Τελευταίο Βλέμμα | Βιβλίο 1 ✓

By medicina-

5.9K 790 3.6K

«Μην ζητάς συγγνώμη επειδή αγαπάς. Ζήτα συγγνώμη για αυτά που κάνεις για την αγάπη και πονάνε.» -1 ΘΕΣΗ στην... More

01. That Strange Behavior Again
02. Accidentally, There Was An Accident
03. Creative Deaths With Trash And Skulls
04. Your Time Is Done
05. Loud Secrets
06. No Place Like Home
07. Dead Love & You Are Dead, My Love
08. Hating You Made My Pain Easier
09. Hiding His Real Face In Shades Of Grey
10. Who Knocked Your Door, Olivia?
11. Error 404 Person Not Found
12. You Could Call Her Impulsive
13. What Did You Say To Peter, Natalie?
14. She Could Be A Puppet In Their Game
15. City Of Angels, Baby | Part 1
16. City Of Angels, Baby | Part 2
17. City Of Angels, Baby | Part 3
18. You Were Being Followed, Suprise?
19. Just Some Numbers Away
20. Why Would A Liar, Lie?
21. Trust And Betrayal Are Siblings
22. Sinners And Blood(y) Kisses
23. Cold, Cold, Cold
24. Our Corner Of The Universe
26. Majestic Beauty
Acknowledgements
Bonus. My Letter To You

25. Just Love Me, Please?

121 16 103
By medicina-

 ( ΤΑ ITALICS ΕΙΝΑΙ FLASHBACK ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΑΝΕ ΕΩΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. ΕΝΑ FLASHBACK ΣΥΜΠΙΠΤΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ DYLAN, ΕΝΗΜΕΡΩΝΩ ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΕ ΠΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ )

DYLAN'S POV

Η μουσική εμπνέει χάος με τις νότες της και το πλήθος δεν μπορούσε παρά να το ακολουθήσει. Και πέρα από την τρέλα, η δίψα ακολουθούσε, είτε ήταν για αλκοόλ ή-

«Dylan!» φωνάζει η Natalie, γυρνάω προς το μέρος της και αφήνω το χαμόγελό της να μεθύσει το δικό μου. Η Natalie ακτινοβολούσε, οι όμορφες μπούκλες της έλαμπαν το ίδιο έντονα με το χαμόγελό της και η ομορφιά της ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα σε αυτό το δωμάτιο.

«Παρακαλώ;» 

«Η Οlivia βγήκε έξω νομίζω, κοίτα την λίγο από μακριά μέχρι να έρθει, είναι μόνη της.» προσπαθώντας να ακουστεί, πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου. Της αγγίζω στιγμιαία το μάγουλο και έπειτα της γυρνάω την πλάτη, το πρόσωπό μου να υιοθετεί την σκιά που κρύβει το σκοτάδι.

Η Olivia δεν πρέπει να βρίσκεται μόνη της ... όχι τώρα, που στο διάολο βρίσκεται ο Peter;

Η Olivia Russel βγήκε έξω από το μπαράκι για κάμποσα λεπτά και έμεινα να την κοιτάζω από απόσταση. Πολλές ματιές που αναγνωρίζω, με κοιτάνε προειδοποιητικά αλλά εγώ τις αγνοώ. Ξάφνου, νιώθω δύο χέρια να με τραβάνε πίσω, λίγα ματιά μακριά από την μορφή τής Olivia.

Ο Peter Johnson εμφανίστηκε μπροστά μου και δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος. «Γιατί την ακολουθείς Dylan;» ρωτάει αμέσως, με τις γροθιές του έτοιμες για αντίδραση.

«Γιατί η Natalie το ζήτησε. Η Olivia παραείναι συζητήσιμη στα μέρη μας δεν νομίζεις;» 

«Πες μου ότι την προστατεύεις κιόλας!»

