Στη πρόβα

939 165 98
                                    

Την ίδια στιγμή η Γιώτα έχοντας στο πλευρό της τη μητέρα της, συνάντησε τη Λυδία έξω από το κατάστημα νυφικών. Αντάλλαξαν μια αγκαλιά και μπήκαν στο εσωτερικό όπου τους υποδέχτηκε χαμογελαστή η πωλήτρια.

«Γεια σας!»

«Καλημέρα. Γιώτα Καλογεράκη, έχω έρθει για την πρόβα του νυφικού μου.»

«Βέβαια, σας θυμάμαι. Αφήστε τα πράγματα σας και πάμε να το φορέσουμε.» την παρότρυνε. Η κοπέλα έβγαλε το παλτό της και το έδωσε στη μητέρα της μαζί με τη τσάντα της, πριν ακολουθήσει πειθήνια την γυναίκα στο πίσω μέρος, όπου βρίσκονταν τα δοκιμαστήρια.

Με τη βοήθεια της φόρεσε το νυφικό της και έδεσε τα μαλλιά της ψηλά, σε έναν πρόχειρο κότσο. Βγήκε και στάθηκε μπροστά από το μεγάλο καθρέφτη, που κάλυπτε όλον τον τοίχο του καταστήματος. Κοίταξε τον εαυτό της. Όπως και την προηγούμενη φορά έβρισκε το είδωλο της ιδιαίτερα όμορφο. Θα ήταν σίγουρα μια λαμπερή νύφη, όμως δεν μπόρεσε να μην διακρίνει την παγωνιά στη ματιά της. Το σώμα της δεν ανατρίχιαζε από συγκίνηση, κάτω από αυτό το φόρεμα. Η καρδιά της δεν είχε αλλάξει τους χτύπους της. Κοιτούσε την κοπέλα μπροστά της, γνωρίζοντας πως ήταν η ίδια, μα δεν αισθανόταν τίποτα. Κανένα συναίσθημα. Μόνο κενό. Η μορφή του Οδυσσέα ήρθε στο νου της. Με τα μάτια της φαντασίας της τον είδε, ντυμένο με το γαμπριάτικο κουστούμι του, στο τέλος της σκάλας, με την νυφική ανθοδέσμη στα χέρια. Και πάλι κενό. Κανένα συναίσθημα δεν της προκάλεσε η σκέψη. Σαν να μην ήταν εκείνη η νύφη. Χωρίς να το θέλει αναρωτήθηκε αν όλες οι νύφες αισθάνονταν τόσο άδειες πριν το γάμο τους.

Έστρωσε τη φούστα του νυφικού της και σήκωσε και πάλι τα βλέμμα στον καθρέφτη. Και τότε η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Γύρισε και κοίταξε προς την έξοδο. Κράτησε την ανάσα της, το στομάχι της σφίχτηκε και της φάνηκε πως αόρατες πεταλούδες πετάριζαν μέσα της. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν σαν ζελέ. Όπως εκείνη τη νύχτα, πριν από οκτώ χρόνια, όταν τον είχε δει για πρώτη φορά, έτσι και τώρα, δεν υπήρχε τίποτα και κανένας γύρω τους. Χάθηκαν οι παρουσίες, έσβησαν οι ήχοι και ήταν μόνο εκείνη και ο Χάρης, που στεκόταν πιο όμορφος από ποτέ στην είσοδο του καταστήματος και την κοιτούσε με θαυμασμό.

Φορούσε ένα τζην ξεθωριασμένο και σκισμένο σε διάφορα σημεία. Από πάνω ένα χακί μπουφάν που κούμπωνε μέχρι το λαιμό. Πυκνά γένια έκρυβαν το όμορφο πρόσωπο του. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους και εξέφραζαν ένα παράπονο που της προκαλούσε πόνο. Κι εκεί που έμοιαζαν άψυχα και κενά, διέτρεξαν το κορμί της προκαλώντας της ρίγη, στάθηκαν στα χείλη της κι ύστερα στα μάτια της. Μια σπίθα φούντωσε κάνοντας τα να λάμψουν από τον πόθο, τόσο που ένιωσε την καρδιά της να λιώνει.

Έρωτας Στο Κλειδι Του Σολ-TYS17Where stories live. Discover now