22

107 4 0
                                    

Έφερε το σώμα του πιο κοντά μου με αποτέλεσμα να μην μου επιτρέπει να αναπνεύσω με ευκολία.

Σιχαινόμουν όταν ήταν τόσο κοντά μου. Σιχαινόμουν αυτόν τον άνθρωπο.

Πολλές φορές άφηνα το μυαλό μου να σχηματίσει τις πιο αρρωστημένες σκέψεις.

Φανταζόμουν τα χέρια μου να τυλίγονται στον λαιμό του.

Τον φανταζόμουν να εκλιπαρεί για την ζωή του και εγώ απλούστατα να την αφαιρώ.

Τι όμορφα που θα ήταν αν δεν ήταν εδώ μαζί μου.

Τι θα έκανε με εμένα τώρα;

Με είχε βάλει στο τοίχο και πίεζε το σώμα μου με το δικό του.

Δεν έβγαιναν λέξεις από μέσα μου.

Μόνο έτρεμα.

Δεν έπρεπε να το είχα κάνει αυτό.

Έπρεπε να είμαι πιο προσεχτική.

Έπρεπε να κοιτάξω τον χώρο γύρω μου πρωτού ζητήσω για βοήθεια.

«Γιατί το έκανες;»

Η φωνή του ήταν ήρεμη και καθαρή.

«Γ-Γιατι...

Σταμάτησα να μιλάω.

Δεν ήξερα τι να πω, δεν ήξερα τι ήθελε να ακούσει.

«Νομίζεις πώς σου αξίζει να αναπνέεις;»

Τον κοίταξα.

Είχα ονειρευτεί πολλές φορές τον θάνατο μου και πάντα ήταν γλυκός, απελευθερωτικός, μου έδινε ένα συναίσθημα ατελείωτης χαράς. Μέσα στο χάος που ζούσα μου έδινε έναν έλεγχο, μου υποσχόταν πως ακόμα μπορώ να κάνω μια επιλογή που να είναι δικιά μου.

Είχα προσπαθήσει να πάρω την ζωή μου αλλά ήμουν δειλή, κάτι με κρατούσε πίσω... Φόβος.

Ήξερα όμως πως δεν ήθελα να πεθάνω αυτή την χρονική στιγμή.
Όχι εδώ μέσα, όχι από τα χέρια του.

«Μου αξίζει να αναπνέω»

Είπα σιγανά. Αν ύψωνα την φωνή μου θα έκλαιγα και δεν θα μπορούσα να απαντήσω.

Η σιγή στο δωμάτιο ήταν εκκωφαντική.

Όλη η ησυχία και η αναμονή με έτρωγε ζωντανή.

Δεν ήξερα ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση του.

Το χέρι του άρπαξε μια τούφα από τα μαλλιά μου και τα τράβηξε.

Μια κραυγή πόνου βγήκε από μέσα μου όμως δεν απελευθέρωσε τα μαλλιά μου από την επίπονη λαβή του.

Ο πόνος  με ανάγκασε να σκύψω το κεφάλι μου.

Απομάκρυνε το σώμα του από το
δικό μου και με ανάγκασε να τον ακολουθήσω σέρνοντας με από τα μαλλιά μου.

Δεν μπορούσα να σηκώσω το κεφάλι μου. Ο πόνος ήταν αφόρητος.

Πρωτού το συνειδητοποιήσω με πέταξε στο κρεβάτι και σκαρφάλωσε πάνω μου. Ήταν πολύ πιο βαρύς από εμένα. Ένιωθα πως με πλάκωνε.

Άρπαξε με το χέρι του τα δικά μου και τα ακινητοποίησε πάνω από το κεφάλι μου.

Θα με πνίξει.

Θα με σκοτώσει.

Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα
να αρπάξει τον λαιμό μου και να τον σφίξει μέχρι να μην μου απομένει αέρας και το μόνο που θα αντικρίσω θα είναι το αιώνιο σκοτάδι.

«Κοίταξε με»

Άνοιξα τα μάτια μου και αυτό που είδα ήταν ακόμη χειρότερο από την σκέψη πως θα με πνίξει. Έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή και το σώμα μου να τρέμει.







Άννα Where stories live. Discover now