Τον κοιτάζω, αφοσιώνοντας την προσοχή μου στα αγριεμένα χαρακτηριστικά του. «Ξεχνάς ποιος είμαι Peter και τι έχω κάνει για εσένα.» ψιθυρίζω, η ησυχία με κάνει να ακούγομαι σχεδόν απειλητικό. «Η Olivia δεν κινδυνεύει από εμένα.» 

«Προς το παρόν.» διευκρινίζει.

«Ξεχνάς πως είμαι φίλος της και την γνωρίζω για περισσότερο καιρό από εσένα.»

«Dylan, δεν είσαι άγιος.»

«Ούτε εσύ.» απαντάω απότομα. Παγώνει.

«Ποτέ δεν ισχυρίστηκα πως ήμουν.»

Και πράγματι ίσχυε. Γιατί όσο εγώ και οι άλλοι την κοιτούσαμε από μακριά να κόψει την λάθος κλωστή στην μοίρα της, αυτός φρόντιζε να απομακρύνει το μαχαίρι της την τελευταία στιγμή. 

«Έχετε λάβει την προειδοποίησή σας. Η επόμενη δεν θα είναι ευχάριστη.»

Δολοφόνος.

Η λέξη ηχεί περίεργα στο κεφάλι μου. Τα χέρια μου τρέμουν και εγώ τα κοιτάζω μπερδεμένος. Ήταν σταθερά δύο στιγμές πριν, όσο κοιτούσα τα αξιοθαύμαστα μάτια τής Olivia Russel, όσο τα έβλεπα να χάνονται σε μέρη όπου δεν μπορούσα να τα ακολουθήσω.

Κάνω ένα βήμα πίσω και το όπλο σχεδόν πέφτει από το χέρι μου, ένα αντικείμενο πολύ βαρύ για τα χέρια μου. Δεν το αφήνω κάτω όμως.

Κοιτάζω το άτομο που για μήνες με κοιτούσε με αγάπη, κι ας ήξερε καλύτερα. Με κοιτούσε με αγάπη γιατί πίστευε, μέχρι την τελευταία στιγμή, πως εγώ ήμουν αυτός που θα την βοηθούσε. Πίστευε στον φίλο της, στην φιγούρα που κάποτε της χάριζε χαμόγελα και κέρδιζε τα δικά της.

Αλλά κατάλαβε ποιος ήμουν, στο τελευταίο βλέμμα της, με κοιτούσε κατάματα. Και δεν ήταν τυφλό, ούτε θολό από άλλα αισθήματα. Με κοιτούσε για αυτό που ήμουν, αυτό που ήμουν μπροστά της. Και πριν θρηνήσει την ζωή της, θρήνησε την δικιά μου. Τα δάκρυα της έλεγαν αυτήν την ιστορία, την ψιθύριζαν στο αφτί μου όσο εγώ άκουγα την σκανδάλη.

Το σώμα της είχε χάσει την ομορφιά του πολύ καιρό πριν και το όμορφο ξανθό μαλλί της είχε χάσει την λάμψη και τον ήλιο του. Το πάτωμα γυάλιζε με το αίμα της, μία λίμνη που την τριγύριζε σαν στεφάνι και έμοιαζε να την προστατεύει. Και ας μην το ήξερε.

Κοιτάζω κάτω και μάτια της, ακόμα και νεκρά, με κοίταζαν. Ένα παράπονο, μία κατηγορία σφύριζε το χρώμα τους.

Με κατέστρεψες.

Δεν ξέρω γιατί ήταν ανοιχτά τα μάτια της, θα ορκιζόμουν πως μπορώ να την δω ακόμα να με κοιτάζει και ας μην το κάνει πια. Η φιγούρα της ψιθυρίζει κατάρες με το όνομά μου, το αίμα της υπογράφει στην άκρη τού πατώματος.

Η νοητή υπενθύμιση στον εαυτό μου να ηρεμήσει δεν λειτουργεί.

Έκανες λάθος. Έκανες λάθος. Έκανες λάθος!

Το συναίσθημα δεν ακολουθεί την καρδιά μου, ποτέ δεν το κάνει. Αλλά τώρα κάτι τρυπάει την καρδιά μου. Και την νιώθω να αδειάζει και να κρυώνει, μακριά από ζεστασιά που ποτέ δεν ήξερα πως έκρυβα μέσα μου.

Και η δικιά της καρδιά είναι κρύα τώρα. Έχει πάψει να χτυπάει και το σώμα της παύει να είναι ζεστό. Γιατί ο θάνατος της ξεκίνησε από την καρδιά. Δεν θυμάμαι καν που χτύπησα. Νομίζω ήταν η καρδιά.

Χτύπησα την καρδιά της με τρόπο που δεν την είχε χτυπήσει ποτέ κανείς. Και ήταν για πάντα.

Και το για πάντα ήταν αρκετά μεγάλος καιρός για να βρίσκεται η φίλη μου μακριά

«Μίλα!»

Σηκώνω το κεφάλι μου από το βιβλίο και στρέφω το κεφάλι μου προς την φωνή. Η Olivia.

«Τι πρέπει να κάνω για να με αγαπήσεις;» φωνάζει εκείνη, η πόρτα τού δωματίου μου είναι κλειστή. Η Olivia πρέπει να μιλάει με τον Peter. Προσπαθώ να κλείσω τα αφτιά μου και να τους αγνοήσω αλλά είναι αδύνατον.

Εκείνος δεν απαντάει.

«Μου δίνεις αυτές τις στιγμές που με κάνουν να καταλάβω γιατί όλοι αγαπάνε τον έρωτα τόσο πολύ, όπου είσαι υπέροχος και σε αγαπάω τόσο πολύ αυτές τις στιγμές. Αλλά τις άλλες είσαι- είσαι απόμακρος- μου δίνεις το μισό χαμόγελό σου και μοιράζεσαι μία από τις είκοσι σκέψεις σου, είσαι ανέκφραστος και κρύβεσαι από τα πάντα, από εμένα! Από εμένα! Δεν καταλαβαίνω γιατί, γιατί δεν μου εξηγείς! Σου ζητάω λίγες λέξεις και εσύ αρνείσαι να ξεστομίσεις ακόμα και αυτές!» φωνάζει.

Εκείνος δεν απαντάει.

Εγώ βυθίζομαι στο κρεβάτι και ακούω την καρδιά και των δυο να σπάει και εν μέρει, έφταιγα και εγώ.

«Άνοιξέ μου;» ψιθυρίζω αδύναμα στην πόρτα. Εκείνη μένει κλειστή για μερικές στιγμές. Την κοιτάζω ανέκφραστος, ελπίζοντας να μπορούσε να εξαφανιστεί και να δω το άτομο πίσω από αυτήν.

«Σε παρακαλώ.» παρακαλάω.

Και προς μεγάλη μου έκπληξη, η πόρτα ανοίγει. Η Natalie με κοιτάζει, τα μάτια της μισοκλεισμένα και ανήσυχα. Δεν μιλάει και δεν χρειάζεται. Οι καφέ μπούκλες της μαζεύουν το σκοτάδι και με κοιτάζουν κατάματα. Αυτή σταματάει να με παρατηρεί. Μου κάνει χώρο να περάσω στο διαμέρισμά της και το κάνω δίχως σκέψη.

Κατευθύνομαι για τον καναπέ αλλά εκεί βρίσκεται ένα μαύρο χνουδωτό μαξιλάρι και αναγουλιάζω μόνο στην σκέψη να το πλησιάσω.

Κάθομαι αθόρυβα στο πάτωμα και περιμένω την μορφή της να κλείσει την πόρτα και να έρθει στο μέρος μου. Το κάνει.

Δεν αναρωτιέται τι κάνω στο πάτωμα, ούτε γιατί ήρθα στο σπίτι της τόσο αργά, γιατί φαίνομαι χάλια, γιατί η μπλούζα μου μυρίζει. Δεν ρωτάει για τίποτα από αυτά.

«Σου έχω πει πως δεν θέλω να έρχεσαι εδώ.» λέει αργά και κάθεται στο πάτωμα μαζί μου. Το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο και η φωνή της γλυκιά. Με μισεί και το κρύβει πολύ καλά.

«Δεν έχω που αλλού να πάω.»

Τα μάτια της αλλάζουν μορφή αμέσως. Κλείνουν ελάχιστα και λάμπουν, ακόμα και στο αχνιστό σκοτάδι. Αναγνωρίζω την θλίψη στην έκφρασή της και θέλω να την σβήσω. Αλλά αυτό θα σήμαινε να σβήσω εμένα από την ζωή της.

«Η Olivia δεν θα ήθελε να ερχόσουν εδώ.» λέει ανόητα, πιστεύοντας πως αυτός θα ήταν κάποιος λόγος να με κρατήσει μακριά.

«Εσύ δεν με θες κοντά σου. Όχι εκείνη.» ψιθυρίζω και την επεξεργάζομαι.

Δαγκώνει τα χείλια της σκεπτική και αναγνωρίσω την σπίθα έντασης που ερχόταν με επικίνδυνη διάθεση. «Θέλω να φύγεις από εδώ Dylan.»

«Η Olivia είναι νεκρή.» ψιθυρίζω. Γιατί είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ για να με κρατήσει κοντά της. Ακόμα και αν το μετανιώσω. Θέλω λίγο από τον χρόνο της, και ας με μισεί.

Και το βλέπω στα μάτια της, πριν καν επισκεφτούν τα μάτια της τα δάκρυα και ο πόνος.

«Τι;»

Σέρνεται στο πάτωμα, μακριά μου. Τα χέρια της ακουμπάνε το πάτωμα, παγωμένο και γυαλιστερό και το κοιτάζει σαν να περιμένει κάτι.

Κάποιο ψέμα, από αυτά που έχει ακούσει χιλιάδες φορές, από αυτά που αναγκάστηκε να πει και η ίδια.

Γιατί το ψέμα δεν πονάει τόσο, όχι τώρα, τώρα δεν θα πονούσε καθόλου. Αντίθετα, θα ξερίζωνε τον πόνο της, παίρνοντάς τον μακριά. Αλλά αντίθετα εκείνος, ριζώνει στις φλέβες της, στην καρδιά της. Και αν προσπαθήσει να τον πάρει μακριά της, θα ξεψυχήσει, οπότε τον αφήνει να εξαπλωθεί.

Μέχρι που ρίχνει σπόρους στην επιφάνεια. Τα μάτια της είναι υγρά και τα μάγουλά της στολίζονται από τα σπάνια διαμάντια της.

Δεν έχω ξαναδεί την Natalie να κλαίει, συνειδητοποιώ.

«Πες μου ότι μου κάνεις πλάκα.»

Η φωνή της παύει να απευθύνεται σε εμένα με ψιθύρους, η φωνή της είναι σταθερή, δυνατή και κρύβει ένα τρέμουλο στην σκιά της. Κουνάει το κεφάλι της, προσπαθώντας ίσως να διώξει τις σκέψεις στο κεφάλι της. Δεν πετυχαίνει. Γιατί κλαίει ηχηρά, δίχως προειδοποίηση και δίχως να περιμένει να μιλήσω.

«Πες μου ότι κάνεις πλάκα!» φωνάζει.

«Πες το!» φωνάζει πάλι. «Πες το μου Dylan!»

Και ξαφνικά νιώθω το κεφάλι μου να γυρίζει. Γιατί ήρθα εδώ; Πως γίνεται να νόμιζα πως το να μιλήσω στην Natalie θα με έκανε να νιώσω καλύτερα;

Μου πετάει το μαξιλάρι από το καναπέ. Το αφήνω να με χτυπήσει στο πρόσωπο, αλλά είναι τόσο μαλακό που δεν το νιώθω καν. Και αυτό είναι το χειρότερο. Θέλω να το νιώσω.

