21

140 3 1
                                    

Έβαλε τα χέρια του πάνω στην πόρτα με αποτέλεσμα να φυλακίσει το σώμα μου ανάμεσα τους.

Οι παλμοί μου ανέβαιναν όλο
και περισσότερο και τα δάκρυα πολλαπλασιάζονταν.

Τα λόγια του χόρευαν αγκαλιά μαζί
με τις πιο σκοτεινές μου σκέψεις..

Πίστευα πως είσαι διαφορετική.

Γιατί μου το είπε αυτό;

Και αν δεν είμαι διαφορετική τι θα γίνει; Θα με ξεφορτωθεί;

«Να με κοιτάζεις όταν σου μιλάω»

Δεν ήξερα πως να διαχειριστώ την κατάσταση.

Ήταν τόσο αντιφατική η ηρεμία
που εξέφραζε η φωνή του με την κατάσταση στην οποία ήμουν.

Ίσως με έκανε να αισθανθώ καλύτερα αν φώναζε από το να με αντικρίζει και να μην αντιδράει όπως θα περίμενα να αντιδράσει.

Γύρισα το σώμα μου ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο αλλά δεν σήκωσα τα μάτια μου ώστε να τον κοιτάξω.

«Π-Πόση ώρα είσαι ε-εδώ;»

Τα δάκρυα μου μπλέκονταν με τα λόγια μου.

Αηδίασα στην σκέψη να με παρατηρεί στον ύπνο μου,να με παρατηρεί να χάνω την ψυχραιμία μου και να ουρλιάζω απεγνωσμένα για βοήθεια.

Δεν μπορούσα να χωνέψω πως το άτομο το οποίο με τρόμαζε τόσο πολύ στεκόταν τόση ώρα μαζί μου, στον ίδιο χώρο και με παρακολουθούσε, παρακολουθούσε τις αντιδράσεις μου και τα λόγια μου σαν να βλέπει μια ταινία στην τηλεόραση.

Με τρόμαζε που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την πραγματικότητα, που αυτό που έκανε δεν έμοιαζε να τον ταράζει καθόλου.

Πώς έβρισκε τόση ηρεμία μέσα στο χάος και στον πόνο;

Το χέρι του χάιδεψε το σαγόνι μου
και το σήκωσε ψηλά έτσι ώστε να τον αντικρίζω. Αυτή η απλή κίνηση του έκανε το τρέμουλο μου χειρότερο.

Αναγκάστηκα να τον κοιτάξω όπως έκανα κάθε φορά και όμως ποτέ δεν έβρισκα κανένα συναίσθημα στα μάτια του, ήταν άδεια, ίδια με του πατέρα μου.

Μια ανάμνηση που είχα θάψει μέσα μου τόσο βαθιά ήρθε στην επιφάνεια όταν τα μάτια μας συναντηθήκαν.

Την θυμάμαι αυτή την μέρα σαν να ήταν χτες..

Ο πατέρας μου καθόταν μπροστά στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας του και κρατούσε στα χέρια του πέντε φωτογραφίες.

Εγώ στεκόμουν στην πόρτα, στήριζα το σώμα μου σε αυτή.

Τα μάτια μου πέσανε πάνω στις φωτογραφίες.

Ήταν τόσο ασυνήθιστες.

Απεικόνιζαν όλες το ίδιο άτομο αλλά με διαφορετικές εκφράσεις. Οι εκφράσεις ήταν τόσο έντονες και υπερβολικές.

Θυμάμαι με είχαν τρομάξει τόσο πολύ.

Μου είχαν φέρει αναγούλα.

Ο πατέρας μου αντέγραφε τις εκφράσεις του ατόμου από τις φωτογραφίες, την μια μετά την άλλη.

Ήταν τρομαχτικό πόσο καλά μπορούσε να τις μιμηθεί και πόσο αστραπιαία μπορούσε να τις αλλάξει.

Θυμάμαι πόσο κενός ήταν όταν χαμογελούσε, ένα χαμόγελο τόσο κρύο, τόσο απόμακρο.

Ήταν τόσο αποκομμένος συναισθηματικά σαν το
συναίσθημα να μην τον άγγιζε καθόλου

Θυμάμαι τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στο λαιμό μου.

Ακόμα με βασάνιζε η σκέψη αν ποτέ είχε νιώσει τίποτα για εμένα.. αν ποτέ σκέφτηκε πως με αγαπάει..πως είμαστε οικογένεια.

Ακόμα απορούσα αν ποτέ με είχε κοιτάξει και είχε σκεφτεί, “Την αγαπώ, είναι η κόρη μου ”





Άννα Where stories live. Discover now