46. "Ίσως."

681 81 120
                                    

Δύο ώρες μετά και κάποια ποτήρια ουίσκι αργότερα, η Νίκη φαίνεται να έχει πιει περισσότερο κι από εμένα. Χορεύει ξέφρενα πάνω σε μια καρέκλα με τον Πέτρο να τη χειροκροτεί με ένα τσιγάρο στο στόμα.

Το κάπνισμα του έλειπε αυτουνού.

Πίνω λίγο ακόμα από το ποτήρι μου και αηδιάζω στη γεύση που μένει στο στόμα μου.

Αλίμονο όμως, που θα πίναμε τίποτα άλλο στους αρραβώνες του Πέτρου και της Νίκης.

Παρ' όλα αυτά, δεν παραπονιέμαι, το χρειάζομαι για να βγάλω τη βραδιά.

«Έχω και κρασί, καρδούλα μου.» ακούω τη φωνή της μαμάς μου.

«Είμαι εντάξει, μαμά.» απαντάω απλά.

«Δεν φαίνεται.» σχολιάζει και η κυρία Γιάννα.

Πεθερές εν δράση.

«Τον είδα τον λεγάμενο.» αρχίζει η δικιά μου.

«Και εμένα γιατί μου το λες;»

«Γιατί ξέρει πως τον είδες και εσύ, μόνο και μόνο από τη διάθεσή σου.» συμπληρώνει η μαμά της Νίκης.

«Καλά είμαι.» μουρμουράω.

«Δεν ήταν ούτε για εκείνον εύκολο όλο αυτό που περάσατε...» χασκογελάω στα λόγια της Τζίνας· τόσο αστεία μου φαίνονται.

Λες και πέρασε καλά κάνεις σε αυτό το μελόδραμα, που αντί να χαίρεται που μπήκα στη διαδικασία να μας ανακουφίσω από αυτό το δράμα, εκείνος το επιζητεί με κάθε τι...

«Τι έγινε;» ρωτάει η μαμά μου ανήσυχη.

«Μαμά, για μια φορά ας μην είμαι εγώ και ο Βασίλης το επίκεντρο της προσοχής. Είμαστε στους αρραβώνες των παιδιών, για όνομα.» λέω εκνευρισμένη. Εκείνη σηκώνει τα χέρια της ψηλά και εγώ φεύγω από τη κουζίνα.

Αρχίζουν να με πνίγουν οι αναμνήσεις.

«Δεν ήταν πολύ όμορφος ο Βασίλης;» με ρωτάει. Σκαλώνω λίγο, αλλά καταλαβαίνω πως αναφέρεται στον συνάδελφό της.

«Χάνει από όνομα.» κάνω αδιάφορα.

«Βρε καλό μου κορίτσι, σου κάνε ζημιά Βασίλης, όχι Μιλτιάδης, μην έχεις πολλές απαιτήσεις.»

«Δεν θέλω γαμπρό βρε κοπέλα μου, άσε με ήσυχη.» παραπονιέμαι.

«Και εγώ πότε θα το βάλω το σαμπανιζέ το φόρεμα; Εμένα δεν με σκέφτεσαι;»

«Πρέπει να παντρευτώ για να το βάλεις;»

«Ναι!» λες και είναι το αυτονόητο.

What IfWhere stories live. Discover now