«Χτύπα με.» λέω μονάχα. Δεν χρειάζεται καν να το πω δεύτερη φορά. Εκείνη κλαίει και φωνάζει και με χτυπάει στο πρόσωπο, στο στήθος, κλοτσάει τα πόδια μου.

«Η Olivia είναι νεκρή εξαιτίας σου!» φωνάζει. Και ξέρω πως δεν μπορεί να φανταστεί πως η τυχαία κατηγορία της είναι πράγματι αλήθεια. Πως εγώ οφείλομαι για όλα, αλλά δεν μιλάω. Τουλάχιστον όχι αμέσως.

«Τι είπες;» ακούγεται μια φωνή. Η Natalie παγώνει, και κλειδώνει τα χέρια της στα δικά μου. Και παρατηρώντας την μια στιγμή πριν γυρίσω το κεφάλι μου, μοιάζει να σπάει σε κομμάτια. Χαμογελάει με το πιο άσχημο χαμόγελο που έχει φορέσει, γεμάτο πόνο, θυμό και θλίψη και γυρνάει και αυτή μαζί μου.

Ο Peter Johnson μας κοιτάζει και κοιτάζει τα ενωμένα μας χέρια μια στιγμή πριν ξαναμιλήσει. «Τι της είπες;» ζουλάει τα μάτια του και πλησιάζει δειλά.

Για πρώτη φορά αντιλαμβάνομαι πως είμαι όρθιος, πως η Natalie με σήκωσε κάποια στιγμή μέσα στο χάος.

«Η Olivia είναι νεκρή.» Η φωνή μου σπάει και σχεδόν ξεχνάω πως να αναπνέω, ο πόνος στο στήθος μου τόσο δυνατός που οτιδήποτε άλλο είναι ανεπαίσθητο. Αναγκάζομαι να πάρω ανάσα όταν το στήθος μου πιέζεται τόσο που ουρλιάζει για ανάσα, ρίχνω μια γροθιά στο στήθος μου.

Ανίκανος να αναγνωρίσω τα συναισθήματά μου, ξεχνάω να ελέγξω τον εαυτό μου. Ο Peter όμως ήταν άλλη υπόθεση.

Η διάθεσή του χρωματισμένη στην πιο άσχημη και σκοτεινή απόχρωση τού μαύρου και η απελπισία η χαρακτηριστική μυρωδιά πάνω του. Το σώμα του, ανίκανο να ανακτήσει τις δυνάμεις του από τους μήνες βασανιστηρίου στην κόλαση, παραμένει αδύναμο και λεπτό κάτω από τα ρούχα του.

Ακόμα και με την άθλια μορφή του παρούσα δεν μπορούσα να αγνοήσω το πρόσωπό του. Και πόσο γυμνό ήταν, μπροστά μου. Και δεν ήταν η οικειότητα πίσω από αυτό, αλλά κάτι που παρέπεμπε σε αδιαφορία.

Ήταν αδιάφορος για το αν οι άλλοι έβλεπαν τι νιώθει.

Και δεν ήθελα να προσπαθήσω να καταλάβω τι ήταν αυτό. Οι αναμνήσεις που έφερνε η εικόνα του, ήταν κάτι που ήθελα να παραμείνει θαμμένο.

«Γνώρισα μια κοπέλα.» χαμογελάει. Βάζει το χέρι του μέσα στα μαλλιά του και τα τραβάει νευρικά.

«Πως την γνώρισες;» ρωτάω περίεργος.

«Έριξα καφέ στην μπλούζα της δύο συνεχόμενες φορές την ίδια μέρα.»

«Αδύνατο να μην σε συμπαθήσει με τέτοια πρώτη εντύπωση.»

«Είναι γλυκούλα.»

«Παντρέψου την.» γκρινιάζω. Αυτός γελάει.

Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές λύση στα προβλήματά μας δεν έρχεται ποτέ. Και μένουμε να περιμένουμε, δίχως λόγο, επειδή ελπίζουμε ακόμα. Αφήνοντας το πρόβλημα να μεγαλώσει, μέχρι την τελευταία στιγμή, που όλα θα είναι πολύ αργά.

