17

137 4 0
                                    

Έπρεπε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου πως εάν δεν τον άκουγα θα υπέφερα πιο πολύ.

Ανάγκασα τον εαυτό μου να σηκωθεί από την καρέκλα και να πάει προς το μέρος του.

Ένιωθα σαν να ήμουν μικρό παιδί πάλι που ακολουθούσε εντολές χωρίς αντίρρηση.

Έκατσα στην αγκαλιά του.

Δεν ένιωθα άνετα.

Κάτι μέσα μου με πίεζε να απομακρυνθώ, να σηκωθώ και να τρέξω.

Να το έκανα;

Τι θα γινόταν αν το έκανα;

Κούνησα αργά το ένα μου πόδι μακριά από τα δικά του για να δημιουργήσω απόσταση και σταδιακά να σηκωθώ όρθια και να φύγω από την αγκαλιά του.

Αυτός άμεσα έβαλε τα χέρια του στον λαιμό μου.

Με έσφιξε ελάχιστα αλλά αρκετά ώστε να μου προκαλέσει πανικό.

Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του σε μια προσπάθεια να ζητήσουν για έλεος, να του υπενθυμίσουν οτι είμαι άνθρωπος σαν αυτόν.

Η λαβή του έγινε πιο σφιχτή.

Μετά βίας έβγαινε η ανάσα μου από μέσα μου.

«Ξέρεις ποιός το προκάλεσε όλο αυτό; Ξέρεις γιατί βρίσκεσαι σε αυτή τη θέση;»

Η λαβή του χαλάρωσε από τον λαιμό μου.

«Έ-Εγω»

«Ποιός το προκάλεσε;»

«Εγώ»

Η λαβή στον λαιμό μου έσφιξε ξανά.

«Τι εσύ;»

«Εγώ, εγώ το προκάλεσα»

«Έχεις τίποτα άλλο να μου πεις;»

Τον κοίταξα στιγμιαία.

Τι θέλει να του πω;

Αφήνει τον λαιμό μου και αναπνέω αργά.

«Συγγνώμη»

Πλέον βγαίνει αυτόματα αυτή η λέξη από μέσα μου.

«Συγγνώμη; Γιατί να σε συγχωρέσω;»

«Γιατι... γιατί.. δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι»

Τυλίγει το χέρι του γύρω στη κοιλιά μου και με τραβάει ώστε να είμαι κολλητά σε εκείνον.

«Πόσο χρόνων είσαι;»

Ρώτησα σιγανά.

Η ερώτηση μου δεν ήταν κατάλληλη για αυτή την στιγμή αλλά ποτέ δεν θα υπήρχε κατάλληλη στιγμή. Τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό.

«Έτσι δεν σε έπνιγε και ο πατέρας σου;»

Δεν απάντησα.

Δεν μπορεί να με αναγκάσει να μιλήσω για αυτό. Θα προτιμούσα να πεθάνω.

«Πήγαινε μάζεψε και πλύνε τα πιάτα»

Σηκώθηκα ανακουφισμένη που δεν με ρώτησε τίποτα παραπάνω.

Μάζεψα το πιάτο μου και το έβαλα στο νεροχύτη μαζί με άλλα δύο πιάτα που βρισκόντουσαν εκεί.

Πήρα το σφουγγάρι, έβαλα σαπούνι και άρχισα να τα πλένω.

Αυτός στεκόταν δίπλα μου και επέβλεπε την κάθε κίνηση μου.

«Θα τα στεγνώσω εγώ»

Η φωνή του ήταν άχρωμη, σχεδόν μηχανική.

Του έδινα τα πιάτα ένα ένα και αυτός τα σκούπιζε σχολαστικά.

Δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα.

«Έλα»

Είπε μονότονα και τον ακολούθησα σαν να είμαι σκυλί.

Με πήγε πάλι στο δωμάτιο στο οποίο είχα ξυπνήσει την ημέρα που με απήγαγε.

«Ξάπλωσε»

Δίστασα για μια στιγμή.

«Είπα ξάπλωσε»

Εν τέλει ξάπλωσα διότι φοβήθηκα για την αντίδραση του.

Αυτός κάθισε δίπλα στα πόδια μου και έβγαλε σχοινί από την τσέπη του παντελονιού του.

«Τι θα κάνεις;»

Είπα απότομα.

Δεν έλαβα απάντηση.

«Ακίνητη»

Έδεσε τα πόδια μου στο κρεβάτι.















Άννα Where stories live. Discover now