέρος του.Με κόλλησε στον τοίχο και κράτησε τους καρπούς των χεριών μου δυνατά.Τα χέρια του είναι γεμάτα αίματα και τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου.

<<Δάμαρις,...>>Μου είπε.<<Το μόνο που θέλω είναι να σε βοηθήσω.Δε θέλω να πεθάνεις.>>

<<Και γιατί νοιάζεσαι εσύ για εμένα;>>Τον ρώτησα.
<<Δεν έχει σημασία αυτό.Πρέπει να με πιστέψεις.Πρέπει να φύγετε όλοι από αυτό το σπίτι.>>Μου είπε και έσφιξε τα χέρια μου περισσότερο.
       Εκείνη τη στιγμή ο αδερφός μου και ο Ήθαν καταφέρνουν να ξεκλειδώσουν την πόρτα και μπαίνουν στο μπάνιο.Ο Ντάνιελ εξαφανίστηκε πριν προλάβουν να  τον δουν.Ο Ήθαν με πλησίασε,με αγκάλιασε και με βοήθησε να σηκωθώ.Εγώ έχω αρχίσει να κλαίω.Ο αδερφός μου με ρώτησε τί έγινε.Αφού του εξήγησα,του έδειξα και το αίμα στα χέρια μου.
      Ο Λίαμ τράβηξε την πετσέτα από τον καθρεύτη.

My love storyWhere stories live. Discover now