Πολύ αργά αντιλαμβάνομαι τα χέρια τού Peter πάνω μου. Δεν προλαβαίνω να αντιδράσω και εκείνος δεν μου δίνει την ευκαιρία να το κάνω. Οι κινήσεις του απότομες και τα μάτια του λάμπουν. Θυμός, πολύ θυμός. Και μοιάζει αγνώριστος γιατί πρώτη φορά με κοιτάζει έτσι. Όχι, όταν με είδε στο κελί του. Όχι όταν πήρα την Olivia μακριά του, την τελευταία φορά που την είδε. Αλλά τώρα, αυτήν την στιγμή με κοιτάζει όπως όλους τους άλλους.

«Dylan.» αναπνέει και νιώθω τον εαυτό μου να κουνιέται πέρα - δώθε, μπρος - πίσω χωρίς καμία κατεύθυνση. Με κουνάει δίχως να έχει σκοπό να με χτυπήσει. Οι ανάσες του μετατρέπονται σε κοφτές και κοκκινίζει παντού.

Με σπρώχνει προς τα πίσω, αλλά η κίνηση μοιάζει περισσότερο τυχαία. Σαν να του έπεσα, σαν να μην μπορούσε να με κρατήσει άλλο. Κοιτάζω τα μάτια του και το τι βλέπω αποθηκεύεται στις εικόνες που θα παίζονται στο κεφάλι μου όσο θα περνάω τις πύλες τής κολάσεως. Δεν είναι πληγωμένος από 'μενα, τα μάτια του όμως λάμπουν από μισο-χυμένα δάκρυα.

Το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο, τα αδύναμα χαρακτηριστικά του τονίζονται ιδιαίτερα συνδυασμένα με την απόλυτη δυστυχία που βίωνε. Τα χείλια του έτρεμαν και έμοιαζαν να έχουν χαραχθεί σε ένα ανάποδο χαμόγελο, τα χέρια του πετούσαν στις άκρες του. Έμοιαζε απροστάτευτος, θα μπορούσες να πεις πως οι τοίχοι του είχαν πέσει και κάθε ρωγμή που είχαν εμποδίσει να σχηματιστεί, παίρνει θέση μπροστά του. Μα αρνιόταν να φορέσει ασπίδα, να προσπαθήσει να ξεφύγει.

«Δεν γίνεται- δεν γίνεται να πέθανε. Όχι η Olivia, όχι η Olivia μου. Dylan, δεν- σε παρακαλώ.»

Η μέχρι τότε σιωπηλή παρουσία τής Natalie βγαίνει στην επιφάνεια, κοιτάζει τον Peter με λύπηση, αλλά αυτός δεν κοιτάει αυτήν αλλά εμένα, και οι δύο κλαίνε. Η απόγνωση τού άλλου, ενεργοποιούν τα ένστικτα τού άλλου.

Το αστείο είναι πως όσο πέφτουν τα δάκρυα, οι ρωγμές στην ψυχή τού Peter μεγαλώνουν και το πλήγμα φαίνεται ήδη θανάσιμο. Και όσο χαζεύω τις δικές του, οι δικές μου μαρτυράνε το τι έκανα.

Σκότωσα την Olivia.

Continue Reading

You'll Also Like

565K 41.9K 72
"Λοιπόν..με θέλει σήμερα η γυναίκα της καταστροφής; "
81.6K 5.2K 43
Το ξενοδοχείο Red Velvet ανοίγει τις πύλες του για μία ιστορία πάθους, έρωτα και εξουσίας. Ανάμεσα στην φλογερή Μελίνα και τον επικίνδυνο Πέτρο. Μία...
428K 34.9K 65
Ήταν αθώα . Κι εκείνος την εκπαίδευσε. Σε όλα.
433K 26.8K 79
Ο Φίλιππος και η Μαρία είναι δύο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες οι οποίοι μισούνται θανάσιμα.Όμως αναγκάζονται να συνυπάρχουν καθημερινώς. Από την μ...