ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39

408 30 8
                                    


Ο Τζέρεμι έκλεισε το κινητό μα δεν μπήκε μες στο σπίτι. Δεν βιαζόταν καθόλου στην τελική, απλά ήθελε λίγη ηρεμία για να σκεφτεί. Το χιόνι έπεφτε αδιάκοπα μπροστά του και το κρύο ήταν τόσο  τσουχτερό που τον έκανε να ριγεί συνεχώς. Φορούσε άσπρο πουκάμισο με μαύρο παντελόνι και γιλέκο. Του έδινε μια πιο ευγενική όψη, σαν να είναι κι αυτός πλούσιος καλεσμένος.

Πήρε το τσιγάρο του και το άναψε προσεχτικά για να μην σβήσει απ' τον κρύο αέρα. Το βλέμμα του κόλλησε σ' ένα σημείο δίχως να το καταλάβει, ενώ ρουφούσε και ξεφυσούσε τον καπνό έντονα. Τον χαλάρωνε αυτή η συνήθεια, παρόλο που 'ταν επικίνδυνη για την υγεία. Σκεφτόταν τον διάλογο με την ερωμένη του. Χάρηκε που θα 'φευγαν για λίγο μακριά απ' όλους κι απ' όλα. Να ηρεμήσουν και να περάσουν όμορφες στιγμές μαζί. Και όχι κλεφτές και γρήγορες όπως συνήθως..

Αν και στην αρχή ο ίδιος επιδίωξε αυτή τη παράνομη σχέση πλέον δεν την άντεχε άλλο. Όλη αυτή η μυστικότητα του κατέτρωγε την ψυχή. Φυσικά υπήρχε περισσότερο πάθος και ένταση έτσι, μα τα συναισθήματα είχαν πάρει πια  σημαντική θέση και έτσι άλλαζαν όλα..Η γυναίκα δεν ήταν απλά για σαρκική επαφή. Την αγαπούσε κι αυτό δυσκόλευε την κατάσταση και την έκανε πολύ πιο σοβαρή.

Δεν ήθελε να μοιράζεται άλλο την γυναίκα που αγαπούσε με τον άντρα της ,ούτε με τον κοινωνικό της περίγυρο. Στο ταξίδι θα προσπαθούσε να την πείσει να φύγει μαζί του. Δεν άντεχε στη σκέψη πως άλλος την φιλάει και την ακουμπάει, αυτές οι σκέψεις τον γέμιζαν θυμό και μίσος προς έναν ευγενικό κύριο που δεν έφταιγε σε τίποτα. Ήταν απλά το θύμα, δίχως να το ξέρει..

Κούνησε νευρικά το κεφάλι του πέρα-δώθε για να διώξει τούτες τις κακές σκέψεις απ' το μυαλό του. Πέταξε το τσιγάρο κάτω και μπήκε μέσα στη βίλα. Ο ζεστός αέρας αμέσως τον χαλάρωσε και του έφτιαξε τη διάθεση. Γρήγορα εντόπισε τον φίλο του, ο οποίος του πρότεινε και τη σημερινή δουλειά. Ο Μαρκ ήταν ένας ζωηρός νεαρός με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και λυγερή κορμοστασιά. Τα μάτια του λαμπερά και η δουλειά το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του.

-"Πού είσαι; Ο κόσμος άρχισε να έρχεται!" Ο Μαρκ αναστατωμένος τράβηξε απ'το μπράτσο τον Τζέρεμι για να κατεβούν στην κουζίνα. Ο νεαρός αμίλητος τον ακολούθησε. Μισούσε τέτοιου είδους δουλειές αλλά αναγκαζόταν να τις κάνει λόγω χρημάτων. "Ήρθαμε εδώ για ένα σκοπό. Μην τεμπελιάζεις."

Και οι δύο πήραν δίσκους με ποτήρια σαμπάνια για να κεράσουν τους καλεσμένους. "Λοιπόν εγώ έχω την δυτική πλευρά κι εσύ την ανατολική. Μην μιλάς και απλά κέρνα." Ο Μαρκ του μίλησε θυμωμένος, με προειδοποιητικό τόνο και έφυγε.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα