Mermaid Out of Water

By Mani-ac-

3.2K 394 180

Μία συνηθισμένη κοπέλα με μια συνηθισμένη ζωή. Ένα ξεχωριστό αγόρι με μια ακόμα πιο ξεχωριστή ζωή. Δύο άνθρω... More

Η Κάλα
Ο Κασπερ
Ο Αέρας
Ο Συγγραφέας
Το Καταφύγιο
Η Οικογένεια Μου
Το Βραχιόλι
Το Μυστικό Του Βραχιολιου
Το Ραντεβού
Το Μεγαλύτερο Ψέμα
Πού Θα Με Πας;
Η Κάλα Κλεφτρα;
Σκατα
Τι Είναι Η Disney?
Και Μετά Τι;
Χάθηκε!
Καραόκε Μπαρ
Καραόκε Μπαρ [pt 2]
Baby Baby Baby

Ποιος Ήρθε;

113 14 2
By Mani-ac-

-Κασπερ... Το ξέρεις ότι σε θέλω.

Ένα γλυκό μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του. Αλλά πριν βγάλει τον ήχο ανακούφισης συμπλήρωσα.

-Αλλά δε γίνεται να σε έχω.

Όλη του η μορφή έσπασε. Τα φρύδια του έσμιξαν, έκλεισε τα μάτια του και σταυρωσε τα χέρια του. Έμοιαζε λες και τον είχα χτυπήσει, λες και τον χτυπουσαν χιλιάδες άσχημες αναμνήσεις μαζί.

Η έκφραση του έγινε σκληρή. Δεν είπε τίποτα, τίποτα απολύτως. Απλώς με κοιτούσε.

Μετά έφυγε έτσι αμίλητος και μπήκε μες το Ξενοδοχείο.

"Κάλα", το ονομα του ξενοδοχείου. Στη γλώσσα μας Κάλα σημαίνει πριγκίπισσα. Πόσο ειρωνικό...

Η φωτεινή επιγραφή με τα καλλιγραφικά γράμματα έριχνε ένα αποκοσμο φως στο σκοτάδι, σχεδόν με τρόμαζε.

Τι παιχνίδια έπαιζε η μοίρα μαζί μου;

Μόλις άκουσα την πόρτα να κλείνει ένιωσα πιο μόνη από ποτέ. Ένιωθα όλο το σκοτάδι και τη σιωπή να με καλύπτουν. Σχεδόν με έπνιγαν. Ένιωθα τα μάτια μου να καίνε και τα μάγουλα μου υγρά.

Με αργά βαριά βήματα γύρισα σπίτι. Ελπίζω να μην ξυπνούσα κανέναν. Δεν είχα καμία όρεξη να εξηγώ τα ανεξήγητα.

Άνοιξα σιγά την πόρτα για να μην κάνω θόρυβο. Όλοι κοιμουνταν του καλού καιρού. Μπήκα μέσα στο δωμάτιο μου. Δεξιά η Μάλι κοιμόταν και αριστερά το παλιό μου κρεβάτι με περίμενε.

Ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον.

Πάνω στο μαξιλάρι μου δύο μικρά κεφαλάκια κοιμουνταν ήσυχα και ωραία.

Τα αδέρφια μου. Λυπήθηκα να τα ξυπνήσω. Εξάλλου σε λίγο ξημέρωνε και με περίμενε πολλή δουλειά στο μαγαζί.

Τώρα με την καταστροφή του τυφώνα, η μόνη επιλογή ήταν να σταματήσω την κολύμβηση. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να πληρώνουμε τις προπονήσεις και δεν ήθελα να στερησω το μπαλέτο από την αδερφή μου, μιας και είναι μικρότερη.

Οπότε δεν είχα προπόνηση στις έξι.

Είπα να πω στη Μάλι να κοιμηθουμε μαζί αλλά από ότι είδα κι αυτή η θέση ήταν κατελλειμενη από ένα μεγαλόσωμο αγόρι.

Μάουι.

Αν το μαθαινε ο πατέρας μας ότι κοιμήθηκαν μαζί τη σκότωσε.

Μερικές φορές η αδερφή μοιάζει να είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου.

Ένιωθα λες και το ίδιο μου το σπίτι δεν με χωρούσε πια.

Ήταν καιρός να φύγω από εδώ, το ένιωθα. Αλλά τη μόνη ευκαιρία που μου εμφανίστηκε ποτέ να φύγω, την πέταξα στα σκουπίδια.

Πήγα στον καναπέ.

Ένας άνδρας καθόταν εκεί. Αλλά είχε αποκοιμηθεί. Ο μπαμπάς μου. Μάλλον με περίμενε να γυρίσω. Έκανα να φύγω για το δωμάτιο των μικρών, που ήθελα να το αποφύγω μιας και δεν έχουν κρεβάτι, κοιμούνται σε ένα στρώμα, αλλά σκόνταψα πάνω στο τρενάκι τους.

Ο μπαμπάς μου ξύπνησε ανήσυχος. Τα σχιστά του ματιά πήραν μια αγριεμένη έκφραση μόλις με είδε.

-Κάλα.
-...Μπαμπά;
-Τι κάνεις παιδί μου τέτοια ώρα; Ποτέ δεν έχεις γυρίσει τόσο αργά.

Κοίταξα την ώρα. Πέντε τα ξημερώματα.

-Πού είχες πάει;, συνέχισε.
-Στην παραλία, είπα το πρώτο πειστικό ψέμα που μου προέκυψε κατέβηκε.

Μισοκλεισε τα μάτια του δύσπιστα και έριξε μια ματιά στο φόρεμα μου.

Ευχήθηκα να γίνει το κανονικό καθημερινό μου φόρεμα, της μαμάς με τα λουλούδια που είναι τριών δεκαετιών πριν.

Και έγινε.

Ο μπαμπάς μου δεν κατάλαβε τη διαφορά γιατί ήμαστε μες τα σκοτάδια  και νόμισε πως είδε λάθος.

-Κάλα μου, έλα εδώ.

Κάθισα δίπλα του.

-Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο όλο αυτό που περνάμε, αλλά είσαι η μόνη που καταλαβαίνει. Οι μικροί είναι ακόμα πολύ μικροί και η Μάλι είναι στην εφηβεία. Άσε που μου φαίνεται πως μερικές φορές αυτό το κορίτσι με μισεί. Αρνείται να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. Αλλά εσύ γλυκιά μου, ήσουν πάντα ώριμη και υπεύθυνη κοπέλα.

-Μπαμπά...
Ένας κόμπος στο λαιμό με εμπόδιζε να του πω πως δεν το άντεχα άλλο αυτό το βάρος. Πως ήθελα να φύγω, να κάνω τη δική μου ζωή, ήθελα να ζήσω κι εγώ σαν τις άλλες κοπέλες στην ηλικία μου.

Μάλλον κατάλαβε πως κάτι με βασάνιζε και μου είπε
-Τι είναι γλυκιά μου;
-Τι ώρα θα πάμε αύριο στο μαγαζί;

Χαμογέλασε ανακουφισμένος.

-Αυτή είναι η πριγκίπισσα μου!, μου είπε και του έδωσα την πιο σφιχτή αγκαλιά μου.

-Σίγουρα δεν τρέχει κάτι;
-Απλά στεναχωριέμαι για το μαγαζί.

Μου χάιδεψε απαλά το κεφάλι.

-Όλα καλά θα πάνε. Πήγαινε για ύπνο τώρα.

Ο μπαμπάς μου πήγε στο δωμάτιο του κι εγώ κουλουριάστηκα στον καναπέ.

Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου με ξύπνησαν γλυκά.

Ένιωθα απαίσια, αλλά παρόλα αυτά είχα ένα καλό προαίσθημα.

Το βραχιόλι στον καρπό μου έλαμψε με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Γαμώτο ξέχασα να ρωτήσω τον μπαμπά.

Πήγα να τον βρω αλλά είχε ήδη φύγει. Θα πήγαινε να πάρει κάποια υλικά για να ξαναστήσουμε το μαγαζί.

Έβαλα το αγαπημένο μου μπλουζάκι, ένα κοκκινοπορτοκαλί ραντάκι με χιαστί στο πίσω μέρος, και ένα άσπρο υφασμάτινο πολύ κοντό και φαρδύ σορτσάκι.

Τα φόρεσα στο μπάνιο επειδή οι άλλοι ακόμα κοιμούνταν.

Πέταξα μια σαγιονάρα στον Μάουι που πετάχτηκε από την τρομάρα του.

-Ξύπνα ερωτιάρη, του είπα, έχουμε δουλειά.
-Και γιατί τόση χαρά; ετριψε τα μάτια του νυσταγμένος.
-Μου αρέσει να σε βασανίζω. Αντε τελείωνε.

Σηκώθηκε πάνω, και ορκίζομαι πως άκουσα το κρεβάτι να ανακουφιζεται που απαλλαχτηκε από αυτόν το γίγαντα. Έπιασε τις μπούκλες του σε μια χαλαρή κοτσίδα και ξεκινήσαμε για το μαγαζί.

-Γιατί άργησες χθες;
-Είχα ραντεβού.

Με κοίταξε παραξενεμένος.

-Τι; με ρώτησε ενθουσιασμένος.
-Αλήθεια. του είπα σοβαρή, προσπαθώντας να μην σκάσω στα γέλια με την έκφραση του.

-Με ποιον; Έτσι και πηγές με αυτόν τον μ***κα τον Τέο από την προπόνηση...
-Ιού, όχι... Ο,τι να 'ναι. Και μη βρίζεις.
-Με ποιον τότε;
-Με έναν τουρίστα.
-Χμ, έκανε απαξιωτικά, και μετά λες εμένα ερωτιάρη.
-Αλήθεια τώρα; τον κοίταξα με σηκωμενο το φρυδι.
-Καλά, έχεις δίκιο. είπε και μετά με κοίταξε πονηρά.
-Το κάνατε;
-Τι; Όχι.
-Ναι, ναι. Και τι κάνατε τόσες ώρες μωρή σουπίτσα;
-Μιλούσαμε. Ξέρεις Μάουι υπάρχουν και σοβαρότερα πράγματα από το σεξ σε μία σχέση.

Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και συνέχισε να περπατάει ανέμελα.

Απέφυγα επίτηδες τη συζήτηση για την αδερφή μου και τι έκαναν, γιατί το πιθανότερο να νευρίαζα και να αήδιαζα όλα μαζί.

Φτάσαμε μπροστά από την πρώην είσοδο του μαγαζιού.

Αναστεναξαμε και οι δύο μαζί από απογοήτευση και ξεκινήσαμε τη δουλειά.

Εγώ σκούπιζα και ο Μάουι ξεδιάλεγε τα καλά από τα κατεστραμμένα κομμάτια, μέχρι που ήρθε μια κοπέλα στην ηλικία μας περίπου, πολύ καλοντυμένη, με ένα σιέλ σακάκι μια μπεζ κρουαζέ μπλούζα από μέσα από ένα σιέλ επίσης ψηλόμεσο υφασματινο παντελόνι που στη μέση έδενε με μια φαρδιά κορδέλα.

Το σώμα της ήταν δυσανάλογο. Είχε φαρδιά μέση και παχουλά πόδια, ενώ είχε λεπτούς ώμους και επίπεδη κοιλιά.

Τα καστανά μακριά σπαστά μαλλιά της ήταν δεμένα χαμηλά με έναν σιέλ φιογκο και δύο μπούκλες έπεφταν ανάλαφρα μπροστά.

Είχε όμορφα σκούρα ματιά και λεπτά χαρακτηριστικά και ήταν ελαφρώς μελαχρινή.

-Συγγνώμη, της είπα, είμαστε κλειστά.
-Ναι, ναι, το βλέπω, είπε.

Και συνέχισε να μας κοιτάει καλά - καλά.

-Συγγνώμη θέλετε κάτι; της είπε ο Μάουι.

-Ναι, βασικά, θα ήθελα οδηγίες.
-Πού θέλετε να πάτε; της είπε ο Μάουι.

Πρόσεξα πως τραβαγε κάπως τις λέξεις, λες και τραγουδούσε.

-Στο "Κάλα", αλλά εντάξει το βρήκα πριν λίγο.

-Τότε;
-Τότε, είπα μιας και επισκέπτομαι για πρώτη φορά το νησί σας και η θέση μου επιβάλει να φέρομαι καλά στους ανθρώπους, μόλις είδα αυτό το αχούρι είπα "Σολ, αυτή είναι η ευκαιρία σου."

Κοίταξα τον Μάουι μπερδεμένη. Η κοπέλα μάλλον τα είχε χάσει και δεν ήξερε τι έλεγε.

-Μισό λεπτό, να έρθουν οι κάμερες και όλα θα ξεκαθαρίσουν.
-Έλα μου; είπε ο Μάουι
-Ποιος ήρθε; είπα εγώ.
-Οι κάμερες, καλέ να 'τες!

Ένα συνεργείο καμερών ήρθε προς το μέρος της κοπέλας.

-Ορίστε, είπε αυτή με μελισταλαχτο ύφος και μας έδωσε μια επιταγή. Σας εύχομαι το μαγαζί σας να γίνει αξιοπρεπές κάποια στιγμή με αυτή την ευγενή προσφορά μου.

Άνοιξα την επιταγή. Διακοσιες χιλιάδες ευρώ.

Δάκρυα χαράς με πλυμμήρισαν.

Κοίταξα την υπογραφή "Πριγκίπισσα Σολ, της Ισπανίας"

Κάποιος πρέπει να μου κάνει πλάκα, σκέφτηκα.

Ένα μικρόφωνο χώθηκε μπροστά στον Μάουι ο οποίος άρχισε να δίνει συνέντευξη. Ο μπαμπάς μου κατέφθασε εκείνη τη στιγμή σαστισμένος.

Προσπαθούσα να του εξηγήσω τι είχε γίνει αλλά δεν πατούσα πλέον στη γη. Ήμουν τελείως στον κόσμο μου.

Τι παράξενη τύχη με διαφέντευε;

Continue Reading

You'll Also Like

2.4M 144K 84
"ΕΙΠΑ ΚΑΤΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ" ξανά φώναξε και χτύπησε τη μπουνιά του πάνω στο τραπέζι. "Πο..πονάω" ψιθύρισα αδύναμα έτοιμη να λυγίσω και να βάλλω τ...
464K 25.6K 64
«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου α...
1.3M 114K 81
Η Εύα Johnson, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια απλή, λογική, και συναισθηματική 17χρονη μέχρι να μπλέξει με τους Crimes, τη μεγαλύτερη τρομοκρατική...