Κεφάλαιο 12.

107 15 2
                                    

Μπήκα μέσα στο δάσος, με πολύ προσοχή, και ξεκίνησα την αναζήτηση.

Με την πολύ προσοχή που δίνεις πάντα σε ότι κάνεις...!

Δεν θέλω να τσακωθούμε οπότε δεν θα σου απαντήσω Αφροξυλάνθη.

Μπα; Πως και δεν θέλεις να τσακωθούμε;

Απλά δεν έχω χρόνο. Θέλω και πρέπει να ψάξω, οπότε μέχρι να τελειώσω μην με ξαναενοχλήσεις σε παρακαλώ.

Συνέχισα προς τα μέσα. Λίγο φοβόμουν για το τι θα δω εκεί, όμως έπρεπε να είμαι έτοιμη για όλα και να ξεπεράσω τον φόβο μου. Προχωρούσα όλο και πιο βαθιά και πλέον είχα χάσει το μέρος από το οποίο είχα αρχίσει. Τα δέντρα μέσα στο δάσος γίνονταν όλο και πιο πυκνά, με ποιο πολλά κλαδιά και τα φυτά γύρο γύρο είχαν αγκάθια. Κουνιόντουσαν απειλητικά και εγώ είχα αρχίσει να τρομάζω. Ακούγονταν περίεργοι ήχοι από ζώα και σκοτείνιαζε το τοπίο προς τα μέσα. Έτσι άναψα με το ραβδί μου φως. (Και για όσους έχουν, αν υπάρχουν, απορία πως ξέρω τόσα πολλά πράγματα αφού είμαι πρώτο χρόνο μου τα μάθαινε ο Harry όταν γύρναγε από το Hogwarts για να μπορώ να αμυνθώ σε κάποια συγκυρία. Επιτρέπετε μπροστά σε άλλους μάγους, αλλά όχι σε muggle.) 

Ξαφνικά άρχισα να βλέπω πατημασιές στο μονοπάτι στο οποίο προχωρούσα. Πατημασιές ανθρώπου. Οι ελπίδες μου αυξήθηκαν. Ακολούθησα τις πατημασιές και με έβγαλαν σε ένα μεγάλο δέντρο, διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Είχε μια μεγάλη κουφάλα η οποία είχε κάτι σαν ξύλο μπροστά της, μάλλον για να μην μπαίνουν άλλα ζώα ή έντομα μέσα. Αποφάσισα λοιπόν να μπω μέσα. Άνοιξα την πόρτα, όμως κατρακύλησα προς τα κάτω. Περιέργως δεν τσίριξα. Μόλις σταμάτησα να κατρακυλάω, βρήκα ένα μονοπάτι μέσα στο δέντρο το οποίο είχε τις πατημασιές που ακολουθούσα τόση ώρα. Οπότε ένιωσα πως πλησίαζα και συνέχισα να περπατάω. Το μονοπάτι οδηγούσε σε μία πόρτα πάλι, μόνο που όταν την άνοιξα βρήκα μέσα έναν άντρα. Είχε κοντά καστανά μαλλιά, μια περίεργη στολή που ήταν πολύ βρόμικη, και ήταν και κοκκαλιάρης. Σαν να είχε να φάει μία βδομάδα! Μόλις κατάλαβε την παρουσία μου με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν γαλανά και υγρά. Φαινόταν πολύ κουρασμένος. Σηκώθηκε απότομα και έτρεξε προς το μέρος μου αγριεμένος. 

- Τι θες εσύ εδώ; με ρώτησε κάπως θυμωμένος.

- Ψάχνω κάποιον, είπα τελείως ψύχραιμα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν τον φοβόμουν. Κάτι με έκανε να πιστεύω πως δεν θα μου κάνει κακό.

- Και εδώ τι θέλεις; ρώτησε ταραγμένος αυτή την φορά. Φαινόταν κάτι να φοβάται.

- ''Ήρθα τυχαία. Βρήκα τις πατημασιές σας και τις ακολούθησα. Δεν θα σας κάνω κακό.'' Με το που το είπα αυτό, σαν να ηρέμισε λίγο. Συνέχιζε να είναι επιφυλακτικός. Κάτι μου θύμιζε η φυσιογνωμία του...

Dark SecretsTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon