Έρωτας Στο Κλειδι Του Σολ-TYS...

By evaggeliaks

63.5K 8.5K 3K

Νικήτρια ιστορία του διαγωνισμού Tell Your Story 2017, που διοργάνωσε η ομάδαtell your story gr για το 2017... More

Χάρης και Γιώτα
Καλό σαββατοκύριακο
Τρέιλρ
Έτσι ξαφνικά
Μη λες άλλα.
Να ζήσει!
Κάτι καλύτερο
Κάτι πιο δυνατό
ένα μέρος της αλήθειας
Τι πιο όμορφο και πιο μαγικό.
Δεν το πιστεύω.
Άστους να λένε.
Δεν είχε δώσει την άδεια της
Τι νομίζεις ότι κάνεις
Όνειρο ήτανε
Αδικημένη
Δεν με νοιάζει
Ήταν...
Κάτι άλλαξε
Δεν σε καταλαβαίνω
Σιωπή
Νέα αρχή
Σε προσέχει;
Ένα δώρο
Αόρατα Δεσμά
«Δεν το ήθελα»
Ισάξιος
Τι κάνεις εδω;
θα μιλήσω με τον Χάρη
Ωχ...
Πως είσαι έτσι;
ΤΕΣΤ
Όλα διορθώνονται αν θέλεις.
θρήνος
είναι στιγμές...
Ένα χρόνο μετά
Ειλικρίνεια
Το καλύτερο δώρο
Στη πρόβα
Σαν εσένα...
Ψεύτικη
Βιτρίνα
Ελεύθερος
Είναι εκείνος
Απάντηση
Απάντηση 2
Τρωτό σημείο
Φάρμακο
Αγαπήθηκαν!
Λίγα λόγια από μένα...

Πρώτη φορά!!

1.5K 175 36
By evaggeliaks

Είχαν περάσει περίπου τρείς εβδομάδες που ο Χάρης και η Γιώτα ήταν μαζί. Έβγαιναν συνήθως οι δυο τους, θέλοντας να γνωριστούν, ενώ κάποιες φορές συναντούσαν την Λυδία για ένα καφέ, κυρίως στο σπίτι του νεαρού. Η αλλαγή του ήταν εντυπωσιακή. Ο Σάββας, ο Σπύρος και η Λυδία, δεν πίστευαν στα μάτια τους, όταν την επόμενη μέρα από το πρώτο, επίσημο ραντεβού του Χάρη με τη Γιώτα, στο διαμέρισμα του, βγήκαν οι τέσσερις τους και ο Χάρης παρήγγειλε μια μπύρα την οποία όμως δεν άγγιξε καθόλου, εν αντιθέσει με το ποτήρι του νερού που άδειαζε με φρενήρεις ρυθμούς. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και τις επόμενες μέρες οπότε σκασμένοι πια και οι τρεις, από την περιέργεια δεν άντεξαν να μην θίξουν το θέμα.

«Τι συμβαίνει; Τι χάσαμε;» άρχισε την κουβέντα ο Σάββας και ακολούθησαν ο Σπύρος και η Λυδία, βομβαρδίζοντας τον με ερωτήσεις.

«Ει, ηρεμήστε, τίποτα δεν χάσατε. Απλά σκέφτηκα ότι πίνω αρκετά τώρα τελευταία και πως καλό θα ήταν να το ελαττώσω.» τους είπε με μια δόση αδιαφορίας στη φωνή, θαρρείς και τους ανακοίνωνε κάτι πολύ φυσιολογικό και αναμενόμενο. Προφανώς είχε ξεχάσει τους άπειρους καυγάδες που είχαν κάνει όταν αναγκάζονταν να τον μαζεύουν ημιλυπόθυμο εξαιτίας του ποτού.

«Μας δουλεύεις Χαρούλη; Θέλεις να πεις ότι η παρουσία της Γιώτας στη ζωή σου δεν έπαιξε κανέναν ρόλο σε όλο αυτό;» τον μάλωσε γλυκά η Λυδία, που χαιρόταν πολύ, βλέποντας τον να είναι τόσο διαφορετικός τον τελευταίο καιρό.

«Αφού ξέρεις την απάντηση, τι με ρωτάς;» αποκρίθηκε εκείνος και η Λυδία χαμογέλασε πονηρά.

Οι φίλοι του τον κοιτούσαν εκστασιασμένοι. Πάντα ανησυχούσαν για το που θα κατέληγε, με την κατάχρηση που έκανε και ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη να τον βλέπουν να έχει μειώσει τόσο πολύ το ποτό.

