Κρήτη 2014, Σφακια
Σαν σήμερα θα εχανα την ελευθερία μου. Σαν σημερα θα έχανα όλα όσα ηξερα. Πάει η ζωή που είχα σκοπό να κάνω κοντά του.Κάηκε μαζί με τα όνειρα μου και τον έρωτα μου για αυτόν. Τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο, αφού 1 μήνα πριν οι γονείς μου συμφώνησαν σε κάτι απάνθρωπο.
Δεν τους κρατάω κακία. Αλίμονο. Απλα δεν τους καταλαβαίνω. Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο; Ας μου μιλούσαν από την αρχή. Τέλος πάντων. Ολα αυτά τώρα δεν έχουμε σημασία. Και αυτός; Αυτός χαμένος. Τόσος ήταν ο έρωτας του για εμένα; Δεν πειράζει όμως. Αλιμονο να περνουμε αυτό που θέλουμε στην ζωή. Παντα θα υπάρχει κάποιος που θα είναι πιο ευτυχισμένος από εσένα. Και αν αυτός ο κάποιος ειναι ο έρωτας της ζωής σου, τοτε χαλάλι του....
Συνηλθα και επανήλθα απο τις σκέψεις μου, χάρη στην φωνή της Μανιας:
"Τι κάμεις τόση ώρα μωρέ;"
ούρλιαξε ενώ χτενιζοταν.
Ετοιμάζομαι να το σκάσω.
"Οχου ρε Μανια πρωί πρωί."
"Να σου πω δεν παντρεύομαι εγώ αλλά εσύ." Είπε νευρίασμενα από μέσα.
Παντρεύομαι. Τι ειρωνεία. Παντρευομαι θα πει πως θες να εισαι με αυτόν που αγαπάς ολοκληρωτικα, ενώπιον του Θεου. Αυτό δεν είναι γάμος αλλά φυλακή! Με έχουνε φυλακισμένη. Αλλά τι να κάνω. Δεν είναι σωστό. Πρέπει να υπακούσω στις αρχές μας. Έτσι είναι. Ναι το ξέρω είναι πολύ παλιό αυτό το να παντρεύεσαι επειδή το θέλουν οι γονείς σου. Αλλά αφού πρέπει; Τι κάνεις τοτε; Κατάπατας τις αρχές σου και κάνεις αυτό που είναι στην παραδώση του χωριού σου, στην παραδωση της Κρήτης!?....
Αθήνα 2013,
Επιτελους σήμερα Σάββατο! Μουρμούρισα. Αφού σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, πήγα και έκανα έναν καφέ να ξυπνήσω.
Χτύπησε η πόρτα. Ποιος είναι τέτοια ώρα;Παραμιλησα. Εσυρα τις παντόφλες μου και πήγα να ανοίξω με την κούπα καφέ άδεια. Με το που άνοιξα μπήκε μέσα σαν συφουνας η Αφροδίτη. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Μάλλον έτρεχε. Μπήκε μέσα και έκατσε και νεύρο στον καναπέ. Κάτι είχε γίνει και θα το μάθαινα όπως και να έχει.
"Τιιι έχεις εσύ πρωί πρωί;"
Με κοίταξε άγρια στην αρχή. Τρόμαξα. Δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Μετά το βλέμμα της χαλάρωσε λίγο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μου τα λέει.
"Χώρισα".
Ηταν η πρώτη της λέξη. Να σας πω την αληθεία δεν μου φαινόταν παράξενο. Με τον Μάριο είχαν χωρίσει άπειρες φορές και τα ξανά έβρισκαν μετά από λίγες μέρες. Κάτι όμως με τρόμαζε στην έκφραση της. Δεν είχα καλό προαίσθημα για το τι θα συνέβαινε μετά...
"Έλα μην αγχώνεσαι θα τα ξαναβρείτε", την παρηγόρησα.
"ΟΧΙ.Με ακους; ΌΧΙ!"
Ξεσπασε σε κλάματα. Τι να της εκανε πάλι αυτό το καθίκι. Την πλησίασα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου για να την παρηγόρησω.
"Έλα μωρό μου γλυκό μην κλαις όλα θα γίνουν. Ολα θα φτιάξουνε θα δεις".
" Σε ευχαριστώ Νανά μου που είσαι δίπλα μου".
"Παντα θα είμαι δίπλα σου γιατί έτσι κάνουν οι σωστές οι φίλες".
Αφού σταμάτησε το κλάμα αποφάσισαμε να κάτσουμε όλη μέρα σπίτι μου. Σάββατο ήταν ούτος η άλλος. Την Δευτέρα θα πήγαιναμε μαζι στην σχολή. Έτσι και έγινε. Κάθισαμε όλη μέρα στον καναπέ με ποπ κορν, πατατάκια και παγωτό. Βλέπαμε ταινίες την μία πίσω από την άλλη οσπου κοιμήθηκαμε στον καναπέ αγκαλιά.
Κυριακή, 10:00, πμ
Σηκώθηκα απότομα από τον γλυκό ύπνο μου, αφού ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά. Κοίταξα δίπλα μου και είδα την μεριά της Αφροδίτης άδεια και κρύα. Που να πήγε αυτό το κορίτσι πάλι; Μπορεί να πετάχτηκε να πάρει τίποτα να φάμε. Ευτυχώς μετά από καμιά ώρα είχε έρθει πίσω με μια σακούλα κρουασάν και τυροπιτακια.
"Είναι ότι χρειάζεται τώρα".
Είπε χαμογελώντας η κολλητή μου. Ειμαστε μαζί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Κολλητές φίλες, σαν αδελφές για χρόνια. Μαζί μεγαλώσαμε αφου οι γονείς μας ήταν φίλοι. Δυστυχώς όμως η Αφροδίτη τους έχασε μικρή. Δεν ξέρουμε ακόμα από τι άλλα στο χωριό ακούγεται πως είναι εξαιτίας της βεντέτας μας με τους Μακρυγιάννιδες. Τέλος πάντων. Είμαστε μαζί από το ίδιο χωριό, και εμείς οι 2 και η Μανια, η ξαδέρφη μου, είμαστε μια παρέα. Αχώριστες! Αυτή μένει στο χωριό. Δουλεύει στο μαγαζί του πατέρα της που το έχουν μαζί με τον πατέρα μου. Το κρεοπωλείο του κυρ-Μανούσου.
"Φαίνεσαι καλύτερα πάντως"
"Ναι είμαι Νανά μου."
"Μπράβο ρε συ χαίρομαι. Είδες; Δεν αξίζει να χαλιέσαι για αυτόν"
"Λοιπόν ξέρεις τι σκέφτηκα;"
"Ωχ"
"Έλα σταματα θα σου αρέσει θα δεις θα περάσουμε υπέροχα"
Αντε να δούμε.
"Εντάξει όπως θες αρκεί να νιώσεις καλύτερα"
"Μην ανησυχείς. Σου έχω και μια έκπληξη".
" Να ανυσηχω;"
" Οχι καθόλου!"
Ειπε και μου έκλεισε το μάτι αφού ταυτόχρονα έβαζε και ένα τυροπιτακια στο στόμα της.
Το ίδιο βράδυ μας βρηκε να ετοιμαζομαστε και να τρέχουμε σαν τις τρελες από εδω και από εκει
."Αντε ρε Νανά, θα αργήσουμε!"
" Σιγά ρε εσύ ποιος μας περιμένει;"
Γούρλωσε τα μάτια της και στραβωκαταποιε.
"Αφροδίτη πες μου πως δεν ετοιμάζεις κάτι;"
"Εεεε οχιιιιι.
δ-δ-δ-ενν.."
Ωχ κατάλαβα.. Πάλι κανέναν άχρηστο θα μου κουβαλησε για να γνωρισω. Πάντα αυτό έκανε. Θέλει ντε και καλα να μου βρει εναν να εχω και εγώ. Ε κολλητή είναι, τα κανει αυτά.
"Κανόνισε τουλάχιστον να είναι κανένας καλός, όχι κανένα μπαζο σαν τους άλλους που μου φέρνεις".
"Οχι κουκλαρα μου. Για εσενα, τον καλύτερο θα βρω".
Γελάσαμε μαζί. Αφού ετοιμάστηκαμε, στολιστηκαμε, κατεβήκαμε κάτω στο αμάξι. Είχα έναν κόμπο στο στομάχι από την στιγμή που έμαθα πως θα μας περιμένει και ένας άλλος εκεί. Άραγε θα είναι κανένας καλός; Λες να μου αρέσει; Τέλος πάντων θα δειξει. Ότι είναι να γίνει θα γίνει...
Αφου φτάσαμε και μπήκαμε μέσα στο κλαμπ, κοίταξα γύρω μου να δω τον κόσμο, το μέρος. Τα μάτια μου όμως καρφώθηκαν σε ένα ζευγάρι καταπράσινα ματια που με κοιτούσαν. Παγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω, πως να αντίδρασω. Είχα σαστησει. Ένιωσα τον κόσμο γύρω μου να εξαφανίζεται σιγά σιγά και να εμένα μόνο εγώ και αυτός. Ενα ρίγος με διαπέρασε. Άρχισα να νιώθω πεταλούδες στο στομάχι. Η καρδια σφυροκοπουσε,ηταν έτοιμη να βγει από το στήθος μου. Ποιος να ηταν άραγε αυτός ο άγνωστος νέος που με έκανε να νιώσω έτσι; Θέλω πολύ να μάθω..
Γειά σας κουκλάκια μμμμ.!
Αυτo ηταν το πάρτ ένα. Ελπίζω να σας άρεσεεε! Ραντεβού στο πάρτ 2 που έρχεται σε λίγο καιρόοο! Byee❤️