Όλα διορθώνονται αν θέλεις.

926 161 96
                                    

Ένα βράδυ, αρκετές μέρες μετά τα Θεοφάνεια, ο Χάρης έφυγε για ακόμα μια φορά από το σπίτι χωρίς να πει λέξη στη Γιώτα για το που πήγαινε. Η σιωπή είχε απλωθεί ανάμεσά τους σαν μαύρος καπνός που είχε αρχίσει να γίνεται τοξικός και να τους δηλητηριάζει. Η Γιώτα κοίταξε την πόρτα που έκλεισε πίσω από την αντρική φιγούρα που κάποτε είχε αγαπήσει και δεν ήξερε πώς αισθανόταν. Κάτι μέσα της είχε σπάσει. Θα ορκιζόταν πως το είχε ακούσει να ραγίζει και μετά να θρυμματίζεται. Αν δεν ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς της θα έλεγε πως αυτή είχε διαλυθεί. Πονούσε κάθε κύτταρο του κορμιού της. Ένα πόνος βουβός που ξεκινούσε από την καρδιά και προχωρούσε, καταλαμβάνοντας τα πάντα μέσα της. Θόλωνε το μυαλό της, πάγωναν οι σκέψεις, τα συναισθήματα. Έχανε τον προσανατολισμό της. Κάποτε πίστεψε πως ο Χάρης ήταν όλος της ο κόσμος. Πως η ευτυχία της ήταν κοντά του. θεώρησε πως δίπλα του ήταν ασφαλής μα κάπου στη πορεία όλα αυτά είχαν εξανεμιστεί. Δεν ένιωθε πια ασφάλεια και σιγουριά στο πλάι του. Περισσότερο φόβο και τρόμο αισθανόταν.

Ήταν αυτή η ψυχρή του ματιά, τα σφιγμένα χείλη, το πώς είχαν σκληρύνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, η απουσία του από τη κοινή τους ζωή και τα μεθύσια του που δεν έλεγαν να τελειώσουν. Όλα αυτά, της έδιναν την αίσθηση ότι βρισκόταν κοντά σε ωρολογιακή βόμβα που απειλούσε να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Και τότε αναρωτιόταν αν ήθελε να βρίσκεται εκεί ή αν έπρεπε να τρέξει μακριά για να σωθεί.

Τότε ορμούσαν καταπάνω της οι αναμνήσεις. Οι στιγμές που είχε μοιραστεί μαζί του και μπλέκονταν οι αποφάσεις. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος. Να μείνει ή να φύγει; Αγαπιόντουσαν ακόμα ή όλα είχαν τελειώσει; Ήξερε πως κάτι τον έτρωγε και προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον κάνει να ανοιχτεί σε εκείνη, να της μιλήσει, αλλά δεν μπόρεσε να του πάρει ούτε μια λέξη.

Κι αν έμενε κοντά του ακόμα και δεν έφευγε, ήταν γιατί αναγνώριζε στα μάτια του και τον δικό του πόνο. Κάτι τον τυραννούσε μέρες κι εκείνη είχε αποφασίσει να του δώσει λίγο χρόνο. Ίσως δεν ήταν έτοιμος να της μιλήσει. Θα περίμενε όμως γιατί καταβάθος δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η αγάπη. Δεν ήθελε να δώσει τέλος σε αυτή τη σχέση.

Έτσι πέρασε ακόμα ένα βράδυ στα χαμένα. Δεν ήξερε τι να κάνει για να περάσει η ώρα. Ετοιμαζόταν να βάλει να δει μια ταινία όταν την πήρε ο Οδυσσέας.

«Γεια σου Οδυσσέα.»

«Τι κάνεις Γιώτα;» τη ρώτησε ο άντρας.

Έρωτας Στο Κλειδι Του Σολ-TYS17Where stories live. Discover now