Όχι πως του ήταν εύκολο να σταματήσει την κακιά αυτή συνήθεια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ενώ οι άλλοι μιλούσαν, εκείνος κοιτούσε το μπουκάλι που έστεκε ανοιχτό μπροστά του. Τα μάτια του έστεκαν καρφωμένα πάνω του και ένας κόμπος έφραζε το λαιμό του. Κατάπινε θαρρείς και γευόταν το δροσερό περιεχόμενο του και χτυπούσε τα δάχτυλα νευρικά στο τραπέζι. Τότε η Λυδία άπλωνε το χέρι και συγκρατούσε το δικό του κοιτώντας τον με θαυμασμό και κατανόηση. Το μπουκάλι χανόταν από το οπτικό του πεδίο με την βοήθεια του Σάββα ή του Σπύρου και αμέσως συνερχόταν. Μέχρι κι εκείνοι είχαν πάψει να παραγγέλνουν οινοπνευματώδη για να μην τον βάζουν σε πειρασμό.

Όμως και στο σπίτι, ο Χάρης βρισκόταν αντιμέτωπος με τους δαίμονες του. Κάμποσα βράδια ξυπνούσε κάθιδρος, νιώθοντας την καρδιά του έτοιμη να δραπετεύσει από το στήθος του. Τότε νόμιζε πως άκουγε φωνές να τον καλούν και τα βήματα του τον οδηγούσαν στην κουζίνα. Με χέρια τρεμάμενα άνοιγε το ντουλάπι στο οποίο φύλαγε τα ποτά και μαγεμένος τα κοιτούσε να τον προκαλούν και τον περιγελούνε. Φούντωνε τότε η επιθυμία να τα ρουφήξει ένα προς ένα για να κοπάσουν τα γέλια και οι φωνές τους. Η μορφή της Γιώτας πρόβαλε μπροστά του κάθε φορά και επέστρεφε πάλι στο κρεβάτι του, μέχρι που ένα βράδυ παραλίγο να λυγίσει.

Άρπαξε με μανία ένα μπουκάλι ουίσκι και το έφερε στο στόμα του. Η γνώριμη μυρωδιά τον εξίταρε και ετοιμαζόταν να κατεβάσει μια γουλιά όταν φαντάστηκε τη ζωή του χωρίς τη Γιώτα. Στη σκέψη και μόνο αισθάνθηκε να κόβεται η ανάσα του. Με μια αστραπιαία κίνηση το μπουκάλι προσγειώθηκε στον νεροχύτη και ακολούθησαν κι όλα τα υπόλοιπα μπουκάλια δίνοντας έτσι ένα τέλος στα εφιαλτικά βράδια και τα οδυνηρά ξυπνήματα.

Η αλλαγή του όμως δεν είχε μείνει μόνο εκεί. Οι φίλοι του είχαν προσέξει πως είχε σταματήσει να φλερτάρει με άλλες γυναίκες και δεν ανταποκρινόταν στις προκλήσεις όλων εκείνων των κοριτσιών, που δεν έχαναν ευκαιρία να του την πέσουν. Ακόμα και όταν δεν ήταν μπροστά η Γιώτα, εκείνος δεν είχε μάτια για άλλη.

Στην αρχή της σχέσης του με την φίλη της, η Λυδία, είχε πιστέψει ότι ήταν ένας από τους γνωστούς ενθουσιασμούς του, που θα κρατούσε μερικές μέρες και μετά θα αναζητούσε κάτι καινούργιο. Όμως δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Είχε παραδεχτεί πως δεν είχε κάνει ακόμα έρωτα με τη Γιώτα, γιατί ήθελε να της δώσει χρόνο να σιγουρευτεί πως ήταν κάτι που ήθελε πραγματικά. Μάλιστα είχε πληροφορηθεί από την ίδια τη Γιώτα, πως κατάφερνε να συγκρατεί τον εαυτό του κάθε φορά που πήγαιναν να ξεφύγουν και η κοπέλα είχε αρχίσει να φοβάται ότι ίσως δεν την ήθελε όσο είχε πιστέψει αρχικά.

Ευτυχώς όμως μπόρεσε να την καθησυχάσει κι έτσι το βάρος που ένιωθε η Γιώτα πολύ γρήγορα την είχε εγκαταλείψει. Γιατί η αλήθεια ήταν πως παρά το ότι ήθελε τον Χάρη, απολάμβανε τα χάδια του και τα φιλιά του, δεν ήταν βέβαιη πως ήθελε να κάνει έρωτα μαζί του, γιατί το είχε πραγματικά ανάγκη ή για να μην τον χάσει. Η επιβεβαίωση της Λυδίας, πως ο ίδιος ο Χάρης, ήθελε να περιμένει, μέχρι εκείνη να σιγουρευτεί πριν προχωρήσουν, την είχε ανακουφίσει και την είχε κάνει να τον εκτιμήσει ακόμα περισσότερο. Βλέποντας μάλιστα, την τιτάνια προσπάθεια του, να απαλλάξει τον οργανισμό του από το κακό συνήθειο του ποτού, την βοήθησε και είχε αρχίσει να νιώθει έτοιμη για το επόμενο βήμα.

Με τη σκέψη αυτή ξεκίνησε ένα απόγευμα για να συναντήσει τον Χάρη, ο οποίος είχε καθυστερήσει. Όταν εκείνος έφτασε στο σπίτι του η Γιώτα ήταν ήδη εκεί. Καθόταν στα σκαλιά της πολυκατοικίας και έσφιγγε το παλτό της γύρω της. Έτριβε με μανία τα χέρια και τα πόδια της προσπαθώντας να ζεσταθεί. Μόλις τον είδε να τρέχει προς το μέρος της σηκώθηκε.

«Χίλια συγγνώμη που άργησα. Είχαμε βγει με τα παιδιά και ξεχάστηκα.» απολογήθηκε και την αγκάλιασε.

«Δεν έχω πολύ ώρα που έφτασα.» απάντησε η κοπέλα.

«Έλα πάμε μέσα πριν παγώσεις μου γίνεις παγοκολόνα.» την πείραξε ο Χάρης και έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του τα κλειδιά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν στην είσοδο. Προχώρησαν και αφού ο Χάρης άνοιξε και την πόρτα του ισόγειου διαμερίσματος του πέρασαν στο εσωτερικό. Ο διαχειριστής είχε ανάψει τα καλοριφέρ κι έτσι είχε ζεστάνει ο χώρος.

Πέρασαν στο σαλόνι όπου η Γιώτα έβγαλε το παλτό της και το κρέμασε στην πλάτη μιας από τις καρέκλες.

«Θέλεις να σου φέρω κάτι να πιεις; Έχεις φάει να ετοιμάσω κάτι ή να παραγγείλω;»

«Λίγο νερό θέλω. Δεν πεινάω τώρα, αν είναι φτιάχνουμε τοστ αργότερα.» του είπε και εκείνος συμφώνησε. Μπήκε στη κουζίνα γέμισε δυο ποτήρια με νερό και επέστρεψε κοντά της.

«Έχεις αποφασίσει τι θα δούμε;» τον ρώτησε η Γιώτα που είχε ήδη ανοίξει τον υπολογιστή και περίμενε να φορτώσει τα αρχεία.

«Η Λυδία μου είπε για ένα καινούργιο που είδε τις προάλλες. Αισθηματικό.»

«Θα κάτσεις να δεις αισθηματικό;» θέλησε να μάθει ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι.

«Ξέρεις πως δεν τρελαίνομαι αλλά αν είναι να σε έχω μιάμιση ώρα στην αγκαλιά μου, δεν με πειράζει.» της απάντησε με ειλικρίνεια και η Γιώτα τον κοίταξε γλυκά.

«Αχ, Χάρη μου, τέτοια λες και με τρελαίνεις.»

Το αγόρι την πλησίασε και την αγκάλιασε από τη μέση.

«Σε τρελαίνω αλλά ένα φιλάκι τόση ώρα δεν μου έχεις δώσει.» την μάλωσε και η Γιώτα αντέδρασε.

«Ω, το μωρό μου, ξέχασα να το φιλήσω. Έχεις δίκιο γι' αυτό λέω να σου δώσω δυο, για να αναπληρώσω.»

«Δεν ξέρω Γιώτα, φιλιά ακούω αλλά φιλί δεν βλέπω» την πείραξε πάλι και η Γιώτα, πάτησε στις μύτες των ποδιών της για να φτάσει τα χείλη του. Κόλλησε τα δικά της και με τη γλώσσα τα χάιδεψε απαλά αναγκάζοντας τα να ανοίξουν. Αμέσως συνάντησε τη γλώσσα του Χάρη. Μπλέχτηκαν οι δυο τους παιχνιδιάρικα και αισθησιακά. Τον φιλούσε και την φιλούσε, αρχικά απαλά, γλυκά, τρυφερά. Όταν όμως μπήκαν στο παιχνίδι και τα χέρια, ήρθε και φούντωσε το πάθος που τόσες μέρες φούντωνε και έμενε ανολοκλήρωτο και τους παρέσυρε σε μια θάλασσα που είχε πάψει να είναι ήρεμη.

«Γιώτα, πρέπει να σταματήσουμε γιατί...» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση. Η Γιώτα επιτέθηκε ξανά στο στόμα του και το έκλεισε. Απομάκρυνε για λίγο το πρόσωπο της, ίσα να πει αυτό που ήθελε.

«Τέλος η αναμονή Χάρη. Μη σταματάς πάλι, σε θέλω.» του είπε κι το αγόρι τα έχασε;

«Είσαι σίγουρη;» ζήτησε να μάθει.

«Όσο ποτέ» απάντησε εκείνη με μια σιγουριά που δεν άφηνε περιθώρια να την αμφισβητήσει. Ο Χάρης την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο υπνοδωμάτιο. άναψε το μικρό πορτατίφ που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο του και στάθηκε μπροστά από το κρεβάτι.

Η σιγουριά της Γιώτας κλονίστηκε για λίγο, περισσότερο επειδή δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει παρά γιατί δεν ήθελε να συμβεί αυτό που επρόκειτο να γίνει.

«Αν άλλαξες γνώμη δεν πειράζει» την διαβεβαίωσε ο Χάρης και ήταν σαν να έδιωξε όλες τις ανησυχίες της. Στάθηκε μπροστά του και ετοιμάστηκε να βγάλει τα μπλούζα της. Ο Χάρης την σταμάτησε.

«Αν είσαι σίγουρη τότε θέλω να στην βγάλω εγώ» της είπε και η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. Τα μάτια της γυάλιζαν από τον πόθο. Πέρασε την γλώσσα της από τα χείλη της χωρίς να αφήσει το βλέμμα του. Ο φίλος της την είχε πλησιάσει αρκετά. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε απαλά το μάγουλο της. Έσυρε τα δάχτυλα του προς τα κάτω, αγγίζοντας τον λαιμό της. Τα πέρασε από το σημείο που βρισκόταν το στήθος της. Ένιωθε την ανάσα της, που άλλαζε και πλέον έβγαινε με δυσκολία. Έπιασε το ύφασμα της μπλούζας της και το σήκωσε, αφήνοντας τα δάχτυλα του να αγγίξουν ελαφρώς το δέρμα της κοιλιά της. Έφερε τη μπλούζα στο λαιμό της και την έβγαλε πάνω από ο κεφάλι της. Αφήνοντας την μόνο με το σιέλ δαντελωτό σουτιέν. Την κοίταξε αναζητώντας ένα σημάδι πως ίσως δεν ήθελε να συμβεί. Τίποτα πάνω της δεν μαρτυρούσε πως περίμενε από εκείνον να σταματήσει κι όμως για λίγο δίστασε.

Η Γιώτα πήρε τη μπλούζα από τα χέρια του και την έριξε στο πάτωμα. Ύστερα έφερε την παλάμη του στο στήθος της και την άφησε εκεί.

«Μη σταματάς» του είπε ξέπνοα. Μόλις ακούμπησε τα χείλη του πάνω στη γυμνή σάρκα της, ήξεραν και οι δυο πως δεν υπήρχε επιστροφή. Ο Χάρης φίλησε το στήθος της, κατηφόρισε στην κοιλιά της, προκαλώντας ρίγη και ανατριχίλα στη Γιώτα. Τα πάντα μέσα της σφίγγονταν, καίγονταν, αναζητούσαν διέξοδο. Αναζητούσαν τη λύτρωση.

Ένιωσε τα χέρια του να ξεκουμπώνουν το παντελόνι της. Με αργές κινήσεις το κατέβασε και την βοήθησε να το βγάλει. Εκείνος σηκώθηκε και την έριξε απαλά στο κρεβάτι. Στάθηκε για λίγο μπροστά της απολαμβάνοντας το θέαμα της κοπέλας με τα εσώρουχα, στο κρεβάτι του. Ήταν σαν να είχε μόλις εκπληρωθεί ένα του όνειρο. Στη συνέχεια ξάπλωσε δίπλα της στηρίζοντας το κεφάλι του στον αγκώνα. Ταξίδεψε με τα δάχτυλα στο κορμί της παρακολουθώντας τις αντιδράσεις της. Ένιωθε τον αντρισμό του να ασφυκτιά όμως ήθελε πρώτα να ευχαριστήσει εκείνη. Απολάμβανε τον τρόπο που κρατούσε την ανάσα της όταν την άγγιζε, το πώς το σώμα της δημιουργούσε τόξο όταν περνούσε το χέρι του από την ευαίσθητη περιοχή της. Δάγκωνε τα χείλη της και βογκούσε, προκαλώντας τις αντοχές του.

Ανέβηκε πάνω της στηρίζοντας το βάρος του και ακολούθησε το ίδιο ταξίδι, που είχαν κάνει τα χέρια του με τα χείλη του. Στάθηκε περισσότερο στο στήθος της παίζοντας και ερεθίζοντας το. Η Γιώτα έφερε τα χέρια της στα μαλλιά του και πίεσε το κεφάλι του ενώ ταυτόχρονα ανασήκωσε τον κορμό της. Έτρεμε κάτω από το σώμα του και λαχταρούσε να γίνει ένα μαζί του. Τα χείλη του την έκαιγαν, η γλώσσα του έπαιζε μαζί της και ένιωθε πως έχανε τον έλεγχο. Όλα μέσα της έμοιαζαν να βιώνουν μια ιδιαίτερη σεισμική δόνηση, κάτι παντελώς άγνωστο, κάτι ολότελα καινούργιο, που όμως της άρεσε.

Ένιωσε τον Χάρη να της βγάζει τα εσώρουχα και να απομακρύνεται από κοντά της. Άνοιξε τρομαγμένη τα μάτια. Θα την άφηνε; Τώρα που τον ήθελε τόσο; Ηρέμησε όταν τον είδε να βγάζει τα ρούχα του χωρίς να διακόψει στιγμή την οπτική επαφή τους. Άφησε το βλέμμα της να διατρέξει τον κορμό του, όταν έμεινε χωρίς μπλούζα. Χάζεψε βλέποντας τα φουσκωμένα του μπράτσα, το δυνατό του στήθος, τους άψογα γραμμωμένους κοιλιακούς του. Παρατήρησε τα τατουάζ που στόλιζαν το κατά τα άλλα αψεγάδιαστο σώμα του.

Λίγο πάνω το στήθος του ένα σετ φτερά στόλιζαν τις δυο πλευρές. Λίγο πιο κάτω ένα κλουβί ανοιχτό μέσα από το οποίο έβγαιναν μερικά πουλιά και πετούσαν. Στο ύψος που άρχιζε το παντελόνι του πρόβαλε ένα κεφάλι, που έμοιαζε με κεφάλι πουλιού και δράκου ταυτόχρονα. Είχε έντονα χρώματα και ήταν τόσο λεπτομερές, που πίστευε ότι σε λίγο επρόκειτο να ζωντανέψει και να κινηθεί. Θα ήταν αργότερα που θα έβλεπε πως ήταν ένας κινέζικος φοίνικας, που απλωνόταν και τελείωνε λίγο πάνω από το γόνατο.

Όταν έβγαλε το τζιν του στάθηκε μπροστά της μόνο με το εσώρουχο, δίνοντας της χρόνο να συνηθίσει την εικόνα, λίγο πριν το βγάλει και αυτό και μείνει γυμνός. Το θέαμα θα έπρεπε να την κάνει να ντρέπεται, όμως τίποτα από όσα ένιωθε δεν είχαν να κάνουν με την ντροπή. Όταν ο Χάρης άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και πήρε ένα προφυλακτικό, κατάλαβε πως πλησίαζε η στιγμή. Αγωνία και έξαψη συναγωνίζονταν, αλλά κι αυτά χάθηκαν όταν εκείνος πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια της.

«Θέλω να μου το πεις αν νιώσεις άβολα ή θελήσεις να σταματήσουμε, εντάξει;» της είπε και η Γιώτα ήξερε πως ήταν πολύ σημαντικό για εκείνον να ξέρει ότι θα το έκανε όντως.

«Εντάξει» απάντησε και τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της προσεκτικά.

Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Χάρης σταμάτησε και περίμενε να μαλακώσει το συνοφρύωμα του προσώπου της πριν κινηθεί πάλι. Συγκρατούσε τον εαυτό του, γιατί δεν ήθελε να την πονέσει και πολύ περισσότερο να την τρομάξει. Ήθελε να της δώσει το καλύτερο. Η Γιώτα άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε, εκείνος κινήθηκε πάλι και περίμενε όταν την είδε να μορφάζει ξανά. Επανέλαβαν το ίδιο τελετουργικό μερικές φορές ακόμα και κάθε φορά ο πόνος όλο και μαλάκωνε μέχρι που έπαψε να υπάρχει. Τότε οι κινήσεις του Χάρη έγιναν λίγο πιο γρήγορες μέχρι που σταμάτησε πάλι.

Βγήκε από μέσα της και άρχισε να χαϊδεύει και να φιλά το σώμα της κάνοντας τα πάντα μέσα της να σφίγγονται. Η Γιώτα αισθανόταν την ένταση που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Όταν ο Χάρης την ένιωσε να τρέμει, κατάλαβε ότι ήταν έτοιμη να φτάσει στην κορύφωση, βύθισε ξανά τον εαυτό του μέσα της, κάνοντας το σώμα της να τιναχτεί σχηματίζοντας τόξο. Ένα βογκητό έφυγε από τα χείλη του, πριν την ακολουθήσει σε έναν οργασμό που άγγιζε τα όρια του τέλειου. Έπεσε δίπλα της, ανασαίνοντας με το ζόρι, όπως κι εκείνη.

Όταν ο ρυθμός της αναπνοής τους επανήλθε και οι καρδιές του έπαψαν να χτυπούν μανιασμένα ο Χάρης ανασηκώθηκε, την κοίταξε που ήταν ακόμα με τα μάτια κλειστά και την φίλησε τρυφερά.

«Είσαι καλά;» ζήτησε να μάθει ελαφρώς αγχωμένος. Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της και τότε εκείνος πρόσεξε τα δάκρυα της. «Κλαις; Τι σου έκανα;» αναφώνησε τρομαγμένος και σηκώθηκε από κρεβάτι. Την είχε πονέσει; Την είχε πιέσει και τελικά το μετάνιωσε; Τι της είχε κάνει; Αναρωτιόταν περνώντας τα χέρια μέσα από τα μαλλιά του, προσπαθώντας να ελέγξει τον θυμό που ένιωθε για τον εαυτό του. Η Γιώτα σηκώθηκε και τον σταμάτησε κλείνοντας τον στην αγκαλιά της.

«Σε παρακαλώ, σταμάτα. Δεν έκανες τίποτα κακό. Όλα ήταν υπέροχα. Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερη πρώτη φορά από αυτή.» του είπε γλυκά.

«Τότε γιατί κλαις;» θέλησε να μάθει.

«Γιατί δεν περίμενα ποτέ ότι θα ήταν έτσι. Δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να νιώσω όλα αυτά που ένιωσα. Ότι ο έρωτας μπορεί να είναι κάτι τόσο όμορφο» του εκμυστηρεύτηκε και το αγόρι την έκλεισε στην αγκαλιά του.

«Ώρες-ώρες νιώθω σαν να σου έχει συμβεί κάτι πολύ κακό» της είπε αλλά η Γιώτα δεν απάντησε. Απλά τον έσφιξε πάνω της και άφησε ένα απαλό φιλί στο λαιμό του. Ότι κι αν γινόταν στο μέλλον, θα ήταν πάντα ευγνώμων στον Χάρη, για όσα της είχε χαρίσει το βράδυ εκείνο. Δεν ήταν μόνο το πάθος που μοιράστηκαν, ήταν όλα τα συναισθήματα που της είχε δημιουργήσει και η νέα πραγματικότητα την οποία της είχε δείξει. Πλέον ήξερε πως ο έρωτας μπορούσε να είναι ωραίος και πως η αγάπη δεν έφερνε μόνο πόνο. Και όλα αυτά τα χρωστούσε στο αγόρι αυτό. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι πριν το καταλάβουν.

Όταν η Γιώτα άνοιξε και πάλι τα μάτια της, ένιωθε ένα γλυκό μούδιασμα σε όλο της το σώμα. Αναζήτησε τον Χάρη, αλλά δεν τον βρήκε δίπλα της. Σηκώθηκε και έτριψε τα μάτια της περιμένοντας να προσαρμοστούν στο λιγοστό φως. Από το σαλόνι ακουγόταν ο ήχος της κιθάρας. Σηκώθηκε, φόρεσε τη μπλούζα του Χάρη, που ήταν πεταμένη στο πάτωμα και βγήκε από το δωμάτιο ακολουθώντας το ήχο.

