18

130 4 3
                                    

«Γιατί με δένεις;»

Ρώτησα συγχυσμένη.

Δεν απάντησε στην ερώτηση μου.

Σηκώθηκε και έφυγε αφήνοντας με μόνη μου στο σκοτάδι με τις σκέψεις μου.

Με τρόμαζε αυτή η αλλαγή στον χαρακτήρα του.

Περίμενα να είναι εκρηκτικός και να νευριάσει όχι να είναι απόμακρος.

Δεν μπορούσα να τον καταλάβω καθόλου.

Γιατί φέρεται έτσι;

Τι θα κάνει με εμένα;

Ένα σωρό διεστραμμένες εικόνες γύριζαν στο κεφάλι μου.

Ήταν απίθανο να κοιμηθώ.

Ήμουν δεμένη, παρατημένη, μόνη μου.

Άρχισα να σκέφτομαι όλες τις φορές που είχα ευχηθεί να ήμουν νεκρή. Πόσο αχάριστη ήμουν. Η ζωή μου ήταν πολύ εύκολη σε σχέση με τώρα.

Πικρές σκέψεις με κατέκλυσαν, σκέψεις πως  δεν είχα ζήσει την ζωή, πως απλούστατα υπήρχα και πως πάντα έβαζα τον εαυτό μου κάτω και λαχταρούσα κάτι το απλησίαστο, την τελειότητα. Το θέμα είναι πως αν δεν αναγκάσω τον εαυτό μου να την αγγίξει φοβάμαι πως θα χάσω πλήρως τον έλεγχο και θα βγει από μέσα μου μια πλευρά που δεν έχω ξαναδεί, μια πλευρά που δεν θέλω να έχω, μια που φοβάμαι.

Οι σκέψεις μου πήγανε στην μητέρα μου. Ποιος θα την πρόσεχε τώρα;

Τι να κάνει άραγε;

Ότι και να μου είχε κάνει.. ακόμα την αγαπούσα. Ήταν οικογένεια μου.

Δεν ξέρω αν η ίδια με αγάπησε ποτέ.

Ήθελα να πιστεύω πως κάποια μέρα θα με αγαπήσει και θα ζήσουμε μαζί όπως ζει μια φυσιολογική οικογένεια, θα μπορούμε να καθίσουμε σε ένα εστιατόριο να φάμε μαζί, θα πηγαίνουμε για ψώνια, θα χορεύουμε σε τραγούδια που αγαπάμε. Θα...

Γέλασα πικρά.

Δεν θα γινόταν αυτό ποτέ, μπορούσα μόνο να ονειρεύομαι.

Ακόμη και αν η μητέρα μου γινόταν καλά εγώ θα είχα πεθάνει εδώ μέσα.

Δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν και ποιος ήταν ο άντρας που με κρατούσε αιχμάλωτη σε αυτό το σπίτι, ήξερα όμως πως ήμουν εντελώς αδύναμη απέναντι του.

Μπορούσε να κάνει ότι επιθυμεί με εμένα και μου το υπενθύμιζε κάθε μέρα, ήταν γραμμένο στο σώμα μου.

***

Τα ματόκλαδα μου ήταν βαριά, τα μάτια μου με το ζόρι μπορούσαν να ανοίξουν.

Δεν κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος
ή πώς κατάφερε να με πάρει.

Το μαξιλάρι μου ήταν μούσκεμα.

Πόση ώρα κοιμόμουν;

Σήκωσα με τα χέρια μου το σεντόνι που αγκάλιαζε το σώμα μου.

Σεντόνι;

Δεν κοιμήθηκα με σεντόνι..

Δεν μου έδωσε τίποτα για να σκεπαστώ..

Κοίταξα ανάμεσα στα μπούτια μου.

Ευτυχώς δεν είχα αίμα.

Τα πόδια μου πονούσαν και ήτανε μουδιασμένα από την ακινητοποίηση αλλά...ήταν λυτά.. ελεύθερα!

Κοίταξα γύρω μου.

Αποκλείεται.

Γιατί ήταν ελεύθερα τα πόδια μου και γιατί ήμουν σκεπασμένη;

Ονειρεύομαι;

Κοίταξα τον χώρο γύρω μου προσεχτικά.












Άννα Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα