Ψεύτικη

889 166 76
                                    

Η Γιώτα ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τη μητέρα της. Το έντονο συνοφρύωμα των φρυδιών της αποκάλυπτε την απορία της.

«Τι θέλεις να πεις;» άρθρωσε αργά τις λέξεις και είδε την Ελισάβετ να ανασαίνει βαθιά πριν αρχίσει και πάλι να μιλάει.

«Κάποτε δεν σταματούσες να ρωτάς γιατί δεν άφηνα τον πατέρα σου παρά τα όσα μας έκανε. Γιατί δεν σε πήρα να φύγουμε. Σπάραζε η καρδιά μου κάθε φορά που έβλεπα το φοβισμένο σου κορμάκι να τρέμει. Σαν αντίκριζα τον τρόμο στα μάτια σου και διάβαζα μέσα τους τις κατηγορίες που δεν τολμούσες να ξεστομίσεις, το μόνο που ήθελα ήταν να σε πάρω και να τρέξουμε όσο πιο μακριά από τον πατέρα σου μπορούσαμε. Όμως δεν γινόταν να σε πάρω. Η αγάπη μου ήταν μεγαλύτερη από κάθε τι άλλο.»

«Αγάπη; Για ποια αγάπη μου μιλάς; Δεν ήμουν ευτυχισμένη κοντά του, όπως ούτε κι εσύ. Έπρεπε να έχουμε φύγει. Μας κατέστρεψε ο άνθρωπος αυτός. Άξιζε η αγάπη σου όλο αυτό το μαρτύριο που ζήσαμε;» της είπε η Γιώτα κλαίγοντας σπαρακτικά. Ακόμα και τώρα δεν άντεχε να ακούει τη μητέρα της να της λέει ότι δεν την πήρε μακριά εξαιτίας της αγάπης που έτρεφε για το κτήνος. Η μητέρα της κράτησε το πρόσωπο της στα χέρια της και την κοίταξε στα μάτια.

«Η αγάπη μου για σένα άξιζε ότι κι αν περνούσα στα χέρια του. Το λάθος μου ήταν που δεν μπόρεσα να τον εμποδίσω από την αρχή να σε βλάψει κι όταν πια το έκανα ήταν ήδη αργά. Είχε χαρακώσει την καρδιά σου.» ψέλλισε.

«Τι θέλεις να πεις; Μιλάς με γρίφους, με μπερδεύεις.» της είπε θυμωμένα.

«Δεν μπορούσα να σε πάρω από τον πατέρα σου, Γιώτα. Αν μπορούσα θα το είχα κάνει.» εξήγησε η γυναίκα και η Γιώτα σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει εκνευρισμένη πέρα δώθε.

«Ναι, βέβαια δεν μπορούσες να αφήσεις τον έρωτα σου και ήταν καλύτερα να μας χτυπάει.» εκτόξευσε την κατηγορία βράζοντας από θυμό. Η Ελισάβετ σηκώθηκε και την έπιασε από τα μπράτσα και την ανάγκασε να την κοιτάξει.

«Δεν είσαι δικό μου παιδί Γιώτα, γι' αυτό δεν μπορούσα να σε πάρω μακριά του.» της είπε αργά και η Γιώτα άφησε μια κραυγή χωρίς να το καταλάβει. Η γυναίκα συνέχισε. «Καθόμουν μαζί του γιατί σε αγαπούσα περισσότερο και από τη ζωή μου και δεν μπορούσα να σε αφήσω απροστάτευτη στα χέρια του.»

«Λες ψέματα.» την κατηγόρησε η κοπέλα και τίναξε τα χέρια της από πάνω της. «Γιατί μου το κάνεις αυτό;» την ρώτησε με φωνή ραγισμένη. Μνήμες μακρινές ξεσηκώθηκαν. Ψίθυροι πίσω από κλειστές πόρτες.

Έρωτας Στο Κλειδι Του Σολ-TYS17Onde as histórias ganham vida. Descobre agora