Στάθηκε στην πόρτα σταυρώνοντας τα γυμνά της πόδια. Ο Χάρης στεκόταν στη μέση του δωματίου, φορώντας το τζιν του, χωρίς να το έχει κουμπώσει και κρατούσε τα μάτια κλειστά. Τα δάχτυλα του διέτρεχαν τις χορδές με ευλάβεια. Ρίγησε γιατί άθελα της παρομοίασε την κίνηση, με αυτές που έκανε όταν άγγιζε το κορμί της. Η μουσική του ξεκινούσε απαλά. Είχε μια ανεπαίσθητη τρυφερότητα και ξαφνικά δυνάμωσε κάνοντας την καρδιά της να χάσει μερικούς χτύπους. Παρασύρθηκε από τις νότες και ένιωθε την ανάσα της να βγαίνει γρήγορη και κοφτή. Το τραγούδι έφτασε σε ένα σημείο που έμοιαζε με έκρηξη πριν ολοκληρωθεί. Ήταν περίεργο όμως της θύμισε το πώς ένιωθε όταν έκαναν έρωτα.

Με το βλέμμα ταξίδεψε στο κορμί του, που λίγη ώρα πριν είχε ενωθεί απόλυτα με το δικό της. Όταν σε μια φιγούρα ο Χάρης γύρισε πλάτη βρήκε την ευκαιρία να παρατήρησε το τατουάζ, που καταλάμβανε όλη την πλάτη του και το οποίο δεν είχε προσέξει νωρίτερα. Ξεκινούσε λίγο πάνω από τους γλουτούς και έφτανε μέχρι τον αυχένα. Ήταν ένα τεράστιο κλειδί του Σολ, το σώμα του οποίου σχημάτιζε μια κιθάρα και οι καμπύλες ήταν νότες που έβγαινα από μέσα της. Δεν είχε δει κάτι παρόμοιο και της άρεσε πολύ, παρά τον όγκο του.

Όταν ο Χάρης τελείωσε το παίξιμο, γύρισε και άνοιξε τα μάτια του. Τότε την είδε να τον κοιτάζει μαγεμένη. Ήταν λαχανιασμένος και ιδρωμένος. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή όπως ακριβώς την πρώτη φορά που είχε συνθέσει αυτή τη μελωδία. Μόνο που τότε έπαιζε για ένα όνειρο το οποίο πλέον είχε ολοκληρωθεί. Δεν άφησε στιγμή τα μάτια του από τα δικά της, καθώς άφηνε την κιθάρα και βάδισε αργά προς το μέρος της. Η Γιώτα κατάπιε για να διώξει τον κόμπο που έκλεισε ξαφνικά τον λαιμό της και άφησε μια βαθιά ανάσα. Το βλέμμα του Χάρη ήταν σκοτεινό και γεμάτο πάθος. Στάθηκε μπροστά της και χωρίς να μιλήσει την σήκωσε στην αγκαλιά του και την οδήγησε πίσω στο υπνοδωμάτιο όπου την έκανε δικιά του ξανά και ξανά.

Ώρες μετά η Γιώτα σηκώθηκε και μπήκε στο μπάνιο. Πλύθηκε και όταν επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο, αντί να ξαπλώσει κοντά στον Χάρη, άρχισε να ντύνεται. Εκείνος την είδε και ανακάθισε ξαφνιασμένος.

«Τι κάνεις;»

«Πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ.» του είπε.

«Πως δεν μπορείς; Τόσο χώρο έχω» αστειεύτηκε εκείνος δείχνοντας το κρεβάτι του.

«Δεν μπορώ Χάρη» επανέλαβε η κοπέλα.

«Γιατί;» ζήτησε να μάθει εκείνος και συνοφρυώθηκε. Πίστευε ότι θα κοιμόντουσαν μαζί. Σίγουρα πάντως δεν περίμενε να την δει να φεύγει. Η Γιώτα αναστέναξε. Πώς να εξηγήσει στο Χάρη το χάος που επικρατούσε στη ζωή της, χωρίς να τον τρομάξει ή να τον λερώσει;

«Χάρη, απλά δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ. Δεν είναι ότι δεν θέλω, μη με πιέζεις σε παρακαλώ.»

«Τότε μείνε» απαίτησε εκείνος αγνοώντας την παράκληση στη φωνή της. Η κοπέλα πλησίασε κοντά του, κάθισε και κράτησε το πρόσωπο του στα χέρια της. Έκλεισε τα μάτια, τον φίλησε και άφησε το κούτελο της να σταθεί για λίγο στο δικό του. Όταν τα άνοιξε πάλι ψέλλισε ένα τελευταίο 'δεν μπορώ' και έφυγε πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει.

Τη στιγμή που το κορίτσι έμπαινε στο σπίτι της χτύπησε το τηλέφωνο της. Προσπάθησε να ελέγχει τον ρυθμό της αναπνοής της πριν απαντήσει.

«Παρακαλώ;»

«Που είσαι;» άκουσε την βαριά φωνή του πατέρα της.

«Στο σπίτι πατέρα, που αλλού θα μπορούσα να είμαι;»

«Με ειρωνεύεσαι τοσουλάκι;» της φώναξε και η Γιώτα έσφιξε τη συσκευή νιώθοντας την οργή να θεριεύει μέσα της.

«Όχι πατέρα, δεν ειρωνεύομαι, συγγνώμη που σου έδωσα λάθος εντύπωση» είπε με σφιγμένα χείλη. Γιατί δεν μπορούσε να τον στείλει στον αγύριστο; Γιατί φοβόταν και δεν τολμούσε να τον βγάλει από τη ζωή της; Ήξερε γιατί... Γιατί υπήρχε στη μέση η μητέρα της και για εκείνη έπρεπε να ανέχεται κι αυτόν, συλλογίστηκε και προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα της.

«Σε πήρα να μάθω πότε θα κλείσει η σχολή για τις γιορτές, ώστε να σου κλείσω εισιτήριο για το νησί.» της είπε και η Γιώτα ένιωσε τα πόδια να της να λυγίζουν κάτω από το βάρος των λόγων του. Είχε ξεχάσει πως πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και πως θα έπρεπε να επιστρέψει στο νησί για τις μέρες αυτές. Δεν ήθελε να πάει. Προτιμούσε να μείνει στο δρόμο από το να επιστρέψει και να μείνει κάτω από την ίδια στέγη με εκείνον. Ήταν όμως ανώφελο να φέρει αντιρρήσεις. Ένα όχι της, ήταν αρκετό να τον ξεσηκώσει και να τον φέρει στη Θεσσαλονίκη για να την πάρει σηκωτή πίσω στη Χίο. Δε μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί αυτό. Έπρεπε να πάει με τα νερά του.

«Θα μάθω αύριο και θα σε πάρω να σου πω πατέρα. Η μαμά είναι καλά;»

«Καλά είναι» της είπε και τερμάτισε την συνομιλία τους πριν προλάβει να ζητήσει να της μιλήσεις. Κοίταξε την συσκευή κάμπος ώρα ενώ μέσα της προσευχόταν να είναι καλά η μητέρα της. Δεν είχε καταλάβει πως έτρεμε, ούτε και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της. Χτύπησε το κινητό της. Είχε νέο μήνυμα.

'Γιατί έφυγες;' τη ρωτούσε ο Χάρης, αλλά δεν είχε απάντηση να δώσει.

Ξέσπασε σε κλάματα, αφήνοντας τα δάκρυα να παρασύρουν τον πόνο που φώλιαζε μέσα της, ελπίζοντας κάποια στιγμή να καταφέρει να τον διώξει. Μόνο που δεν μπορείς να απαλλαγείς έτσι απλά από αυτά που σε πονάνε. Είναι σαν να προσπαθείς να βγάλεις το μαχαίρι από την πληγή στρίβοντας το διαρκώς. Ό,τι σε σκοτώνει, πρέπει να το βγάζεις μια κι έξω από μέσα σου, αλλά αυτό απαιτεί θάρρος και η Γιώτα ήταν ακόμα στην αρχή μιας πορείας προς την λύτρωση, που είχε ξεκινήσει τη στιγμή που γνώρισε τον Χάρη και δεν είχε ακόμα την απαιτούμενη δύναμη.


Καλημέρα και καλή εβδομάδα κοριτσάρες μου!!! Ελπίζω να σας άρεσε το νέο μας καυτό κεφάλαιο!! Δε σχολιάζω τίποτα, το αφήνω σε σας!!!!  Σας φιλώ!!!!

Continue Reading

You'll Also Like

33.9K 2.9K 34
Ο Χάρης και η Ελευθερία είναι παιδικοί φίλοι. Αυτός φεύγει για σπουδές στην Αμερική και επιστρέφει μετά από περίπου 10 χρόνια. Συναντά μια Ελευθερία...
9.3K 966 43
-sweetdevileyes- Ελλάδα , Αθήνα Η Αντιγόνη Γεωργίου ,μια 25χρονη απόφοιτη ψυχολογίας και ενεργή φεμινίστρια, θα χάσει για λίγο την ισορροπία της κα...
64.4K 3K 58
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?
62.4K 1.2K 9
Η Τζες είναι νέα, όμορφη κι έχει την δουλειά που πάντα ονειρευόταν. Όλα δείχνουν ότι η ζωή, της χαμογελάει ξανά... Μέχρι που ένας γοητευτικός άγνωστο...